5 Και ας φέρω ένα κομμάτι ψωμί, και αναζωογονήστε την καρδιά σας.+ Έπειτα μπορείτε να συνεχίσετε το δρόμο σας, επειδή γι’ αυτό περάσατε από τον υπηρέτη σας». Τότε αυτοί είπαν: «Εντάξει. Μπορείς να κάνεις όπως ακριβώς είπες».
5 Και την τέταρτη ημέρα, όταν ξύπνησαν νωρίς το πρωί όπως συνήθως, σηκώθηκε αυτός να φύγει, αλλά ο πατέρας της κοπέλας είπε στο γαμπρό του: «Στήριξε την καρδιά σου με λίγο ψωμί+ και έπειτα μπορείτε να φύγετε».
7 Στο μεταξύ, ο Βοόζ έφαγε και ήπιε, και η καρδιά του ένιωθε ευθυμία.+ Κατόπιν πήγε να πλαγιάσει στην άκρη του σωρού των σιτηρών. Ύστερα εκείνη ήρθε αθόρυβα και του ξεσκέπασε τα πόδια και πλάγιασε.