Έμειναν Σταθεροί Όταν η Ολλανδία Βρισκόταν υπό Ναζιστική Κατοχή
ΣΤΟ Αναμνηστικό Μουσείο του Ολοκαυτώματος στις Ηνωμένες Πολιτείες εκτίθεται η μεγαλύτερη συλλογή αντικειμένων και ταινιών που τεκμηριώνουν τα εγκλήματα τα οποία διέπραξαν οι Ναζί στη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Από τότε που άνοιξε το μουσείο για το κοινό, το 1993, περίπου 12 εκατομμύρια επισκέπτες έχουν εξερευνήσει αυτή την ολοένα και πιο δημοφιλή έκθεση που βρίσκεται στην Ουάσινγκτον, D.C.
Το μουσείο παρουσιάζει, επίσης, στοιχεία τα οποία τεκμηριώνουν τον έντονο διωγμό που υπέστησαν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά υπό το ναζιστικό καθεστώς. Εκτός από τα περιορισμένα μόνιμα εκθέματα, το Μουσείο του Ολοκαυτώματος έχει παρουσιάσει και μια σειρά από ειδικά προγράμματα για τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Αυτά τα προγράμματα έχουν προβάλει συγκεκριμένα παραδείγματα εγκαρτέρησης και ακεραιότητας από μέρους των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Στις 8 Απριλίου 1999, το μουσείο διοργάνωσε μια ειδική παρουσίαση με θέμα «Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά στην Ολλανδία υπό τη Ναζιστική Κατοχή». Αυτή η παρουσίαση έγινε στις δύο μεγάλες αίθουσες διαλέξεων του μουσείου.
Το πρόγραμμα ξεκίνησε με τα εισαγωγικά σχόλια της κ. Σάρας Τζέιν Μπλούμφιλντ, διευθύντριας του μουσείου. Η κ. Μπλούμφιλντ εξέφρασε ειλικρινές ενδιαφέρον για την ιστορία των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Σε μια συνέντευξη που έδωσε στο Ξύπνα! εξήγησε ότι καταβάλλεται μεγάλη προσπάθεια για να ενημερωθεί καλύτερα το κοινό σχετικά με την ακεραιότητα που επέδειξαν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά όταν διώκονταν. «Οι εκδηλώσεις αυτού του είδους», είπε, «διαφημίζονται ακριβώς όπως και όλα τα άλλα σημαντικά προγράμματα που διεξάγονται στο μουσείο».
Αρκετοί ιστορικοί ήταν παρόντες και συμμετείχαν στο πρόγραμμα εκείνη τη βραδιά. Ένας από αυτούς ήταν ο Δρ Λόρενς Μπάρον, καθηγητής της σύγχρονης γερμανικής και εβραϊκής ιστορίας στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Σαν Ντιέγκο. Στην ομιλία του, ο Δρ Μπάρον δήλωσε ότι «οι Μάρτυρες του Ιεχωβά αντιτάχθηκαν με θαυμαστό τρόπο σε κάθε συνεργία με το Τρίτο Ράιχ». Σχολίασε ότι οι Μάρτυρες «έβαλαν την πίστη τους στον Θεό πάνω από τις απαιτήσεις του ναζιστικού κράτους. Πίστευαν ότι η αφοσίωση προς τον Χίτλερ ως ηγέτη ήταν μια κοσμική μορφή λατρείας και αρνούνταν να επικυρώσουν τη θεοποίησή του χαιρετώντας ναζιστικά ή λέγοντας “Χάιλ Χίτλερ”. . . . Εφόσον ο Θεός τούς πρόσταζε να αγαπούν τον πλησίον τους και να μη σκοτώνουν άλλους ανθρώπους, αρνούνταν να εκτελέσουν στρατιωτική υπηρεσία . . . Όταν το Τρίτο Ράιχ τούς διέτασσε να σταματήσουν να διεξάγουν τις θρησκευτικές τους εκδηλώσεις, οι Μάρτυρες απαντούσαν πάντοτε: “Πρέπει να υπακούμε στον Θεό ως άρχοντα μάλλον παρά στους ανθρώπους”». Γι’ αυτό, πολλοί Μάρτυρες από διάφορες ευρωπαϊκές χώρες στάλθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, βασανίστηκαν, ακόμη και εκτελέστηκαν.
Το Μουσείο του Ολοκαυτώματος προσκάλεσε Ολλανδούς ερευνητές, καθώς και μια ομάδα επιζώντων από το Ολοκαύτωμα, για να δώσουν παραδείγματα του διωγμού που υπέστησαν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά στην Ολλανδία από τους Ναζί. Στις 29 Μαΐου 1940, λίγο μετά την κατάληψη της Ολλανδίας από τους Ναζί, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά, που ήταν περίπου 500 άτομα, τέθηκαν υπό απαγόρευση σε εκείνη τη χώρα. Τους επόμενους μήνες, εκατοντάδες Μάρτυρες συνελήφθησαν. Προσπαθώντας να μάθουν τα ονόματα άλλων Μαρτύρων, οι αρχές βασάνιζαν τους συλληφθέντες. Ως το τέλος του πολέμου, πάνω από 450 Μάρτυρες είχαν συλληφθεί. Εκατόν είκοσι και πλέον από αυτούς πέθαναν εξαιτίας του διωγμού.
Ένας Ολλανδός ερευνητής εξήγησε ότι το γραφείο τμήματος της Εταιρίας Σκοπιά στην Ολλανδία έχει στα αρχεία του «πάνω από 170 βιντεοσκοπημένες συνεντεύξεις και 200 γραπτές βιογραφίες Μαρτύρων του Ιεχωβά στην Ολλανδία οι οποίοι επέζησαν από το Ολοκαύτωμα. Όλα αυτά δείχνουν ότι το κίνητρο των Μαρτύρων ήταν η αγάπη τους για τον Θεό και το συνάνθρωπό τους».
Αρκετοί ομιλητές τόνισαν το γεγονός ότι, ανόμοια με άλλες ομάδες που βρέθηκαν στο στόχαστρο των Ναζί, οι περισσότεροι Μάρτυρες του Ιεχωβά θα μπορούσαν να αποκτήσουν την ελευθερία τους υπογράφοντας απλώς μια δήλωση με την οποία θα αποκήρυσσαν τα πιστεύω τους. Εντούτοις, τόσο οι ομιλητές όσο και τα άτομα που έδωσαν συνέντευξη εξήγησαν ότι η συντριπτική πλειονότητα των Μαρτύρων, ενεργώντας ισορροπημένα και ενσυνείδητα, επέλεξε να δεχτεί το διωγμό αντί του συμβιβασμού. Λίγα άτομα υπέγραψαν επειδή επιθυμούσαν να πάψουν να είναι συνταυτισμένα με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά.
Υπήρχαν μερικοί που υπέγραψαν τη δήλωση επειδή βρίσκονταν σε σύγχυση. Αυτοί ποτέ δεν σκόπευαν να εγκαταλείψουν τη θρησκεία τους. Μερικοί ένιωσαν ότι θα ήταν ηθικά δικαιολογημένοι αν παραπλανούσαν τους διώκτες τους ώστε να ανακτήσουν την ελευθερία τους και να ξαναρχίσουν να κηρύττουν. Κάποια στιγμή μετά την απελευθέρωσή τους, συνειδητοποίησαν ότι, άσχετα με τα κίνητρά τους, το ότι υπέγραψαν τη δήλωση ήταν λάθος.
Η λανθασμένη κρίση τους δεν είχε ως αποτέλεσμα τον εξοστρακισμό τους. Όταν επέστρεψαν στα σπίτια τους και στις εκκλησίες τους, έλαβαν πνευματική βοήθεια. Μια επιστολή από το γραφείο τμήματος της Εταιρίας Σκοπιά στην Ολλανδία, η οποία στάλθηκε τον Ιούνιο του 1942, παρότρυνε τους Μάρτυρες σε εκείνη τη χώρα να κατανοήσουν τις περιστάσεις που έκαναν μερικούς να υπογράψουν τη δήλωση, και να τους φερθούν με έλεος. Μολονότι η ναζιστική κατοχή συνεχιζόταν, αυτοί οι πρώην κρατούμενοι άρχισαν σύντομα να συμμετέχουν και πάλι στο έργο κηρύγματος, και μάλιστα με μεγάλο κίνδυνο. Μερικοί συνελήφθησαν δεύτερη φορά. Μάλιστα ένας από αυτούς εκτελέστηκε επειδή αρνήθηκε να συμμετάσχει σε στρατιωτικές δραστηριότητες.
Παρά τα πολλά παθήματα και το γεγονός ότι επί χρόνια το έργο επιτελούνταν με αγωνιώδεις και επικίνδυνες προσπάθειες υπό την επιφάνεια, ο αριθμός των Μαρτύρων του Ιεχωβά στην Ολλανδία αυξήθηκε από περίπου 500 το 1940 σε περισσότερους από 2.000 όταν τερματίστηκε η ναζιστική διακυβέρνηση το 1945. Το θάρρος τους και το ότι ήταν σταθερά αποφασισμένοι να υπακούν στον Θεό αποτελούν μεγάλη μαρτυρία μέχρι τις μέρες μας.
[Εικόνα στη σελίδα 25]
Ερευνητές μίλησαν στους παρευρισκομένους
[Εικόνα στη σελίδα 25]
Συνέντευξη με Ολλανδούς επιζώντες από το Ολοκαύτωμα