10 Αυτός ήταν που σηκώθηκε και πάτασσε τους Φιλισταίους ώσπου απέκαμε το χέρι του και έμεινε κολλημένο το χέρι του στο σπαθί,+ ώστε ο Ιεχωβά εκτέλεσε μεγάλη σωτηρία εκείνη την ημέρα·+ και ο λαός επέστρεψε πίσω από αυτόν μόνο και μόνο για να γδύσει όσους είχε πατάξει.+
17 Και είπε: «Μου είναι αδιανόητο,+ Ιεχωβά, να το κάνω αυτό! Το αίμα+ των αντρών που πήγαν με κίνδυνο της ψυχής τους [θα πιω];» Και δεν δέχτηκε να το πιει.