Ποτέ να μη Εγκαταλείψωμε τον Θεό μας σ’ Αυτόν τον Έσχατο Καιρό
Ο ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ, Ιεχωβά Θεός, δεν έχει ανάγκη από κανένα. Είναι πλήρως αυτοδύναμος. Υπήρχε μόνος σε όλη την περασμένη αιωνιότητα χωρίς ποτέ να αισθανθή μοναξιά, χωρίς να αισθάνεται την ανάγκη από οποιονδήποτε.
Εν τούτοις, με τη σοφία και την αγάπη του έκρινε κατάλληλο σ’ ένα σημείο της περασμένης εκείνης αιωνιότητας ν’ αρχίση να δημιουργή πλάσματα, το πρώτο από τα οποία ήταν ο μονογενής του Υιός, ο Λόγος, εκείνος που αργότερα έγινε γνωστός ως Ιησούς Χριστός. Όταν ο Ιεχωβά Θεός και ο Υιός του έκαμαν τον άνθρωπο, τον έκαμαν κατ’ εικόνα των, προικίζοντας τον με ωρισμένες ιδιότητες και ικανότητες και δίδοντάς του την ελευθερία της εκλογής, να πράττη το ορθόν, να υπακούη και να ζήση, ή να πράττη το κακόν, να παρακούη και να πεθάνη. Αλλ’ ασχέτως του τι θα έκανε ο άνθρωπος, ο Θεός θα παρέμενε πιστός διότι δεν μπορεί ν’ αρνηθή τον εαυτό του.—2 Τιμ. 2:13.a
Ο σκοπός του Θεού για τον Αδάμ και την Εύα ήταν ν’ αυξηθούν και, να πληθυνθούν, να καθυποτάξουν τη γη και να εξουσιάζουν πάνω στα κατώτερα ζώα. (Γέν. 1:28) Για να δοκιμασθή η εκτίμησις και η αξιότης των, ο Θεός τούς έθεσε ένα περιορισμό· δεν έπρεπε να φάγουν από τον καρπό ενός ωρισμένου δένδρου. (Γέν. 2:17) Ενόσω ο Αδάμ και η Εύα υπήκουαν στους νόμους του Θεού, τον ευαρεστούσαν, όπως αναγινώσκομε: «Υιός σοφός ευφραίνει πατέρα.»—Παροιμ. 10:1.
Αλλ’ όταν ο Αδάμ και η Εύα εστασίασαν, δεν έφεραν πια ευαρέσκεια και χαρά στον Θεό και γι’ αυτό τους εχώρισε ο Θεός από την δικαία του οργάνωσί πλασμάτων και τους εξεδίωξε από τον κήπο της Εδέμ για να πεθάνουν, τερματίζοντας μια πενιχρή ύπαρξι από μια καταραμένη γη, που παρήγε άκανθες και τριβόλους. (Γέν. 3:19) Εν τούτοις, ο Ιεχωβά Θεός δεν εζημιώθη ούτε έμεινε αβοήθητος, επειδή ο Αδάμ και η Εύα τον εγκατέλειψαν. Αυτός, αφού είναι ο παγκόσμιος Παντοδύναμος Κυρίαρχος, θα κάμη να εκπληρωθή ο σκοπός του όσον αφορά τη γη και το ανθρώπινο γένος, άσχετα με ό,τι μπορεί να κάμουν ή να μη κάμουν οποιαδήποτε πλάσματα.—Ησ. 55:11.
Από την εποχή του Αδάμ πολλά άλλα πλάσματα εγκατέλειψαν τον Θεό. Ήταν ο Ησαύ, ο οποίος κατεφρόνησε τα πρωτοτόκιά του, αποδεικνύοντας τον εαυτό του ένα άτομο, που δεν εκτιμά τα ιερά πράγματα. (Εβρ. 12:16) Ανάμεσα σε άλλους σημαίνοντας, που εγκατέλειψαν τον Ιεχωβά, ήσαν ο Κάιν, ο Αχάν, ο Βασιλεύς Σαούλ κι ο Βασιλεύς Σολομών. Πραγματικά, ολόκληρο το έθνος Ισραήλ, με λίγες μόνο εξαιρέσεις, εγκατέλειψε τον Ιεχωβά, όταν απέστειλε τον Υιόν του στη γη. Έπειτα ήταν ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, που τόσο άθλια εγκατέλειψε τον Θεό, αφού υπήρξε στενός σύντροφος του Υιού του Θεού επί τρία περίπου χρόνια. Όλοι αυτοί είχαν προνόμια να υπηρετούν τον Θεό και όλοι εγκατέλειψαν τον Θεό λόγω της απιστίας των. Όλοι απεστάλησαν για τον ένα ή τον άλλο λόγο κι έτσι αυτοί δεν ήταν πια δυνατόν να είναι ευάρεστοι στον Θεό.—Εβρ. 10:38, 39.
Εν τούτοις, στη διάρκεια όλου αυτού του χρόνου, ο Ιεχωβά Θεός είχε πλάσματα, τόσο πνευματικά όσο και ανθρώπινα, που δεν απέτυχαν απέναντί του. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνεται ο πρωτότοκος Υιός του, ο Ιησούς Χριστός, ο Άβελ, ο Ενώχ, ο Νώε, ο Αβραάμ, ο Μωυσής, ο Δαβίδ και πολλοί άλλοι, όπως οι πιστοί απόστολοι. Όλοι αυτοί παρέμειναν πιστοί κι έτσι ευηρέστησαν τον Θεό, δίνοντάς του μια απάντησι για να τη μεταδώση σ’ εκείνον που τον ωνείδιζε, τον Διάβολο ή Σατανά.—Παροιμ. 27:11.
Εμείς, που ζούμε σ’ αυτόν τον έσχατο καιρό του παλαιού κόσμου, όπως καταφαίνεται από την εκπλήρωσι των Βιβλικών προφητειών—ποιους θα μιμηθούμε; Εκείνους που εγκατέλειψαν τον Θεό, ή εκείνους που απεδείχθησαν πιστοί; Σήμερα ο Θεός έχει ένα λαό, ο οποίος αποδεικνύεται πιστός σ’ αυτόν, εκτελώντας τους σκοπούς του, ακριβώς όπως αυτός προείπε. (Ησ. 43:10-12) Τον λαόν αυτόν τον διεφώτισε με γνώσι για τον εαυτόν του και τους σκοπούς του· επέθεσε το πνεύμα του σ’ αυτούς και τους διώρισε να είναι μάρτυρές του. Θα τηρήσωμε εμείς ατομικά ακεραιότητα με ορθή διαγωγή, ποτέ μη συμβιβαζόμενοι, τηρούμενοι σταθεροί στη διακονία, και θα είμεθα έτσι μεταξύ των πιστών που δεν υποστέλλονται ποτέ, που ποτέ δεν εγκαταλείπουν τον Θεό;
Για να μη εγκαταλείψωμε ποτέ τον Θεό μας στον έσχατο καιρό, πρέπει να φυλαγώμεθα από κάθε τάσι υποστολής. Αυτή η υποστολή μπορεί ν’ αρχίση πολύ ύπουλα, σχεδόν ανεπαίσθητα, όπως όταν αρνούμεθα να κάμωμε προόδους, όπως όταν συστελλώμεθα από το να κάμωμε ένα βήμα προς τα εμπρός, όπως όταν αποκρούωμε πρόσθετα προνόμια στη Χριστιανική διακονία.
Τι θα μας βοηθήση να φυλαχθούμε από το να υποστελλώμεθα; Υπάρχουν πολλά βοηθήματα, από τα οποία μπορούμε να επωφεληθούμε. Ένα απ’ αυτά είναι η τακτική μελέτη του λόγου του Θεού με τα βοηθήματα που αυτός επρομήθευσε, διότι ο λόγος του είναι «ωφέλιμος προς διδασκαλίαν, προς έλεγχον, προς επανόρθωσιν, προς εκπαίδευσιν την μετά της δικαιοσύνης». (2 Τιμ. 3:16, 17) Ένα άλλο μεγάλο βοήθημα είναι η προσευχή, η ομιλία στον Θεό. Ακόμη ένα άλλο βοήθημα είναι η εβδομαδιαία συγκέντρωσίς μας στις Αίθουσες Βασιλείας και οι γειτονικές Γραφικές μελέτες, όπου μπορούμε να προτρέπωμε αλλήλους σε αγάπη και καλά έργα. Ούτε πρέπει να παραβλέπωμε τη δύναμι που προέρχεται από μια γεμάτη ζήλο δράσι στη διακονία. Επωφελούμενοι απ’ όλα αυτά τα βοηθήματα, θα μπορέσωμε ν’ αντιδράσωμε σε κάθε τάσι για υποστολή, κι έτσι θα φυλαχθούμε από το να εγκαταλείψωμε τον Θεό μας σ’ αυτόν τον έσχατο καιρό.
[Υποσημειώσεις]
a Για λεπτομέρειες βλέπε Η Σκοπιά 15ης Ιανουαρίου 1963.