«Βόσκε τα Πρόβατά Μου»
ΣΕ ΜΙΑ Χριστιανική εκκλησία εκείνος που ασκεί την εξουσία του επισκόπου έχει ευθύνη όμοια με την ευθύνη ενός ποιμένος. Εκείνο που είπε ο Ιησούς στον Πέτρο εφαρμόζεται σε όλους αυτούς τους επισκόπους: «Βόσκε τα πρόβατά μου.» (Ιωάν. 21:17) Αυτό σημαίνει ότι ένας επίσκοπος πρέπει να φροντίζη ώστε η εκκλησία να τρέφεται πνευματικώς, να λατρεύη τον Δημιουργόν κατά Γραφικόν τρόπον και ν’ ακολουθή πορεία που φέρνει θεία επιδοκιμασία.
Τα πρόβατα δεν ανήκουν στον επίσκοπο. Αυτός είναι απλώς ένας επιμελητής του ποιμνίου. Ως τοιούτος είναι υποχρεωμένος να φροντίζη στοργικά για τα πρόβατα, κάνοντας ό,τι μπορεί για να εποικοδομήση την πίστι και αγάπη του ποιμνίου στους ουρανίους του κτήτορας.
Αλλά τι πρέπει να κάνη μια εκκλησία, όταν ο πνευματικός της ποιμήν όχι μόνο βρίσκεται σε σύγχυσι και είναι αβέβαιος για τις πεποιθήσεις του, αλλά και παραλείπη να διδάξη Γραφικές αλήθειες, είναι δε και ελλιπής πίστεως ακόμη; Μεταξύ των θρησκευτικών εκκλησιών του «Χριστιανικού κόσμου» αυτό δεν είναι ένα ασύνηθες πρόβλημα. Λόγου χάριν, η Εκκλησία Όλων των Ψυχών στην Ουάσιγκτων, D.C., μια Κυριακή ευρέθη αντιμέτωπος μιας δηλώσεως από τον πάστορά της που τον φανέρωνε ως στερούμενον Χριστιανικής πίστεως. Η εφημερίς Ποστ εντ Τάιμς Χέραλντ της Ουάσιγκτων ανέγραψε ότι αυτός είπε πώς είχε «αναθεωρήσει τη θέσι του, και οι ‘προσωπικές πεποιθήσεις’ του τώρα ‘αποκλείουν τη δυνατότητα του να είναι Χριστιανός’.» Η εφημερίς περαιτέρω έγραφε: «Οι λόγοι για τους οποίους ο κ. Στούτζμαν απεσχίσθη από τη Χριστιανοσύνη ήσαν ότι αυτός διαφωνούσε με μερικές διδασκαλίες του Ιησού και δεν ήθελε πια ν’ ανταγωνίζεται τη ζωή του.» Έλεγε κι αυτά: «Ο κ. Στούτζμαν, εγκαταλείποντας τη Χριστιανοσύνη, προσεχώρησε σε μια κίνησι Ουνιταριανισμού που είναι τώρα ιδιαίτερα δημοφιλής μεταξύ των λειτουργών [της].»
Πώς μπορεί ένας επίσκοπος που έχασε την πίστι να εκπληρώση τις Γραφικές υποχρεώσεις ενός πνευματικού ποιμένος; Πώς μπορεί να εποικοδομήση την πίστι των άλλων, όταν αυτός ο ίδιος δεν έχη πίστι; Πώς μπορεί να τους οδηγήση στην οδό της αληθινής λατρείας του Θεού και στην πορεία της υπακοής στον υπέρτατο Κυρίαρχο; Πώς μπορεί να δώση πνευματική βοήθεια στην εκκλησία τώρα που υπάρχει τόση ανάγκη αυτής;
Θα μπορούσαμε να θέσωμε τα ίδια ερωτήματα για τους ιεροσπουδαστάς, οι οποίοι σπουδάζουν για τη διακονία. Πολλοί απ’ αυτούς είναι αβέβαιοι περί του τι να πιστέψουν. Σχετικά με αυτούς οι Τάιμς Νέας Υόρκης ανέγραψαν, σ’ ένα άρθρο που εδημοσιεύθη στο τμήμα του Περιοδικού των την 30ή Νοεμβρίου 1958, ότι οι ιεροσπουδασταί είναι «σκεπτικοί αλλ’ ελπίζουν να βρουν πίστι δια της πείρας και μια αίσθησι σκοπού μέσω υπηρεσίας. . . . Είναι—παραδόξως—κάπως σκεπτικοί όσον αφορά μια κλήσι παρά του Θεού και τη δύναμι των Χριστιανικών των πεποιθήσεων.» Το άρθρο παραθέτει τα λόγια ενός σπουδαστού, ο οποίος είπε: «‘Εγώ δεν είμαι πραγματικά ένας Χριστιανός, διότι δεν μπορώ πραγματικά να εμπιστευθώ τον εαυτό μου στη Χριστιανική πίστι’ είναι η σκέψις που διατρέχει τον νου μου. Μπορώ να επιθυμήσω να καταλάβω τη Χριστιανική πίστι, όταν αμφιβάλλω αν μπορώ να εμπιστευθώ τον εαυτό μου σ’ αυτήν;»
Τέτοια αβεβαιότης δεν υπήρχε μεταξύ των Χριστιανών του πρώτου αιώνος. Εκείνοι δεν επεδίωκαν ν’ αποκτήσουν πίστι από την πείρα αλλ’ από μελέτη των Γραφών. Κανένας που βρίσκεται σε μια τόσο αδύνατη πνευματική κατάστασι δεν θα ελάμβανε την υπεύθυνη θέσι του επισκόπου σε μια Χριστιανική εκκλησία. Εν τούτοις, τέτοιοι είναι εκείνοι που προσλαμβάνονται στις εκκλησίες του θρησκευτικού «Χριστιανισμού» ως πνευματικοί ποιμένες.
Από τη Γραφική άποψι είναι δύσκολο να διακρίνη κανείς πώς σκεπτικοί και αβέβαιοι θεολογικοί σπουδασταί, που στερούνται δυνάμεως για Χριστιανικές πεποιθήσεις, μπορούν να θεωρηθούν ως καλοί και ικανοί υποψήφιοι για να γίνουν πνευματικοί ποιμένες. Ο Ερρίκος Π. Βαν Ντούζεν, πρόεδρος της Ενώσεως Θεολογικών Σχολών Νέας Υόρκης, είπε: «Πολλοί απ’ αυτούς φαίνονται να μην έχουν χαρά, και διερωτώμαι αν ξέρουν πραγματικά τι σημαίνει το να είναι κανείς ευτυχής. . . . Εν τούτοις, στο σύνολον αποτελούν την πιο ικανή, την πιο εξαίρετη, την πιο πρόθυμη και την πιο καθιερωμένη γενεά υποψηφίων για τη Χριστιανική διακονία, που εγνώρισε κανείς μας.»
Η ευτυχία είναι αχώριστα συνδεδεμένη με τη Χριστιανική διακονία. Υπάρχει ευτυχία στην απόκτησι γνώσεως των βουλών του Θεού και υπάρχει ευτυχία στη διατροφή των προβάτων με τη μετάδοσι αυτής της γνώσεως στους άλλους. Πραγματικά, ευαγγέλιο σημαίνει καλή αγγελία, την καλή αγγελία της βασιλείας του Θεού και του Βασιλέως του. Δεν αποτελεί ένα λόγον ευτυχίας η καλή αγγελία; Δεν θα έφερνε χαρά στην καρδιά ενός ατόμου το να μάθη ότι η βασιλεία του Θεού πρόκειται να καταστρέψη τις πονηρές δυνάμεις που κυβερνούν τώρα τη γη και να εισαγάγη ένα δίκαιο νέο κόσμο ειρήνης και ζωής; Δεν θα ανύψωνε ένα άτομο αυτή η είδησις και δεν θα του έδινε ελπίδα για το μέλλον, ιδιαίτερα όταν μάθη ότι αυτή η γενεά θα ζήση για να ιδή τη μεταβολή;
Γιατί, λοιπόν, οι ιεροσπουδασταί να φαίνωνται ότι δεν έχουν χαρά; Γιατί να αισθάνωνται, όπως κάποιος είπε—«συντετριμμένοι σχεδόν πλήρως,» «τελείως χωρισμένοι,» ή «κατατσακισμένοι»; Πώς μπορεί ένας οποιοσδήποτε που αισθάνεται έτσι να εκπληρώση την εντολή του Ιησού «βόσκε τα πρόβατά μου»;
Και τι πρέπει να κάμη μια εκκλησία, όταν ο επίσκοπός της λιμοκτονή πνευματικώς και είναι ανίκανος να εποικοδομήση την πίστι των; Υπάρχει ένα μόνο πράγμα που μπορούν να κάμουν κι αυτό είναι ν’ αναζητήσουν αλλού πνευματική ηγεσία και διδασκαλία. Χιλιάδες ατόμων, που ήσαν συνδεδεμένα με τον Ιουδαϊσμό τον πρώτον αιώνα, μετεστράφησαν από τα πνευματικά σκύβαλα, που τους εδίδοντο από τους θρησκευτικούς ηγέτας, στα ζωοπάροχα λόγια της Γραφικής αληθείας που ελαλούντο από τους ακολούθους του Χριστού. Βρήκαν στη Χριστιανική οργάνωσι ποιμένας, οι οποίοι αληθινά διέτρεφαν το ποίμνιον του Θεού.
Όπως συνέβαινε στον πρώτον αιώνα, έτσι συμβαίνει και σήμερα. Πλήθη ανθρώπων που λιμοκτονούν πνευματικώς στρέφονται στην κοινωνία του Νέου Κόσμου των συγχρόνων μαρτύρων του Ιεχωβά. Με βοηθήματα Γραφικής μελέτης και αδάπανες οικιακές Γραφικές μελέτες οι μάρτυρες ταυ Ιεχωβά εποικοδομούν την πίστι των, ενισχύουν τις Χριστιανικές των πεποιθήσεις, αποσαφηνίζουν την άποψί των για το μέλλον και διευρύνουν την κατανόησί των περί του πώς να υπηρετούν τον Θεό και τον συνάνθρωπό των. Κατανοούν την εκπλήρωσι της δηλώσεως του Ιησού: «Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι· διότι αυτών είναι η βασιλεία των ουρανών. Μακάριοι οι πεινώντες και διψώντες την δικαιοσύνην· διότι αυτοί θέλουσι χορτασθή.»—Ματθ. 5:3, 6.
Στην κοινωνία του Νέου Κόσμου ένα άτομο δοκιμάζει την ανόρθωσι κι ευτυχία, όταν ικανοποιήται η πνευματική πείνα. Τότε έχει κανείς ελπίδα, πνευματική ευχαρίστησι και μια επιθυμία να υπηρετήση τον Θεό, διότι οι πνευματικοί ποιμένες της κοινωνίας του Νέου Κόσμου υπακούουν στην εντολή του Ιησού: «βόσκε τα πρόβατά μου.»