4 «Πορνεία»—Κάθε Είδους Αθέμιτες Σεξουαλικές Σχέσεις
Ματθαίος 5:32—Κείμενο: πορνεία· λατ.: fornicatio (φορνικάτιο)
Η λέξη πορνεία της κοινής ελληνικής έχει ευρεία σημασία. Το Ελληνοαγγλικό Λεξικό της Καινής Διαθήκης και Άλλων Πρωτοχριστιανικών Συγγραμμάτων, του Β. Μπάουερ, δεύτερη αγγλική έκδ. από τους Φ. Γ. Γκίνγκριχ και Φ. Γ. Ντάνκερ, Σικάγο και Λονδίνο (1979), σελ. 693, λέει στο λήμμα πορνεία ότι αυτή η λέξη σημαίνει «αγοραίος έρωτας, έλλειψη ηθικής αγνότητας, αθέμιτη συνουσία, κάθε είδους αθέμιτες σεξουαλικές σχέσεις».
Σχολιάζοντας τα λόγια του Ιησού που αναφέρονται στα εδάφια Ματθαίος 5:32 και 19:9, το Θεολογικό Λεξικό της Καινής Διαθήκης, Τόμ. VI, σελ. 592, λέει ότι η λέξη «πορνεία αναφέρεται στις εξωσυζυγικές σχέσεις». Συνεπώς, οι Γραφές χρησιμοποιούν τον όρο πορνεία σε σχέση με έγγαμα άτομα. Το ίδιο λεξικό, στη σελ. 594 και αναφερόμενο στα εδάφια Εφεσίους 5:3, 5, λέει ότι ο Παύλος «συνειδητοποιεί πως δεν έχουν όλοι το χάρισμα της εγκράτειας όσον αφορά το σεξ, 1 Κορ. 7:7. Για να προστατευτεί από την πορνεία, αυτή τη φαύλη πράξη, ο [άγαμος] άντρας που δεν έχει [εγκράτεια όσον αφορά το σεξ] θα πρέπει να ακολουθήσει τη θεϊκά καθορισμένη οδό, δηλαδή το νόμιμο γάμο, 1 Κορ. 7:2». Συνεπώς, οι Γραφές χρησιμοποιούν τον όρο πορνεία και σε σχέση με άγαμα άτομα που επιδίδονται σε αθέμιτες σεξουαλικές σχέσεις και συνήθειες.—Βλέπε 1 Κορινθίους 6:9.
Ο Μπ. Φ. Γουέστκοτ, συνεκδότης του Ελληνικού κειμένου των Γουέστκοτ και Χορτ, στο έργο του με τίτλο Η Επιστολή του Αγίου Παύλου προς Εφεσίους, Λονδίνο και Νέα Υόρκη, 1906, σελ. 76, σχολιάζει τις ποικίλες σημασίες που έχει η λέξη πορνεία στις Γραφές, αναφέροντας σε μια υποσημείωση στο εδάφιο Εφεσίους 5:3 ότι πρόκειται για έναν γενικό όρο που αναφέρεται σε κάθε είδους αθέμιτες σχέσεις: (1) σε μοιχεία: Ωσηέ 2:2, 4 (Ο΄)· Ματθ. 5:32· 19:9· (2) σε αθέμιτο γάμο, 1 Κορ. 5:1· (3) σε συνουσία που περιλαμβάνει μόνο άγαμα άτομα.
Εκτός από αυτή την κατά γράμμα σημασία, σε ορισμένα μέρη των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών η λέξη πορνεία έχει συμβολική σημασία. Σχετικά με αυτή τη σημασία, το Ελληνικό Λεξικό της Καινής Διαθήκης, του Φ. Ζόρελ, τρίτη έκδ., 1961, στήλη 1106, λέει στο λήμμα πορνεία: «το να αποστατήσει κανείς από την αληθινή πίστη, είτε πλήρως είτε κατά μέρος, το να αποσκιρτήσει από τον έναν αληθινό Θεό Γιαχβέ και να στραφεί σε ξένους θεούς [4Βα 9:22· Ιερ 3:2, 9· Ωσ 6:10 κτλ.· διότι ο δεσμός του Θεού με το λαό του θεωρούνταν ένα είδος πνευματικού γάμου]: Απ 14:8· 17:2, 4· 18:3· 19:2». (Οι αγκύλες και τα πλάγια γράμματα δικά του· το βιβλίο 4Βα στη μετάφραση Ο΄ είναι το αντίστοιχο του 2 Βασιλέων στο Μασοριτικό κείμενο).
Στο ελληνικό κείμενο η λέξη πορνεία εμφανίζεται στα ακόλουθα 25 σημεία: Ματθαίος 5:32· 15:19· 19:9· Μάρκος 7:21· Ιωάννης 8:41· Πράξεις 15:20, 29· 21:25· 1 Κορινθίους 5:1, 1· 6:13, 18· 7:2· 2 Κορινθίους 12:21· Γαλάτες 5:19· Εφεσίους 5:3· Κολοσσαείς 3:5· 1 Θεσσαλονικείς 4:3· Αποκάλυψη 2:21· 9:21· 14:8· 17:2, 4· 18:3· 19:2.
Το σχετικό ρήμα πορνεύω εμφανίζεται στα ακόλουθα οχτώ σημεία: 1 Κορινθίους 6:18· 10:8, 8· Αποκάλυψη 2:14, 20· 17:2· 18:3, 9.
Το σχετικό ρήμα εκπορνεύω, που αποδίδεται στη Μετάφραση Νέου Κόσμου «πορνεύω υπερβολικά», εμφανίζεται μία φορά, στο εδάφιο Ιούδα 7.
Το σχετικό ουσιαστικό πόρνη εμφανίζεται στα ακόλουθα 12 σημεία: Ματθαίος 21:31, 32· Λουκάς 15:30· 1 Κορινθίους 6:15, 16· Εβραίους 11:31· Ιακώβου 2:25· Αποκάλυψη 17:1, 5, 15, 16· 19:2.
Το σχετικό ουσιαστικό πόρνος εμφανίζεται στα ακόλουθα δέκα σημεία: 1 Κορινθίους 5:9, 10, 11· 6:9· Εφεσίους 5:5· 1 Τιμόθεο 1:10· Εβραίους 12:16· 13:4· Αποκάλυψη 21:8· 22:15. Το Ελληνοαγγλικό Λεξικό, των Χ. Λίντελ και Ρ. Σκοτ, 1968, σελ. 1450, λέει πως αυτή η λέξη σημαίνει «κίναιδος, σοδομίτης, πόρνος, ειδωλολάτρης».