Η Ύαλος στους Αρχαίους Χρόνους
Πότε η μοναδική ουσία η γνωστή ως ύαλος κατεσκευάσθη για πρώτη φορά δεν είναι γνωστό. Χάνδρες γυάλινες που βρέθηκαν στην Αίγυπτο κατεσκευάσθησαν προ 4.000 ετών και πλέον, περίπου τον καιρό κατά τον οποίον εγεννήθη ο Αβραάμ. Έτσι ο Ιώβ, ο οποίος έζησε κατά τον 16ον αιώνα πριν από την Κοινή μας Χρονολογία, εγνώριζε περί τίνος ωμιλούσε όταν έλεγε, «Ο χρυσός και η ύαλος δεν δύνανται να συγκριθώσι προς [την σοφίαν]». (Ιώβ 28:17) Ούτε ήταν η αντίθεσις του Ιώβ εσφαλμένη, διότι η ύαλος κατ’ εκείνους του χρόνους ήταν σπανία και τόσον πολύτιμος όσο και ο ίδιος ο χρυσός. Ακόμη δεκαπέντε αιώνες αργότερα, αναφέρεται ότι ο αυτοκράτωρ Νέρων επλήρωσε ποσόν ίσον προς $100.000 για δύο υάλινα κύπελλα με χειρολαβές! Αιγύπτιοι καλλιτέχναι και άλλοι ήσαν επιτήδειοι στο φύσημα, κοπή, λείανσι και χάραξι της υάλου. Εγνώριζαν πώς να διακοσμούν την ύαλο με χρυσό.
Λόγω των ακαθαρσιών που περιείχοντο στην άμμο που κοινώς εχρησιμοποιείτο, η διαφανής ύαλος ήταν σπανία. Το αρχαιότατο γνωστό εύρημα τέτοιας υάλου, χρονολογούμενο από το έτος 700 περίπου πριν από την Κοινή μας Χρονολογία και ανακαλύφθη σ’ ένα Ασσυριακό ανάκτορο στην Νεμρώδ, είναι μια φιάλη που φέρει το όνομα του Σαργών. (Ησ. 20:1) Φανερό είναι ότι για τέτοιους λόγους ο απόστολος Ιωάννης ήταν πολύ σαφής στην περιγραφή των οράσεών του· δεν είπε απλώς «ύαλος,» αλλά μάλλον, «θάλασσα υαλίνη ομοία με κρύσταλλον,» «ομοία με ύαλον καθαρόν,» «ως ύαλος διαφανής.»—Αποκάλ. 4:6· 21:18, 21.