Εκπληρώνοντας την Υπόσχεσή μου στον Θεό
ΠΟΤΕ δεν ξέχασα την υπόσχεση που είχα κάνει στον Θεό σχεδόν 30 χρόνια πριν—ότι θα αφιέρωνα τη ζωή μου για να τον υπηρετήσω αν θα με βοηθούσε. Και πίστευα ότι με είχε βοηθήσει πολλές φορές. Πόσο ένοχη αισθανόμουν που δεν απέδωσα το χρέος μου στον Θεό!
Η ζωή στην Αμερική ήταν τόσο διαφορετική από τη ζωή στο Βιετνάμ. Πόσο υπέροχο είναι να μπορεί να χαίρεται κανείς την ελευθερία—να πηγαίνεις όπου θέλεις όποτε θέλεις! Ωστόσο ήμουν τελείως σαστισμένη από τον υλιστικό τρόπο ζωής και τις επιστημονικές απόψεις που τον προωθούσαν. Οι ηθικές αξίες φαίνονταν κάτι το σπάνιο! Καθημερινά οι ειδήσεις ήταν γεμάτες με ανταποκρίσεις με τρομερά εγκλήματα—παιδιά που σκότωναν τους γονείς τους ή το αντίθετο, εκτρώσεις, διαζύγια, βιαιότητες στους δρόμους. Όλα αυτά με τρομοκρατούσαν. ‘Γιατί να υπάρχει τόσο μεγάλη παρακμή σε μια χώρα τόσο πολύ ευνοημένη με ομορφιά και πλούτη;’ αναρωτιόμουν.
Τώρα οι παλιές μου απορίες με βασάνιζαν περισσότερο: Υπήρχε πραγματικά ένας Θεός που δημιούργησε τον άνθρωπο; Είμαστε πραγματικά παιδιά του Θεού; Και αν ναι, γιατί ο Θεός αυτός είναι τόσο αδιάφορος στις παραβάσεις αυτές; Γιατί δεν τιμωρεί τους ανθρώπους τώρα για να τους εμποδίσει να κάνουν χειρότερα πράγματα; Ή μήπως περιμένει ο Θεός να μετανοήσει ο άνθρωπος για τις αμαρτίες του; Και αν ο άνθρωπος δημιουργήθηκε από τον Θεό, γιατί να μη μοιάζει με τον Πατέρα Του; Γιατί να μην προσπαθεί να Τον κάνει ευτυχισμένο;
Από τις δικές μου εμπειρίες, ήμουν πεπεισμένη ότι υπάρχει Θεός. Ωστόσο αναρωτιόμουν γιατί να είναι τόσο ακατανόητος. Δεν έχει μερικά παιδιά που να τον καταλαβαίνουν, που να τον αγαπούν, και που να τον κάνουν ευτυχισμένο με τα δίκαια έργα τους; Ασφαλώς πρέπει! Αλλά πού να τα βρει κανείς, και πώς; Πώς να γνωριστώ μαζί τους;
Αυτές οι απορίες με βασάνιζαν, και δεν είχα τις απαντήσεις που θα με έκαναν ευτυχισμένη. Κατόπιν μια μέρα, τον Ιούνιο του 1981, όταν ζούσα στην Πασαντένα του Τέξας, ένας ηλικιωμένος και ο εγγονός του με επισκέφθηκαν. Μου είπαν ότι ο Θεός έχει μια Βασιλεία, μια αληθινή κυβέρνηση, και ότι αυτή θα φέρει ευλογίες πάνω στη γη. Κατόπιν ο άντρας αυτός με ρώτησε αν θα ήθελα να ζήσω για πάντα στον Παράδεισο στη γη.
Η απάντησή μου ήταν, «Όχι». Η μεγάλη μου επιθυμία ήταν να γνωρίσω τον αληθινό Θεό, και τότε το να ζήσω για πάντα στον Παράδεισο δεν με ενδιέφερε. Ωστόσο ο αξιοπρεπής τρόπος τους γέννησε μέσα μου σεβασμό και εμπιστοσύνη, γι’ αυτό τους προσκάλεσα μέσα. Αφηγήθηκα τις εμπειρίες μου γι’ αυτά που πίστευα ότι ήταν η προστασία του Θεού και η στοργική του φροντίδα. «Ζητώ να βρω τον Θεό ο οποίος να έχει τις εξέχουσες αυτές ιδιότητες», είπα. «Αν ο δικός σας Θεός είναι πραγματικά Αυτός, σας παρακαλώ δείξτε μου τον τρόπο για να τον γνωρίσω».
Για μια ώρα σχεδόν ο ηλικιωμένος άνθρωπος μου διάβαζε από τη Βίβλο σχετικά με τον μεγάλο Θεό, τον Ιεχωβά. Μου εξήγησε, για παράδειγμα, πώς συμπεριφέρθηκε ο Ιεχωβά με το λαό του, τους Ισραηλίτες, δείχνοντάς τους την αγάπη του και το ενδιαφέρον του γι’ αυτούς. Την επόμενη εβδομάδα ο άντρας αυτός επέστρεψε με την έκδοση Το Βιβλίο Μου με τις Βιβλικές Ιστορίες. Το άνοιξε και μου έδειξε την 33η ιστορία, «Διάβασις της Ερυθράς Θάλασσας». Χωρίς να τη διαβάσω, με την εικόνα μόνο, φαντάστηκα τι είχε συμβεί—ο Θεός είχε απελευθερώσει θαυματουργικά το λαό του από το χέρι των καταπιεστών.
Σκέφθηκα, ‘Πραγματικά αυτός είναι ο Θεός τον οποίο ζητώ’. Την επόμενη εβδομάδα, άρχισα τακτική μελέτη της Βίβλου με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά και, καθώς μελετούσα, όλα μου τα ερωτήματα βρήκαν λογικές απαντήσεις από τη Βίβλο. Ναι, τελικά είχα βρει τον αληθινό Θεό που θα έπρεπε να υπηρετήσω για να αποδώσω το χρέος μου. Για να δείξω ότι είχα δώσει τη ζωή μου στο να τον υπηρετώ για πάντα, υποβλήθηκα στο βάφτισμα στο νερό.
Τώρα ο χρόνος μου είναι γεμάτος με το να βοηθάω άλλους να μάθουν για τον Ιεχωβά, για τους λόγους για τους οποίους επιτρέπει την ασέβεια μέχρι τώρα, και για το μέσο με το οποίο σύντομα θα εξαλείψει τις δυσκολίες από τη γη. Επιτέλους αισθάνομαι την αληθινή έννοια της ειρήνης και της ασφάλειας, υπηρετώντας τον Ιεχωβά με την επίγεια οργάνωσή του που αποτελείται από τους στοργικούς αδελφούς και αδελφές μου.
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 23]
‘Γιατί να υπάρχει τόσο μεγάλη παρακμή σε μια χώρα τόσο πολύ ευνοημένη;’ αναρωτιόμουν
[Εικόνα στη σελίδα 23]
Με την ανηψιά μου την οποία αναβίωσα με την τεχνητή αναπνοή στη διάρκεια της θύελλας