17 »Το πνεύμα μου είναι συντετριμμένο,+ οι ημέρες μου έχουν σβήσει·
Το νεκροταφείο με περιμένει.+
2 Με εμπαίζουν,+
Και μέσα στη στασιαστική τους συμπεριφορά κατοικούν τα μάτια μου.
3 Φύλαξε εσύ την εγγύηση για εμένα,+ σε παρακαλώ.
Ποιος άλλος θα μου δώσει το χέρι+ του ως εγγυητής για εμένα;
4 Διότι εσύ έχεις κλείσει την καρδιά τους προς τη φρόνηση.+
Γι’ αυτό και δεν τους εξυψώνεις.
5 Λέει αυτός στους συντρόφους να πάρουν τα μερίδιά τους,
Αλλά τα μάτια των γιων του θα σβήσουν.+
6 Και με κατέστησε παροιμιώδη φράση+ των λαών,
Ώστε είμαι για να με φτύνουν στο πρόσωπο.+
7 Από τη δυσφορία τα μάτια μου θαμπώνουν+
Και όλα μου τα μέλη είναι σαν σκιά.
8 Οι ευθείς τα κοιτάζουν κατάπληκτοι όλα αυτά·
Ακόμη και ο αθώος εξάπτεται εναντίον του αποστάτη.
9 Ο δίκαιος προσκολλάται σταθερά στην οδό του+
Και αυτός που έχει καθαρά χέρια+ αυξάνει σε ισχύ.+
10 Μπορείτε, όμως, όλοι σας να ξαναρχίσετε. Ελάτε, λοιπόν, σας παρακαλώ,
Επειδή δεν βρίσκω κανέναν σοφό ανάμεσά σας.+
11 Οι ημέρες μου πέρασαν,+ τα σχέδιά μου διαλύθηκαν,+
Οι επιθυμίες της καρδιάς μου.
12 Τη νύχτα θέτουν για ημέρα:+
“Το φως είναι κοντά εξαιτίας του σκοταδιού”.
13 Αν περιμένω και άλλο, ο Σιεόλ είναι το σπίτι μου·+
Μέσα στο σκοτάδι+ θα στρώσω την κλίνη μου.
14 Θα φωνάξω στο λάκκο:+ “Είσαι ο πατέρας μου!”
Στο σκουλήκι:+ “Μητέρα και αδελφή μου!”
15 Πού είναι, λοιπόν, η ελπίδα μου;+
Και την ελπίδα μου ποιος τη βλέπει;
16 Κάτω, στις αμπάρες του Σιεόλ θα πάνε,
Όταν όλοι μαζί θα κατεβούμε στο χώμα».+