Ιώβ
19 Και ο Ιώβ αποκρίθηκε και είπε:
2 «Ως πότε θα παροξύνετε την ψυχή μου+
Και θα με συντρίβετε με λόγια;+
5 Αλλά αν υψηλοφρονείτε εναντίον μου+
Και παρουσιάζετε το όνειδος που υφίσταμαι ως δικαιολογημένο,+
6 Τότε μάθετε ότι ο Θεός με παροδήγησε
Και έκλεισε το κυνηγετικό του δίχτυ από πάνω μου.+
8 Το μονοπάτι μου το έφραξε με πέτρινο τοίχο+ και δεν μπορώ να περάσω·
Στους δρόμους μου βάζει σκοτάδι.+
10 Με γκρεμίζει από όλες τις πλευρές και φεύγω·
Και ξεριζώνει την ελπίδα μου σαν δέντρο.
12 Τα στρατεύματά του έρχονται ενωμένα και στρώνουν δρόμο εναντίον μου+
Και στρατοπεδεύουν γύρω από τη σκηνή μου.
14 Οι στενοί μου γνώριμοι εξαφανίστηκαν+
Και οι γνωστοί μου με ξέχασαν,
15 Εκείνοι που παροικούν στο σπίτι μου·+ ακόμη και οι δούλες μου με θεωρούν ξένο·
Αλλοεθνής έγινα στα μάτια τους.
16 Φώναξα τον υπηρέτη μου και δεν απαντάει.
Με το στόμα μου εκλιπαρώ τη συμπόνια του.
17 Η αναπνοή μου έγινε σιχαμερή για τη σύζυγό μου,+
Και έχω γίνει αηδιαστική μυρωδιά για τους γιους που βγήκαν από την κοιλιά της μητέρας μου.
19 Όλοι οι άντρες του στενού μου περιβάλλοντος με απεχθάνονται,+
Και εκείνοι που αγάπησα στράφηκαν εναντίον μου.+
20 Στο δέρμα μου και στη σάρκα μου κολλούν τα κόκαλά μου,+
Και διασώζομαι με το δέρμα των δοντιών μου.
23 Μακάρι να καταγράφονταν τα λόγια μου!
Να χαράζονταν σε βιβλίο!
25 Και εγώ γνωρίζω καλά ότι ο λυτρωτής+ μου ζει
Και ότι θα έρθει έπειτα από εμένα και θα εγερθεί+ πάνω από το χώμα.
26 Και ύστερα από το δέρμα μου που το έχουν γδάρει—αυτό!
Όμως, με ισχνή σάρκα θα δω τον Θεό,
Τα δικά μου μάτια θα τον κοιτάξουν, και όχι ξένος.
Τα νεφρά μου έπαψαν να λειτουργούν βαθιά μέσα μου.