ΒΑΡΖΕΛΑΪ
(Βαρζελαΐ) [Σιδερένιος].
1. Μεολαθίτης του οποίου ο γιος, ο Αδριήλ, παντρεύτηκε τη Μεράβ, την κόρη του Σαούλ.—1Σα 18:19· 2Σα 21:8.
2. Πλούσιος Γαλααδίτης, «άνθρωπος πολύ μεγάλος», από την κωμόπολη Ρογελίμ. Ο Βαρζελαΐ ήταν ένα από τα τρία άτομα που βοήθησαν τον Δαβίδ και το στρατό του παρέχοντάς τους τρόφιμα και κρεβάτια στη διάρκεια της ανταρσίας του Αβεσσαλώμ. (2Σα 17:27-29) Όταν ο Δαβίδ επέστρεψε στην Ιερουσαλήμ, ο Βαρζελαΐ συνόδευσε αυτόν και όσους ήταν μαζί του ως τον Ιορδάνη αλλά, λόγω της ηλικίας του («Εγώ είμαι ογδόντα χρονών σήμερα»), δεν δέχτηκε την προσφορά του Δαβίδ να γίνει μέλος της βασιλικής αυλής και έστειλε στη θέση του τον Χιμάμ. Αποχαιρετώντας τον, ο Δαβίδ τον φίλησε και τον ευλόγησε. (2Σα 19:31-40) Λίγο προτού πεθάνει, ο Δαβίδ θυμήθηκε τον Βαρζελαΐ και ζήτησε από τον Σολομώντα να εκδηλώσει καλοσύνη προς τους γιους του, διευθετώντας να “είναι αυτοί από εκείνους που έτρωγαν στο τραπέζι του”.—1Βα 2:7.
3. Ιερέας ο οποίος παντρεύτηκε μια κόρη του Βαρζελαΐ του Γαλααδίτη (πιθανότατα του Αρ. 2) και πήρε το όνομα του πεθερού του. Όταν οι απόγονοί του επέστρεψαν από τη βαβυλωνιακή εξορία, δεν μπόρεσαν να βρουν πού ήταν εγγεγραμμένοι στους γενεαλογικούς καταλόγους και έτσι αποκλείστηκαν από την ιεροσύνη.—Εσδ 2:61, 62· Νε 7:63, 64.