ΑΜΕΜΠΤΟΣ
Μια εβραϊκή λέξη που αποδίδεται «άμεμπτος» είναι η λέξη ταμ. Χρησιμοποιείται σε σχέση με την υποδειγματική ηθική υπόσταση του Ιώβ και την αψεγάδιαστη ομορφιά της Σουλαμίτισσας. (Ιωβ 1:1, 8· Ασμ 5:2· 6:9) Ο Ιακώβ χαρακτηρίζεται άμεμπτος, λόγω του ότι ζούσε ειρηνικά και ήσυχα σε σκηνές, σε αντιδιαστολή με τον αδελφό του ο οποίος ζούσε άγρια, περιπετειώδη ζωή ως κυνηγός. (Γε 25:27) Μια άλλη εβραϊκή λέξη που αποδίδεται «άμεμπτος» σε κάποιες περιπτώσεις είναι η λέξη ταμίμ, η οποία ενέχει την έννοια του να είναι κανείς «άψογος· άρτιος· τέλειος». (Παρ 2:21· 11:5, 20) Οι εβραϊκές λέξεις ταμ και ταμίμ προέρχονται από τη ρίζα ταμάμ, η οποία σημαίνει «είμαι πλήρης· έχω αποπερατωθεί· φτάνω σε τελειότητα· εξαλείφομαι». (Ψλ 19:13· 1Βα 6:22· Ησ 18:5· Ιερ 24:10· παράβαλε 1Σα 16:11, όπου η φράση που αποδίδεται «Αυτά είναι όλα τα αγόρια;» σημαίνει κατά κυριολεξία «Είναι τα αγόρια συμπληρωμένα;») Στη Μετάφραση των Εβδομήκοντα η εβραϊκή λέξη ταμ μεταφράζεται μερικές φορές ἄμεμπτος. (Ιωβ 1:1, 8· 2:3· 9:20) Η λέξη ἄμεμπτος εμφανίζεται επίσης στο πρωτότυπο κείμενο των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών και στην απόδοση της Μετάφρασης Νέου Κόσμου, ενώ μία φορά αποδίδεται «χωρίς σφάλμα».—Λου 1:6· Φλπ 3:6· Εβρ 8:7· βλέπε ΤΕΛΕΙΟΤΗΤΑ.
Στις περιπτώσεις που η λέξη «άμεμπτος» χαρακτηρίζει ανθρώπους, η έννοιά της πρέπει να εκλαμβάνεται πάντοτε ως σχετική, όχι απόλυτη. Όταν υπέφερε ο Ιώβ, κατέληξε σε λάθος συμπεράσματα για τον Ιεχωβά, μεταξύ άλλων και για το πώς έβλεπε ο Παντοδύναμος τους άμεμπτους. (Ιωβ 9:20-22) Ο Ζαχαρίας, ο πατέρας του Ιωάννη του Βαφτιστή, εκδήλωσε έλλειψη πίστης στα όσα διακήρυξε ο Ιεχωβά μέσω του αγγέλου Γαβριήλ. (Λου 1:18-20) Παρ’ όλα αυτά, ο Ιώβ και ο Ζαχαρίας χαρακτηρίστηκαν άμεμπτοι, γιατί ανταποκρίνονταν στα όσα ανέμενε ο Ιεχωβά από ανθρώπους οι οποίοι, αν και ήταν πιστοί, είχαν το στίγμα της ατέλειας.—Ιωβ 1:1· Λου 1:6.
Κατά την άποψη των Ιουδαίων συγχρόνων του, ο Παύλος ήταν άμεμπτος προτού γίνει μαθητής του Ιησού Χριστού. Εκτελούσε όλα όσα πρόσταζε ο Νόμος, εκπληρώνοντας τις υποχρεώσεις που είχε και απέχοντας από ό,τι ήταν απαγορευμένο. (Φλπ 3:6) Εκείνον τον καιρό, όμως, ο Παύλος δεν είχε άμεμπτη υπόσταση ενώπιον του Ιεχωβά. Ήταν ένοχος βαριάς αμαρτίας επειδή δίωκε τους αδελφούς του Χριστού, ήταν βλάσφημος και θρασύς.—1Τι 1:13, 15.
Ο Ύψιστος ευαρεστείται σε εκείνους των οποίων η διαγωγή αντανακλά την πνευματική τους αρτιότητα, την αγνότητά τους, την άμεμπτη στάση τους. (Παρ 11:20) Είναι, λοιπόν, ζωτικό για τους Χριστιανούς να διάγουν άμεμπτο βίο, ασκίαστο από βάσιμη μομφή.—Φλπ 2:15· 1Θε 5:23.