Ερωτήσεις από Αναγνώστας
● Πού βρίσκομε την εντολή «μίσει τον εχθρόν σου», όπως εκφράζεται στο Ματθαίος 5:43;—Α. Χ., Αγγλία.
Στην επί του όρους ομιλία είπε ο Ιησούς: «Ηκούσατε ότι ερρέθη, “Θέλεις αγαπά τον πλησίον σου,” και μίσει τον εχθρόν σου. Εγώ όμως σας λέγω, Αγαπάτε τους εχθρούς σας, ευλογείτε εκείνους οίτινες σας καταρώνται, ευεργετείτε εκείνους οίτινες σας μισούσι, και προσεύχεσθε υπέρ εκείνων οίτινες σας βλάπτουσι και σας κατατρέχουσι· δια να γείνητε υιοί του πατρός σας του εν τοις ουρανοίς, διότι αυτός ανατέλλει τον ήλιον αυτού επί πονηρούς και αγαθούς, και βρέχει επί δικαίους και αδίκους.»—Ματθ. 5:43-45.
Ο Ιησούς είπε ότι οι Ιουδαίοι είχαν ακούσει, «Θέλεις αγαπά τον πλησίον σου και μίσει τον εχθρόν σου,» αλλά δεν είπε ότι τα είχαν ακούσει όλα αυτά από τον Νόμον του Μωυσέως. Το πρώτο μέρος, περί αγάπης του πλησίον, αποτελούσε μέρος του Νόμου. (Λευιτ. 19:18) Αλλά το δεύτερο μέρος, περί μίσους κατά του εχθρού, δεν αποτελούσε μέρος του Νόμου. Πραγματικά ήταν αντίθετο στον Νόμον, ο οποίος έλεγε: «Εάν απαντήσης τον βουν του εχθρού σου ή τον όνον αυτού πλανώμενον, θέλεις εξάπαντος επιστρέψει αυτόν προς αυτόν. Εάν ίδης τον όνον του μισούντος σε πεπτωκότα υπό το φορτίον αυτού, και ήθελες αποφύγει να βοηθήσης αυτόν, εξάπαντος θέλεις συμβοηθήσει αυτόν.» (Έξοδ. 23:4, 5) Οι Εβραϊκές Γραφές απαγόρευαν κάθε αίσθημα χαιρεκακίας όταν ένας εχθρός αντιμετώπιζε συμφορά, παρήγγελλαν δε μάλιστα, να βοηθήται ο εχθρός όταν ευρίσκετο σε δυσχέρεια: «Εάν πεινά ο εχθρός σου, δος εις αυτόν άρτον να φάγη· και εάν διψά, πότισον αυτόν ύδωρ.»—Ιώβ 31:29· Παροιμ. 24:17· 25:21.
Το μέρος περί μίσους κατά του εχθρού ήταν κάτι που είχε προστεθή από τους διδασκάλους των παραδόσεων, αυτή δε η προσθήκη ήταν εκείνη που ακύρωνε τον λόγον του Θεού, πράγμα που κατέκρινε ο Ιησούς. Αφού τους ελέχθη ν’ αγαπούν τον πλησίον τους, οι Ιουδαίοι διδάσκαλοι συνεπέραναν ότι κατ’ αντίθεσιν έπρεπε να μισούν τους εχθρούς των. Γι’ αυτούς «φίλος» και «πλησίον» εσήμαιναν έναν που ανήκε στην Ιουδαϊκή φυλή, όλους δε τους άλλους τους θεωρούσαν ως φυσικούς εχθρούς. Ο Ιησούς, για να ξερριζώση την εσφαλμένη αυτή ιδέα από έναν από τους πεπαιδευμένους γραμματείς ή νομικούς της εποχής του, εχρησιμοποίησε μια παραβολή. Είπε για έναν άνθρωπον ο οποίος είχε ληστευθή, απογυμνωθή, χτυπηθή και αφεθή ημιθανής. Ένας Ιουδαίος ιερεύς κι ένας Λευίτης αντιπαρήλθαν αυτόν τον πάσχοντα, αλλά πέρασε κι ένας καταφρονεμένος Σαμαρείτης, αισθάνθηκε οίκτον, περιποιήθηκε τις πληγές του, τον μετέφερε σ’ ένα πανδοχείο κι επλήρωσε για την περαιτέρω νοσηλεία του. Αυτός ο μη Ιουδαίος Σαμαρείτης προσδιωρίσθη τότε ως ο πραγματικός πλησίον του παθόντος, και όχι ο Ιουδαίος ιερεύς και ο Λευίτης. (Λουκ. 10:25-37) Ένεκα όμως της πατροπαραδότου αντιλήψεως των Ιουδαίων περί του «πλησίον», ότι περιωρίζετο σ’ έναν όμοιόν των Ιουδαίον και λόγω του γνωστού μίσους των και της εχθρότητος εναντίον των Εθνικών, δεν είναι δύσκολο να εννοήσωμε γιατί ωδηγήθησαν να προσθέσουν τη φράσι «και μίσει τον εχθρόν σου» στον θείον νόμο «θέλεις αγαπά τον πλησίον σου».
Γι’ αυτό ο Ιησούς τους διώρθωσε και υπέδειξε, ότι έπρεπε ν’ αγαπούν όχι μόνο τους πλησίον τους αλλά και τους εχθρούς των ακόμη. Η λέξις αγάπη (ρήμα αγαπώ) που χρησιμοποιείται εδώ σημαίνει ηθική ή κοινωνική αγάπη, αγάπη βασισμένη στην εσκεμμένη συγκατάθεσι της θελήσεως σαν ένα ζήτημα αρχής, καθήκοντος και καταλληλότητος. Είναι ζήτημα εκτελέσεως εκείνου που είναι ορθόν, όπως το κρίνει η κεφαλή, και όχι φίλτρου (ρήμα φιλέω) που σημαίνει αισθηματική, προσωπική προσήλωσι και στοργή, που συνήθως θεωρείται ότι προέρχεται από την καρδιά. Ως ζήτημα ακολουθήσεως ορθών αρχών θα εκδηλώσωμε την ηθική αυτή αγάπη σε όλους τους ανθρώπους και σ’ εκείνους ακόμη που μπορεί να μας διώκουν προσωπικά. Δεν θα επιτρέψωμε σε προσωπικές εχθρότητες να μας κάμουν να εγκαταλείψωμε την αγάπη ή διαγωγή που βασίζεται σε ορθές αρχές, αλλά θα ακολουθήσωμε την πορεία αυτή εν σχέσει με όλους τους ανθρώπους. Θα προσευχώμεθα μάλιστα, ώστε όσοι μας διώκουν εν αγνοία, να λάβουν διάνοιξιν των οφθαλμών των για να ιδούν την αλήθεια σχετικά με τον νέο κόσμο του Ιεχωβά.
Δεν θα προσευχώμεθα, όμως, για κείνους που κατεδίκασε ο Ιεχωβά, εκείνους εναντίον των οποίων αυτός εξέφερε τελική κρίσι. Το να κάμωμε τούτο είναι παράβασις των εντολών του Ιεχωβά. (Ιερεμ. 7:16· 11:14) Το ν’ αγαπούμε εκείνους που είναι δεδηλωμένοι εχθροί του Ιεχωβά θα δυσαρεστούσε τον Θεό: «Τον ασεβή βοηθείς, και τους μισούντας τον Ιεχωβά αγαπάς; δια τούτο οργή παρά του Ιεχωβά είναι επί σε.» (2 Χρον. 19:2, ΑΣ) Μισούμε όχι εκείνους που μπορεί να είναι εχθροί μας για λόγους ατομικούς, αλλά εκείνους που κατέδειξαν το εκούσιο μίσος των εναντίον του Θεού και θεωρούνται ως εχθροί μας διότι είναι εχθροί του Θεού: «Μη δεν μισώ, Ιεχωβά, τους μισούντας σε; και δεν αγανακτώ κατά των επανισταμένων επί σε; Με τέλειον μίσος μισώ αυτούς· δια εχθρούς έχω αυτούς.» (Ψαλμ. 15:4· 139:21, 22, ΑΣ) Αλλά σε όλες τις περιπτώσεις ‘εις μηδένα άνταποδίδομε κακόν αντί κακού’, αφήνομε δε κάθε εκδίκησι στον Ιεχωβά.—Δευτ. 32:35· Ρωμ. 12:17, 19.
● Είναι ο εμβολιασμός παράβασις του Θείου νόμου που απαγορεύει την πρόσληψι αίματος στον οργανισμό;—Γ. Κ., Βόρειος Καρολίνα.
Το ζήτημα του εμβολιασμού είναι ζήτημα που απόκειται στο άτομο που το αντιμετωπίζει ν’ αποφασίση για τον εαυτό του. Κάθε άτομο πρέπει ν’ αναλάβη τις συνέπειες οποιασδήποτε στάσεως και ενεργείας την οποίαν λαμβάνει έναντι μιας περιπτώσεως αναγκαστικού εμβολιασμού, κάνοντας τούτο σύμφωνα με τη συνείδησί του και την εκτίμησι που έχει για το τι προάγει την υγεία και τα συμφέροντα του Θείου έργου που προχωρεί. Η Εταιρία μας δεν μπορεί να παρασυρθή νομίμως στην υπόθεσι ή να αναλάβη την ευθύνη για την τροπή που λαμβάνει η περίπτωσις.
Κατόπιν εξετάσεως του ζητήματος, μπορούμε να πούμε ότι δεν φαίνεται αυτό ν’ αποτελή παράβασιν της αιωνίου διαθήκης που είχε γίνει με τον Νώε, όπως εκτίθεται στη Γένεσι 9:4, ούτε και αντίθεσι στη σχετική Θεία εντολή που αναγράφεται στο Λευιτικόν 17:10-14. Δεν μπορεί, βέβαια, λογικά ή Γραφικά να υποστηριχθή και ν’ αποδειχθή ότι με το να εμβολιασθή ένα άτομο τρώγει, ή πίνει αίμα και το καταναλίσκει ως τροφή ή δέχεται μετάγγισι αίματος. Ο εμβολιασμός δεν έχει καμμιά σχέσι ή ομοιότητα προς την δια γάμου ένωσιν των αγγελικών «υιών του Θεού» με τις θυγατέρες των ανθρώπων, όπως περιγράφεται στη Γένεσι 6:1-4. Ούτε μπορεί να τεθή στην ίδια τάξι με ό,τι περιγράφεται στο Λευιτικόν 18:23, 24, που απαγορεύει την επιμιξία ανθρώπων με ζώα. Δεν έχει τίποτε να κάμη με σεξουαλικές σχέσεις.
Κάθε λοιπόν αντίρρησις στον εμβολιασμό για Γραφικούς λόγους φαίνεται να είναι αβάσιμη. Η μόνη κατάλληλη αντίρρησις που θα μπορούσαν μερικά άτομα να προβάλουν θα ήταν το ζήτημα των κινδύνων της υγείας που συνεπάγεται ο εμβολιασμός ή το να τηρήται η ροή του αίματός των καθαρή από νοσογόνους ύλες που προέρχονται από ξένη πηγή, είτε από ένα ασθενικό ζώο είτε από ασθενικόν άνθρωπο. Είναι γεγονός ότι η ιατρική επιστήμη ισχυρίζεται ότι πραγματικά ο εμβολιασμός έχει ως αποτέλεσμα την ενίσχυσι της ζωτικότητος του αίματος, ώστε αυτό ν’ ανθίσταται στη νόσο εναντίον της οποίας το άτομον εμβολιάσθη. Αλλ’ αυτό, βέβαια, είναι ζήτημα που πρέπει ν’ αποφασισθή από κάθε ενδιαφερόμενο άτομο για τον εαυτό του και καθώς τα άτομο διακρίνει το θέλημα του Ιεχωβά γι’ αυτό προσωπικά.
Εμείς απλώς παρέχομε τις ανωτέρω πληροφορίες κατόπιν ερωτήματος, αλλά δεν μπορούμε ν’ αναλάβωμε ευθύνη για την απόφασι και την πορεία που δυνατόν να λάβη ο αναγνώστης.