Οι Θεοί της Αρχαίας Ελλάδας
Η ΕΡΕΥΝΑ σχετικά με τους θεούς και τις θεές της αρχαίας Ελλάδας, αποκαλύπτει τα ίχνη βαβυλωνιακής επιρροής. Ο Γ. Ρόουλινσον, καθηγητής του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, παρατήρησε: «Η καταπληκτική ομοιότητα που υπάρχει ανάμεσα στο χαλδαϊκό σύστημα και στην κλασική μυθολογία αξίζει να τύχει ιδιαίτερης προσοχής. Η ομοιότητα αυτή είναι τόσο εκτεταμένη, και τόσο ακριβής σε μερικές λεπτομέρειες, που δεν μας επιτρέπει να υποθέσουμε ότι προήλθε από απλή σύμπτωση. Εξετάζοντας τους θεούς της Ελλάδας, της Ρώμης, και της Χαλδαίας, αναγνωρίζουμε ότι υπάρχει γενικά η ίδια διάταξη· βρίσκουμε συχνά την ίδια διαδοχή στις γενεαλογίες· και σε μερικές περιπτώσεις ακόμα και τα γνωστά ονόματα και οι τίτλοι των κλασικών θεοτήτων μπορούν, όλως περιέργως, να εξεικονιστούν και να εξηγηθούν από χαλδαϊκές πηγές. Δεν μπορούμε καθόλου να αμφιβάλουμε για το ότι, μέχρι ενός βαθμού, υπήρξε μια μεταβίβαση δοξασιών, ιδεών και αντιλήψεων της μυθολογίας—μια μετάβαση που έγινε στα πολύ παλιά χρόνια, από τις ακτές του Περσικού κόλπου στις χώρες της Μεσογείου».—Seven Great Monarchies (Εφτά Εξέχουσες Μοναρχίες), Τόμ. 1, σσ. 71, 72.
Μια παραποίηση της δήλωσης του Θεού σχετικά με το υποσχεμένο σπέρμα παρατηρείται στις μυθολογικές αφηγήσεις οι οποίες μιλάνε για τον Απόλλωνα που σκότωσε το δράκοντα Πύθωνα και για τον Ηρακλή (γιο του Δία και μιας θνητής γυναίκας, της Αλκμήνης) που όταν ήταν μωρό έπνιξε δυο φίδια. Επίσης συναντούμε το γνώριμο θέμα ενός θεού που πεθαίνει και μετά επανέρχεται στη ζωή. Κάθε χρόνο τιμούσαν τη μνήμη του βίαιου θανάτου του Άδωνη και της επαναφοράς του στη ζωή, με το να θρηνούν κυρίως οι γυναίκες το θάνατό του και να μεταφέρουν ομοιώματα του σώματός του σαν σε νεκρώσιμη ακολουθία, τα οποία αργότερα έριχναν στη θάλασσα ή σε διάφορες πηγές. Οι Έλληνες γιόρταζαν επίσης το βίαιο θάνατο και την αποκατάσταση στη ζωή ενός άλλου θεού, του Διόνυσου ή Βάκχου, ο οποίος, όπως και ο Άδωνης, ταυτίζεται με τον βαβυλωνιακό θεό Ταμμούζ.
Οι μυθολογικές αφηγήσεις παριστάνουν συνήθως τους θεούς των Ελλήνων σαν άντρες και τις θεές σαν γυναίκες. Τα σώματα των θεών παριστάνονταν σαν ανθρώπινα σώματα, αν και τους φαντάζονταν πολύ πιο μεγάλους και υπερβολικά πιο όμορφους και δυνατούς από τους ανθρώπους. Και επειδή στις φλέβες τους υποτίθεται ότι κυκλοφορούσε αντί για αίμα ένας αιθέριος χυμός που ονομαζόταν «ιχώρ», πίστευαν ότι οι θεοί είχαν άφθαρτα σώματα. Παρ’ όλα αυτά, πίστευαν ότι οι άνθρωποι μπορούσαν με τα όπλα τους να τους προξενήσουν οδυνηρά τραύματα. Ωστόσο, έλεγαν ότι τα τραύματα πάντοτε θεραπεύονταν και οι θεοί παρέμεναν νέοι.
Κατά το μεγαλύτερο μέρος τους, οι θεοί των Ελλήνων παριστάνονται ως πολύ ανήθικοι και με ανθρώπινες αδυναμίες. Φιλονικούσαν ή πολεμούσαν μεταξύ τους και ακόμα συνωμοτούσαν ο ένας εναντίον του άλλου. Λέγεται ότι ο Δίας, ο υπέρτατος θεός των Ελλήνων, είχε εκθρονίσει τον ίδιο τον πατέρα του, τον Κρόνο. Νωρίτερα και ο ίδιος ο Κρόνος είχε όχι μόνο εκθρονίσει, αλλά και ευνουχίσει τον πατέρα του, τον Ουρανό. Και ο Ουρανός και ο Κρόνος περιγράφονται ως σκληροί πατέρες. Ο Ουρανός έκρυβε αμέσως τα παιδιά που αποκτούσε με τη γυναίκα του, τη Γαία, στα σπλάχνα της γης, χωρίς να τους επιτρέπει ούτε καν να δουν το φως της ημέρας. Εξάλλου, ο Κρόνος κατάπινε τα παιδιά που έκανε με τη γυναίκα του τη Ρέα. Ανάμεσα στις αποκρουστικές πράξεις που αποδίδονται σε ορισμένες θεότητες είναι η μοιχεία, η πορνεία, η αιμομειξία, ο βιασμός, το ψέμα, η κλοπή, η μέθη και ο φόνος. Εκείνοι που έπεφταν στη δυσμένεια ενός θεού ή μιας θεάς παριστάνεται ότι τιμωρούνταν με τον πιο σκληρό τρόπο. Για παράδειγμα, ο θεός Απόλλωνας διέταξε να κρεμάσουν σ’ ένα δέντρο το σάτυρο Μαρσύα και να τον γδάρουν ζωντανό, επειδή αυτός είχε προκαλέσει το θεό σε διαγωνισμό μουσικής. Λέγεται, ότι η θεά Άρτεμις μεταμόρφωσε τον κυνηγό Ακταίωνα σε αρσενικό ελάφι, και μετά έβαλε τα ίδια του τα λαγωνικά να τον κατασπαράξουν, επειδή την είχε δει γυμνή.
Βέβαια, μερικοί ισχυρίζονται ότι αυτές οι μυθολογικές αφηγήσεις δεν ήταν παρά οι φαντασίες των ποιητών. Αλλά ο Αυγουστίνος, του τέταρτου μ.Χ. αιώνα, έγραψε σχετικά με αυτό [The City of God (Η Πόλη του Θεού), Βιβλίο 2, κεφάλαιο 9]: «Επειδή αν και λένε για να τους υπερασπίσουν ότι αυτές οι ιστορίες για τους θεούς τους δεν ήταν αληθινές, αλλά απλώς ποιητικές επινοήσεις και ψεύτικες μυθιστοριογραφίες, αυτό τις κάνει ακόμα πιο αποκρουστικές, αν σέβεσαι την αγνότητα της θρησκείας σου· και αν παρατηρήσεις τη μοχθηρία του διαβόλου, ποια μεγαλύτερη πονηριά ή πιο παραπλανητική πανουργία μπορεί να υπάρχει; Επειδή όταν συκοφαντείται για κάτι ένας τίμιος και άξιος ηγέτης μιας χώρας, όσο πιο καθαρή και υπεράνω κάθε κατηγορίας γι’ αυτό το θέμα είναι η ζωή του, τόσο πιο κακοήθης και ασυγχώρητη είναι η συκοφαντία, έτσι δεν είναι;» Εντούτοις, το ότι αυτές οι ποιητικές αφηγήσεις ήταν πολύ δημοφιλείς όπως παίζονταν στα ελληνικά θέατρα, δείχνει ότι η πλειονότητα δεν τις θεωρούσε ως συκοφαντία, αλλά συμφωνούσε μαζί τους. Η ανηθικότητα των θεών χρησίμευε ως δικαιολογία για τις αδικοπραγίες των ανθρώπων και αυτό το ήθελαν οι άνθρωποι.