Ερωτήσεις από Αναγνώστας
● Μπορεί να λεχθεί κατηγορηματικά ότι μόνο βαπτισμένοι μάρτυρες του Ιεχωβά θα επιζήσουν του Αρμαγεδδώνος;—Α.Σ., Η.Π.Α.
Θα ήταν παροδηγητικό ν’ απαντήση κανείς σ’ αυτή την ερώτησι μ’ ένα απλό «Ναι» ή «Όχι». Η Γραφική απάντησις πρέπει κατ’ ανάγκην να είναι με επιφυλάξεις, και είναι εύκολο να δη κανείς γιατί.
Στο εδάφιο 1 Κορινθίους 7:14 η Γραφή δείχνει ότι ο Θεός μπορεί να θεωρήση ως «άγια» τα ανήλικα τέκνα ενός Χριστιανού γονέως. Μολονότι αυτά είναι μικρά και δεν βρίσκονται ακόμη στο σημείο να είναι προσωπικώς υπεύθυνα στον Ιεχωβά, ο γονεύς των προσπαθεί ν’ αναπτύξη σ’ αυτά αγάπη για τον Θεό και για την οδό της δικαιοσύνης. Φαίνεται σαφές ότι τον καιρό του καταστρεπτικού πολέμου του Αρμαγεδδώνος ο Θεός θα τα διαφυλάξη βάσει της οικογενειακής αξίας του Χριστιανού γονέως, έστω και αν τα παιδιά δεν είναι ακόμη αφιερωμένα και βαπτισμένα.
Η απάντησις πρέπει επίσης να είναι με επιφυλάξεις επειδή η Γραφή δεν λέγει σαφώς πώς θα χειρισθή ο Θεός μερικές ασυνήθιστες περιπτώσεις, όπως αυτές που περιλαμβάνουν διανοητικώς καθυστερημένα άτομα που δεν είχαν ποτέ την ικανότητα να μάθουν για τον Ιεχωβά και τους σκοπούς του. Σχετικά μ’ αυτά τα αβάπτιστα άτομα, είναι δυνατόν να εφαρμοσθή η οικογενειακή αξία όπως στην περίπτωσι των ανηλίκων, ανεύθυνων τέκνων τα οποία έχουν ένα πιστό γονέα ή κηδεμόνα.
Ωστόσο, αυτές οι ειδικές περιπτώσεις δεν μειώνουν καθόλου τη σπουδαιότητα της αφιερώσεως και του βαπτίσματος γι’ αυτούς που επιθυμούν να έχουν την εύνοια και την προστασία του Θεού κατά τη διάρκεια του καταστρεπτικού κορυφώματος αυτού του πονηρού συστήματος πραγμάτων. Ο Θεός ενθαρρύνει εκείνους οι οποίοι ενδιαφέρονται πράγματι για επιβίωσι να ζητούν δικαιοσύνη και να τον επικαλούνται με πίστι (Σοφον. 2:2, 3· Ιωήλ 2:32). Αυτό ολοφάνερα σημαίνει ότι ένα άτομο πρέπει να κάμη ό,τι μπορεί για να εκτελέση το θέλημα του Θεού. Και ποιο είναι αυτό το θέλημα όσον αφορά το βάπτισμα;
Ο Ιησούς είχε βαπτισθή στο ύδωρ, αφήνοντας παράδειγμα στους Χριστιανούς (Ματθ. 3:13-17· 1 Πέτρ. 2:21). Ανάμεσα στις τελευταίες οδηγίες του προς τους μαθητάς του είναι και η εντολή «μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς» (Ματθ. 28:19, 20). Και δεν έχει ένα άτομο παρά να διαβάση το βιβλίο των Πράξεων για να διαπιστώση ότι οι πρώτοι Χριστιανοί ανεγνώριζαν ότι το βάπτισμα ήταν ένα αναγκαίο βήμα υπακοής για όλους εκείνους που επιθυμούν την εύνοια του Θεού.—Πράξ. 2:37-41· 16:30-33.
Ούτε η Εταιρία Σκοπιά ούτε οποιοσδήποτε άνθρωπος σήμερα μπορεί να μειώση τη δύναμι αυτής της υποδείξεως του θελήματος του Θεού. Δεν φαίνεται να υπάρχη Γραφικός λόγος για να πιστεύη κανείς ότι, ένα άτομο που είχε μια λογική γνώσι Βιβλικής αληθείας και γνώριζε τη σπουδαιότητα της αφιερώσεως της ζωής του στον Θεό και του βαπτίσματος αλλ’ απέφυγε να το κάμη, θα διαφυλαχθή από τον Θεό κατά τη διάρκεια της επερχόμενης καταστροφής.
Γνωρίζομε ότι πολλές υποθετικές ή «Τι θα γίνη αν . . .» περιπτώσεις μπορούν να εγερθούν, περιπτώσεις οι οποίες φαίνεται να περιλαμβάνουν ελαφρυντικές περιστάσεις. Αλλά ποια βάσις υπάρχει για να κάνωμε τέτοιες υποθέσεις; Η παραβολή του Ιησού για τα «πρόβατα και τα ερίφια καθιστά σαφές ότι θα ερχόταν καιρός οπότε ο διαχωρισμός μεταξύ «προβάτων» και «εριφίων» θα ήταν σαφής και τελικός (Ματθ. 25:31-46). Αντί ν’ αναζητούν «υπεκφυγές» στη διευθέτησι του Θεού για σωτηρία, εκείνο που πρέπει να κάμουν όλοι οι άνθρωποι που επιθυμούν να διαφυλαχθούν, είναι να επωφεληθούν πλήρως από την πλήρη ελέους ευκαιρία που προσφέρει ο Θεός για να τον υπηρετήσουν. Και είναι ανάγκη να το πράξουν τώρα, προτού είναι πάρα πολύ αργά για ν’ αρχίσουν να σκέπτωνται να γίνουν δούλοι του Ιεχωβά. Τα «πρόβατα» τα οποία διαφυλάσσονται σε «ζωήν αιώνιον» θα είναι υπεύθυνα άτομα που κάνουν το θέλημα του Θεού όσο το δυνατόν πληρέστερα. (1 Ιωάν. 2:17) Η Γραφή δείχνει χωρίς αμφιβολία ότι το θέλημα του Ιεχωβά για τους ανθρώπους σήμερα περιλαμβάνει να βαπτίζονται και να είναι δημόσιοι μάρτυρές του.—Ρωμ. 10:10.
Ο Ιησούς παρέβαλε την εποχή μας, που αντιμετωπίζει το τέλος αυτού του πονηρού συστήματος πραγμάτων, με την εποχή του Νώε (Ματθ. 24:36-39). Και ο απόστολος Πέτρος, αντλώντας πληροφορία από την πείρα του Νώε, προσέθεσε: «Του οποίου αντίτυπον ον το βάπτισμα σώζει και ημάς [υμάς, ΜΝΚ] την σήμερον, (ουχί αποβολή της ακαθαρσίας της σαρκός, αλλά μαρτυρία της αγαθής συνειδήσεως εις Θεόν)» (1 Πέτρ. 3:20, 21). Επομένως όλοι εκείνοι οι οποίοι επιθυμούν να σωθούν οφείλουν ν’ αναγνωρίσουν πόσο ζωτικό είναι το βήμα του βαπτίσματος.
● Νεαροί Χριστιανοί, οι οποίοι φοιτούν σε δημόσια σχολεία, αντιμετωπίζουν πολλά προβλήματα λόγω της εγκληματικότητος, της ανηθικότητος, του εθνικισμού, και άλλων κακών, που αυξάνουν. Επομένως, όταν ένας έχη συμπληρώσει την ελαχίστη σχολική φοίτησι που απαιτεί ο νόμος, θα ήταν ενδεδειγμένο να εγκαταλείψη το σχολείο και ν’ αφιερώση περισσότερο χρόνο στη διακονία, ή πρέπει να συμπληρώση την κανονική βασική σχολική εκπαίδευσι;—Ντ. Μπ., Η.Π.Α.
Οι συνήθειες καθώς και οι απαιτήσεις του νόμου για τη σχολική εκπαίδευσι ποικίλλουν από χώρα σε χώρα. Σε μερικές χώρες μια ωρισμένη ποσότης σχολικής εκπαιδεύσεως είναι υποχρεωτική για όλα τα παιδιά, με λίγες ή καθόλου προμήθειες να την εγκαταλείψη ένα άτομο ενωρίτερα. Σε άλλες χώρες μόνο δύο ετών σχολική φοίτησις (ή καθόλου) είναι υποχρεωτική, η δε επιπλέον εκπαίδευσις αφήνεται στο άτομο για να την απόκτηση όπως του το επιτρέπουν οι περιστάσεις.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής ένας μαθητής φοιτά συνήθως στο δημοτικό σχολείο επί επτά ή οκτώ χρόνια (που διαφέρει από πολιτεία σε πολιτεία) και κατόπιν στο σχολείο μέσης εκπαιδεύσεως (γυμνάσιο) επί τέσσερα περίπου χρόνια. Οι γάμοι σε πλείστες πολιτείες διατάσσουν να παρακολουθή το παιδί ωσότου αποφοιτήση από το γυμνάσιο, ή έως ότου φθάση σε ηλικία δεκαέξι ετών. Εν τούτοις, μολονότι ένα παιδί μπορεί να εγκαταλείψη το σχολείο σε ηλικία δεκαέξι ετών, αν οι γονείς εγκρίνουν, η πλειονότης των νέων παρακολουθούν ως την αποφοίτησι ή περίπου ως την ηλικία των δεκαοκτώ ετών. Η συζήτησις που παρατίθεται κατωτέρω θ’ ασχοληθή κυρίως με τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, εφόσον αυτό είναι εκείνο για το οποίο ενδιαφέρεται εκείνος που υπέβαλε την ερώτησι, αλλά είναι πιθανόν ότι πολλά από τα σημεία και τις αρχές που παρουσιάζονται θα ισχύουν ως κάποιο σημείο και για άλλες χώρες επίσης.
Η κατάλληλη γνώσις και εκπαίδευσις είναι καλά πράγματα. Οι Χριστιανοί γονείς ενδιαφέρονται για την εκπαίδευσι των τέκνων των. Σε αρμονία με τις κατευθύνσεις του Θεού, εκπαιδεύουν και διδάσκουν προσωπικώς τα τέκνα των σε πολλούς τομείς, περιλαμβανομένης και της Βίβλου, της αληθινής λατρείας, των ευθυνών του σπιτιού και της καταλλήλου διαγωγής. (Εφεσ. 6:4· Παροιμ. 22:6) Η Σχολή Θεοκρατικής Διακονίας καθώς και άλλες συναθροίσεις κάθε εκκλησίας των μαρτύρων του Ιεχωβά προσέφεραν ανεκτίμητη βοήθεια σε νεαρούς Χριστιανούς, με το ν’ αναπτύξουν σ’ αυτούς ικανότητες και ισορροπία που τους ανεβάζει συχνά επάνω από τον μέσον όρο της ηλικίας των. Αλλά εκεί όπου υπάρχουν διαθέσιμα δημόσια σχολεία, πλείστοι Χριστιανοί γονείς επιθυμούν, επίσης, να λάβουν τα τέκνα των μια λογική κοσμική μόρφωση, διότι πιστεύουν ότι η ειδικευμένη φοίτησις για να μπορούν να διαβάζουν και να γράφουν καλά καθώς και η εκπαίδευσις σε θέματα όπως η γεωγραφία και η ιστορία μπορούν να τα βοηθήσουν ως Χριστιανούς διακόνους. Επίσης, μερική κοσμική εκπαίδευσις και εξάσκησις, μπορεί να τα προετοιμάση για ένα επάγγελμα, κάτι που είναι δυνατόν να χρειασθούν για να εξασφαλίσουν τα έξοδα της ζωής των ή της οικογενείας των.—1 Τιμ. 5:8.
‘Αλλά πόσον καιρό πρέπει να φοιτήση ένα παιδί στο σχολείο;’ μπορεί να ρωτήσουν μερικοί. Αυτό πρέπει να το αποφασίσουν οι γονείς. (Παροιμ. 6:20· 23:22· Εφεσ. 5:22-24) Αν ο νόμος της χώρας απαιτή ένα ωρισμένο αριθμό ετών φοιτήσεως στο σχολείο, οι Χριστιανοί γνωρίζουν ότι οφείλουν «να υποτάσσωνται εις τας αρχάς και εξουσίας.» (Τίτον 3:1) Αν όμως έχουν φοιτήσει το ελάχιστο χρονικό όριο που προβλέπει ο νόμος, τότε οι γονείς πρέπει ν’ αποφασίσουν τι θα καμη το τέκνον των. Είναι πιθανόν ασθένεια ή σκληρή οικονομική πίεσις στην οικογένεια ν’ απαιτήσουν ν’ αναλάβη εργασία ένας νέος ή μια νέα. Εξ άλλου, οι γονείς μπορεί να κατευθύνουν τ’ ανήλικα τέκνα των να φοιτήσουν το ένα ή δύο έτη ακόμη στο σχολείο για ν’ αποφοιτήσουν και να λάβουν πτυχίο, όπως είναι η συνήθεια της χώρας. Οι γονείς και τα νεαρά τέκνα των μπορούν να συζητήσουν μαζί το ζήτημα, αλλά η Βίβλος παραχωρεί στους γονείς, ιδιαίτερα στον πατέρα, την λήψι αποφάσεως, και ο Χριστιανός ανήλικος οφείλει να το αναγνωρίση.—Κολ. 3:18, 20.
Όπως αφήνει να υπονοηθή η ερώτησις, πολλοί Χριστιανοί αντιλαμβάνονται ότι σε μερικά σχολεία η βία, η ανηθικότης, η χρήσις ναρκωτικών και η έλλειψις σεβασμού στην εξουσία αυξάνουν με γοργό ρυθμό. Αποτελεί αυτή η κατάστασις επαρκή δικαιολογία για να εγκαταλείψη ένας μαθητής το σχολείο μόλις τούτο καταστή νομίμως δυνατόν; Μερικοί γονείς κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι «αποτελεί,» κι’ ενήργησαν έτσι. Δεν μπορεί κανείς να τους κατακρίνη για την απόφασί των. Άλλοι έχουν μεταφέρει τα παιδιά των σε άλλο δημόσιο σχολείο όπου αυτά τα προβλήματα δεν είναι τόσο σοβαρά. Αλλά οφείλομε ν’ αντιμετωπίσωμε το γεγονός ότι οι συνθήκες του κόσμου γενικά χειροτερεύουν. Ο μόνος τρόπος για ν’ αποφευχθούν τελείως αυτά τα πράγματα είναι να βγη ένα άτομο από τον κόσμο, και αυτό δεν μπορούμε να το κάνωμε. (1 Κορ. 5:9) Μήπως το ν’ αφήση ένα άτομο το σχολείο και ν’ αναλάβη κοσμική εργασία θα έλυε τελείως το πρόβλημα; Μάλλον όχι. Οι συνάδελφοι στην εργασία θα είναι ίσως πολύ πιο πεπειραμένοι και ικανοί στην αποπλάνησι από τους συμμαθητάς. Μια έκθεσις από τον Καναδά ανέφερε ότι τα δύο τρίτα όλων των εργαζομένων είναι είτε βασικώς ανέντιμοι ή πιθανοί ανέντιμοι αν τους δοθή η ευκαιρία. Μια Αμερικανική έκθεσις έλεγε ότι τρεις από κάθε τέσσερες εταιρίες με προσωπικό πενήντα ή περισσοτέρων υπαλλήλων φαίνεται πώς έχουν πρόβλημα καταχρήσεως ναρκωτικών. Συνεπώς, όλοι οι Χριστιανοί—είτε στο σχολείο είτε όχι—οφείλουν ν’ αγωνίζονται για να παραμένουν ηθικώς καθαροί, ν’ αποφεύγουν καταστάσεις οι οποίες θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν βία και να παραμένουν πνευματικώς ισχυροί.
Πολλά νεαρά άτομα μας έχουν γράψει για να εκφράσουν μια αξιέπαινη επιθυμία να επεκτείνουν τη δράσι των ως Χριστιανών διακόνων στις έσχατες ημέρες αυτού του συστήματος πραγμάτων. (2 Τιμ. 3:1· 4:5· 1 Τιμ. 4:16) Μερικοί ανέφεραν ότι αν εγκατέλειπαν το σχολείο εγκαίρως, θα μπορούσαν να το πράξουν αυτό ως σκαπανείς διάκονοι. Με λεπτομερή αυτοεξέτασι αυτοί μπορούν να σκεφθούν: Είναι πράγματι μια πληρέστερη μερίδα στη διακονία αυτό που επιθυμείτε; Έχετε αποδείξει με συνεπή τρόπο ότι αυτή είναι η ειλικρινής, διακαής επιθυμία σας με το να συμμετέχετε στη διακονία σε κάθε ευκαιρία, καθώς και στη διάρκεια των εορτών και διακοπών που μπορείτε να υπηρετήτε ως διάκονος σκαπανεύς διακοπών; Ένας νεαρός Χριστιανός στο σχολείο έχει ένα βασικώς άθικτο αγρό για μαρτυρία σχετικά με τη Βίβλο, διότι όταν οι μάρτυρες του Ιεχωβά ασχολούνται στην από θύρα σε θύρα διακονία και συναντήσουν ένα νεαρό άτομο ζητούν συνήθως τους γονείς για να μιλήσουν σ’ αυτούς αν αυτοί είναι σπίτι. Ώστε σεις δίνετε τακτικά και δραστηρίως μαρτυρία για τον Θεό στους συμμαθητάς σας, επεκτείνοντας έτσι τη διακονία σας όσο μπορείτε μ’ αυτό τον τρόπο; Η απόφασις όσον αφορά το αν θα συνεχίσετε το σχολείο παραμένει στους γονείς σας, και πρωτίστως στον πατέρα σας. Αλλά οποιαδήποτε και αν είναι η απόφασις, μπορείτε να συνεχίσετε την επιθυμία σας να ομιλήτε για τον Θεό σε κάθε ευκαιρία.
Η νεαρή ηλικία είναι καιρός υπηρεσίας στον Ιεχωβά. (Εκκλησ. 12:1) Είναι επίσης ο συνήθης καιρός για να μάθη ένα άτομο πράγματα τα οποία μπορούν να είναι πολύ χρήσιμα στην ενήλικη ζωή. Μεταξύ των Ιουδαίων υπήρχε η συνήθεια να μαθαίνη κάθε παιδί ένα επάγγελμα, ή κάποιο είδος χρησίμου εργασίας, έστω και αν υπήρχε πρόγραμμα για προχωρημένη εκπαίδευσι στο Νόμο. Η Ιουδαϊκή άποψις ήταν ότι όποιος απετύγχανε να διδάξη στο παιδί του ένα επάγγελμα εδίδασκε το νεαρό παιδί να γίνη κλέπτης. Έτσι ο Σαούλ από την Ταρσό είχε μάθει το επάγγελμα του σκηνοποιού μολονότι, προτού γίνη Χριστιανός, είχε εκπαιδευθή ως μαθητής του Γαμαλιήλ. (Πράξ. 18:3· 22:3) Σήμερα τα δημόσια σχολεία είναι συχνά ο τόπος όπου αρχίζει ένα άτομο να μαθαίνη ένα επάγγελμα ή ένα μέσον για να κερδίζη τ’ αναγκαία για τη συντήρησί του, είτε ως ξυλουργός, λογιστής, ηλεκτρολόγος, δακτυλογράφος, τυπογράφος, συγκολλητής ή με κάποια άλλη εργασία.
Αλλά δεν είπατε καθαρά αν το νεαρό παιδί μου πρέπει να συμπληρώση την βασική του εκπαίδευσι στο σχολείο ή όχι,’ μπορεί να σκεφθή κάποιος. Σωστά, διότι δεν είναι θέσις μας να το πράξωμε αυτό ή έστω να συστήσωμε την εγκατάλειψι ή τη συνέχισι του σχολείου. Ο Θεός έχει εξουσιοδοτήσει ατομικώς τους γονείς να κατευθύνουν τα τέκνα των σ’ αυτά τα ζητήματα, κι’ εμείς δεν μπορούμε ν’ αγνοήσωμε την εξουσιοδότησή Του. Αυτό είναι ένα σοβαρό ζήτημα, και οι γονείς οφείλουν να το κάμουν αντικείμενο προσευχής και να το σκεφθούν με προσοχή. (Φιλιππησ. 4:6) Τότε αυτοί μόνο θα λάβουν απόφασι όσον αφορά το τι θα κάμουν τα τέκνα των.
● Πώς πρέπει να εννοήσωμε το εδάφιο Εβραίους 1:6, το οποίο λέγει ότι όλοι οι άγγελοι διατάσσονται να λατρεύσουν τον Ιησούν;—Φ.Κ., Η.Π.Α.
Το εδάφιο Εβραίους 1:6 λέγει: «Όταν δε πάλιν εισαγάγη τον πρωτότοκον εις την οικουμένην, λέγει, ‘Και ας προσκυνήσωσιν [λατρεύσωσιν, ΜΝΚ] εις αυτόν πάντες οι άγγελοι του Θεού’.» Ο συγγραφεύς της επιστολής προς Εβραίους παραθέτει εδώ από τον Ψαλμό 97:7, ο οποίος λέγει (εν μέρει): «Προσκυνείτε αυτόν, πάντες οι θεοί». Η «Μετάφρασις των Εβδομήκοντα» από την οποία προφανώς παρέθεσε αυτός ο συγγραφεύς, λέγει: «Προσκυνήσατε αύτω, πάντες άγγελοι αυτού».
Αυτά τα εδάφια φαίνονται να εγείρουν ένα πρόβλημα διότι εμφανίζονται ως να είναι σε αντίθεση με τη σαφή δήλωσι του Ιησού στον Σατανά ή Διάβολο: «Είναι γεγραμμένον, Κύριον [Ιεχωβά, ΜΝΚ] τον Θεόν σου θέλεις προσκυνήσει [λατρεύσει, ΜΝΚ] και αυτόν μόνον θέλεις λατρεύσει [προσφέρει ιεράν υπηρεσίαν, ΜΝΚ]».—Ματθ. 4:10.
Η λέξις «προσκυνώ» αποδίδεται στη Μετάφρασι Νέου Κόσμου στο εδάφιο Εβραίους 1:6 με τη λέξι «λατρεύω». Η λέξις «προσκυνώ» υπάρχει επίσης στον Ψαλμό 97:7 στη μετάφρασι των Εβδομήκοντα καθώς και στη Νεοελληνική για ν’ αποδώση την Εβραϊκή λέξι σαχχάχ. Ποια είναι η έννοια της Εβραϊκής λέξεως σαχχάχ και της ελληνικής λέξεως «προσκυνώ»;
Η βασική σημασία της λέξεως Σαχχάχ είναι «υποκλίνομαι, προσκυνώ.» Μια τέτοια προσκύνησις μπορεί να γίνη ως πράξις σεβασμού προς ένα άλλο άνθρωπο, όπως σ’ ένα βασιλέα (1 Σαμ. 24:8· 2 Σαμ. 24:20) ή σ’ ένα προφήτη. (2 Βασ. 2:15) Ο Αβραάμ προσεκύνησε τους Χαναναίους υιούς του Χετ από τους οποίους εζήτησε ν’ αγοράση ένα τόπο ταφής. (Γέν. 23:7) Η ευλογία του Ισαάκ στον Ιακώβ καλούσε τα έθνη καθώς και τους ίδιους τους αδελφούς του Ιακώβ να τον προσκυνήσουν.—Γέν. 27:29· παράβαλε 49:8.
Από τα ανωτέρω παραδείγματα είναι σαφές ότι αυτός ο Εβραϊκός όρος καθ’ εαυτόν δεν έχει κατ’ ανάγκην θρησκευτική έννοια ούτε σημαίνει λατρεία. Εν τούτοις, σ’ ένα μεγάλο αριθμό περιπτώσεων χρησιμοποιείται σε συσχετισμό με λατρεία, είτε του αληθινού Θεού (Έξοδ. 24:1· Ψαλμ. 95:6) είτε ψευδών θεών.—Δευτ. 4:19· 8:19.
Η προσκύνησις ανθρώπων ως πράξις σεβασμού επετρέπετο, αλλά προσκύνησις σε οποιονδήποτε άλλον εκτός από τον Ιεχωβά ως θεότητα απηγορεύετο από τον Θεό. (Έξοδ. 23:24· 34:14) Ομοίως, η λατρευτική προσκύνησις σε θρησκευτικά είδωλα ή οποιοδήποτε δημιούργημα ήταν ρητώς απηγορευμένη. (Έξοδ. 20:4, 5· Λευιτ. 26:1· Δευτ. 4:15-19) Έτσι, στις Εβραϊκές Γραφές, όταν ωρισμένοι δούλοι του Ιεχωβά γονυπετούσαν μπροστά σε αγγέλους, το έπρατταν αυτό μόνο ως αναγνώρισι του ότι αυτοί ήσαν αντιπρόσωποι του Θεού, όχι για απόδοσι υποταγής σ’ αυτούς ως θεότητας.—Ιησ. Ναυή 5:13-15· Γέν. 18:1-3.
Η λέξις προσκυνώ πλησιάζει πολύ στη σημασία τής Εβραϊκής λέξεως Σαχχάχ όσον αφορά στην απόδοσι της σκέψεως τόσο της υποταγής σε πλάσματα όσο και της λατρείας στον Θεό ή σε θεότητα. Μολονότι ο τρόπος εκφράσεως υποταγής δεν είναι τόσο εξέχων στη λέξι προσκυνώ όσο είναι στη λέξι σαχχάχ, όπου ο Εβραϊκός όρος εκφράζει ζωηρά τη σκέψι της υποκλίσεως ή προσκυνήσεως, μερικοί λεξικογράφοι υπονοούν ότι αρχικώς η ελληνική λέξις απέδιδε μ’ εμφατικό τρόπο αυτή την ιδέα.
Όπως συμβαίνει και με τον Εβραϊκό όρο, έτσι πρέπει να εξετασθούν τα συμφραζόμενα για να καθορισθή αν η προσκύνησις αφορά υποταγή αποκλειστικά ως μορφή βαθέος σεβασμού ή υποταγή ως μορφή θρησκευτικής λατρείας. Όταν αναφέρεται με άμεσο τρόπο στον Θεό (Ιωάν. 4:20-24· 1 Κορ. 14:25) ή σε ψευδείς θεούς και σε είδωλα των (Πράξ. 7:43· Αποκάλ. 9:20), είναι σαφές ότι η υποταγή υπερβαίνει εκείνη που με αποδεκτό και συνήθη τρόπο αποδίδεται σε ανθρώπους και εισέρχεται στον τομέα της λατρείας. Έτσι, επίσης, εκεί όπου το αντικείμενο της υποταγής δεν αναφέρεται, γίνεται κατανοητό ότι αυτή απευθύνεται στον Θεό. (Ιωάν. 12:20· Πράξ. 8:27· Εβρ. 11:21) Εξ άλλου, η πράξις εκείνων εκ της «συναγωγής του Σατανά» οι οποίοι αναγκάζονται να «έλθωσι να προσκυνήσωσι» μπροστά στους πόδας των Χριστιανών είναι σαφές ότι δεν είναι λατρεία.—Αποκάλ. 3:9.
Προσκύνησις ενός ανθρώπινου βασιλέως συναντάται στην παραβολή του Ιησού στο εδάφιο Ματθαίος 18:26. Είναι επίσης καταφανές ότι αυτό ήταν το είδος προσκυνήσεως που απέδωσαν οι αστρολόγοι στο βρέφος Ιησούν, ‘τον γεννηθέντα βασιλέα των Ιουδαίων’, καθώς επίσης αυτό που ο Ηρώδης ισχυρίσθηκε ότι ενδιαφέρεται ν’ αποδώση, και αυτό που οι στρατιώται χλευαστικά απέδωσαν στον Ιησού πριν από την καθήλωσι του. Είναι σαφές ότι δεν θεωρούσαν τον Ιησού ως Θεόν ή ως μια θεότητα.—Ματθ. 2:2, 8· Μάρκ. 15:19.
Μολονότι μερικοί μεταφρασταί χρησιμοποιούν τη λέξι «λατρεύω» στις πιο πολλές περιπτώσεις όπου η λέξις προσκυνώ περιγράφει πράξεις ανθρώπων προς τον Ιησούν, η απόδειξις δεν εγγυάται πάρα πολύ αυτή την απόδοσι. Αντιθέτως οι περιστάσεις οι οποίες προκάλεσαν την εκδήλωσι υποταγής αντιστοιχούν πολύ με τις περιστάσεις οι όποιες είχαν προκαλέσει υποταγή στους αρχαίους προφήτας και βασιλείς. (Παράβαλε Ματθαίος 8:2· 9:18· 15:25· 20:20 με 1 Σαμουήλ 25:23, 24· 2 Σαμουήλ 14:4-7· 1 Βασιλέων 1:16· 2 Βασιλέων 4:36, 37.) Αυτές οι ίδιες οι εκφράσεις εκείνων οι οποίοι ενήργησαν έτσι αποκαλύπτουν συχνά ότι, αν και σαφώς ανεγνώρισαν τον Ιησού ως αντιπρόσωπο του Θεού, δεν απέδιδαν σ’ αυτόν υποταγήν ως στον Θεόν ή σε θεότητα, άλλα ως «Υιόν του ανθρώπου» που είχε προλεχθή, τον Μεσσία με τη θεία εξουσία.—Ματθ. 14:32,33· 28:5-10, 16-18· Λουκ. 24:50-52· Ιωάν. 9:35, 38.
Μολονότι αρχαίοι προφήται καθώς και άγγελοι είχαν δεχθή προσκύνησι, ο Πέτρος εμπόδισε τον Κορνήλιο να τον προσκυνήση. Και ο άγγελος (ή άγγελοι) του οράματος του Ιωάννου εμπόδισε δυο φορές τον Ιωάννη να το πράξη, και είπε ότι και αυτός ήταν ένας «σύνδουλος» και τελείωσε με την προτροπή «τον Θεόν προσκύνησον».—Πράξ. 10:25, 26· Αποκάλ. 19:10· 22:8, 9.
Είναι καταφανές ότι η έλευσις του Χριστού είχε παρουσιάσει νέες σχέσεις οι οποίες επηρέαζαν τους κανόνας διαγωγής απέναντι άλλων δούλων του Θεού. Εδίδαξε τους μαθητάς του ότι «εις είναι ο καθηγητής σας, ο Χριστός· πάντες δε σεις αδελφοί είσθε» (Ματθ. 23:8-12) Διότι σ’ αυτόν εξεπληρώνοντο οι προφητικές εικόνες και οι τύποι, όπως ακριβώς είπε ο άγγελος στον Ιωάννη ότι «η μαρτυρία του Ιησού [δια τον Ιησούν, ΜΝΚ] είναι το πνεύμα της προφητείας» (Αποκάλ. 19:10) Ο Ιησούς ήταν ο Κύριος του Δαβίδ, ο μεγαλύτερος του Σολομώντος ο μεγαλύτερος από τον Μωυσή προφήτης. (Λουκ. 20:41-43· Ματθ. 12:42· Πράξ. 3:19-24) Η προσκύνησις που απεδίδετο σ’ εκείνους τους άνδρες, προεικόνιζε την προσκύνησι που ωφείλετο στον Χριστό. Επομένως ο Πέτρος ορθώς αρνήθηκε ν’ αφήση τον Κορνήλιο να εχη τόσο μεγάλη ιδέα γι’ αυτόν.
Έτσι, επίσης, ο Ιωάννης, λόγω του ότι είχε δικαιωθή ή θεωρηθή δίκαιος από τον Θεό ως ένας κεχρισμένος Χριστιανός, ο οποίος είχε κληθή να γίνη ουράνιος υιός του Θεού και μέλος της βασιλείας του Υιού του, ήταν σε διαφορετική θέσι απέναντι του αγγέλου ή των αγγέλων της αποκαλύψεως από τους Ισραηλίτας στους οποίους είχαν προηγουμένως εμφανισθή άγγελοι. Όπως είχε γράψει ο απόστολος Παύλος: «Δεν εξεύρετε ότι αγγέλους θέλομεν κρίνει;» (1 Κορ. 6:3) Ο άγγελος [ή οι άγγελοι] προφανώς ανεγνώριζε αυτή την αλλαγή της σχέσεως όταν απέρριψε την προσκύνησι του Ιωάννου.
Εξ άλλου, ο Χριστός Ιησούς έχει εξυψωθή από τον Πατέρα του σε μια θέσι αμέσως μετά από τον Θεό μόνο, «δια να κλίνη εις το όνομα του Ιησού παν γόνυ επουρανίων και επιγείων και καταχθόνιων και πάσα γλώσσα να ομολογήση ότι ο Ιησούς Χριστός είναι Κύριος, εις δόξαν Θεού Πατρός.»—Φιλιππησ. 2:9-11· παράβαλε Δανιήλ 7:13, 14, 27.
Κατόπιν όλων αυτών, πώς πρέπει να εννοήσωμε το εδάφιο Εβραίους 1:6, το οποίον δείχνει ότι ακόμη και οι άγγελοι ‘προσκυνούν’ [λατρεύουν, ΜΝΚ] τον αναστημένον Ιησού Χριστό; Μολονότι πολλές μεταφράσεις αυτού του εδαφίου αποδίδουν την λέξι προσκυνώ ως «λατρεύω», άλλοι την αποδίδουν με εκφράσεις όπως «υποκλίνομαι ή κάμπτω το γόνυ» (Η Βίβλος—Μία Αμερικανική Μετάφρασις) και «αποδίδω τιμήν» (Η Νέα Αγγλική Βίβλος). Οποιονδήποτε όρο και αν χρησιμοποιούν οι διάφορες μεταφράσεις, η αρχική ελληνική λέξις παραμένει η ιδία και η κατανόησις του τι είναι εκείνο που αποδίδουν οι άγγελοι στον Χριστόν πρέπει να συφωνή με το υπόλοιπο των Γραφών.
Αν η λέξις «λατρεύω» προτιμάται, τότε πρέπει να εννοήσωμε ότι αυτή η «λατρεία» είναι μόνο σχετική. Διότι αυτός ο ίδιος ο Ιησούς εδήλωσε εμφατικά στο Σατανά ότι «Ιεχωβά τον Θεόν σου θέλεις προσκυνήσει, και αυτόν μόνον θέλεις λατρεύσει.» (Ματθ. 4:8-10, ΜΝΚ· Λουκ. 4:7, 8) Πράγματι, ο Ψαλμός 97, από τον οποίον καταφανώς παραθέτει ο απόστολος στο εδάφιο Εβραίους 1:6, αναφέρεται στον Ιεχωβά Θεόν ως το αντικείμενον της ‘προσκυνήσεως’, και όμως αυτό το εδάφιο εφαρμόσθηκε στον Χριστό Ιησού (Ψαλμ. 97:1, 7). Εν τούτοις, ο απόστολος είχε δείξει προηγουμένως ότι ο αναστημένος Χριστός έγινε «απαύγασμα της δόξης του Θεού και χαρακτήρ της υποστάσεως αυτού.» (Εβρ. 1:1-3) Επομένως αν εκείνο που κατανοούμε ως «προσκύνησι» ή «λατρεία» απευθύνεται προφανώς από τους αγγέλους στον Υιόν, στην πραγματικότητα απευθύνεται μέσω αυτού στον Ιεχωβά Θεό, τον Κυρίαρχον Άρχοντα, «τον ποιήσαντα τον ουρανόν και την γην και την θάλασσαν και τας πηγάς των υδάτων».—Αποκάλ. 14:7· 4:10, 11· 7:11, 12· 11:16, 17· παράβαλε 1 Χρονικών 29:20· Αποκάλυψις 5:13, 14.
Εξ άλλου, οι αποδόσεις «υποκλίνομαι» και «αποδίδω τιμήν» (αντί «λατρεύω») δεν είναι εκτός αρμονίας με την αρχική γλώσσα, είτε με την Εβραϊκή του Ψαλμού 97:7 είτε με την Ελληνική του εδαφίου Εβραίους 1:6, διότι αυτές οι μεταφράσεις αποδίδουν τη βασική έννοια και του «σαχχάχ» και του «προσκυνώ».
● Τα εδάφια Ιεζεκιήλ 29:1-6 δείχνουν ότι η Αίγυπτος θα παρέμενε έρημη σαράντα χρόνια. Συνέβη πράγματι αυτό;—Η.Π.Α.
Αυτή η ερήμωσις της Αιγύπτου είναι πιθανόν να ήλθε μετά την κατάκτησι της Αιγύπτου από τον Ναβουχοδονόσορ. Η πτώσις της Αιγύπτου είχε ήδη αναγγελθή από τον προφήτη του Ιεχωβά Ιερεμία. (Ιερεμ. 15:17-19) Άρχισε με την αποφασιστική ήττα της Αιγύπτου στη Χαρκεμίς επί του Ευφράτου Ποταμού από τους Βαβυλωνίους υπό τον Ναβουχοδονόσορ στις αρχές του έτους 625 π.Χ. Αυτό το γεγονός περιγράφεται στα εδάφια Ιερεμίας 36:2-10 καθώς και στα Βαβυλωνιακά Χρονικά.
Ο Ναβουχοδονόσορ κατέλαβε κατόπιν τη Συρία και την Παλαιστίνη, και ο Ιούδας έγινε κράτος φόρου υποτελές στη Βαβυλώνα. (2 Βασ. 24:1) Η Αίγυπτος έκαμε μια τελευταία προσπάθεια να παραμείνη ως μία δύναμις στην Ασία. Ο Φαραώ που κυβερνούσε (πιστεύεται ότι ήταν ο Ουαφρή) ήλθε στη Χαναάν απαντώντας στην παράκλησι του Ιουδαίου Βασιλέως Σεδεκία για στρατιωτική υποστήριξι του στασιασμού του κατά της Βαβυλώνος το 609-607 π.Χ. Τα Αιγυπτιακά στρατεύματα προσέφεραν μια προσωρινή μόνο άρσι της Βαβυλωνιακής πολιορκίας, και αναγκάσθηκαν ν’ αποσυρθούν κι’ έτσι η Ιερουσαλήμ εγκατελείφθη στην καταστροφή της.—Ιερεμ. 37:5-7· Ιεζ. 17:15-18.
Παρά την έντονη προειδοποίησι του Ιερεμία (Ιερεμ. 42:7-22), το υπόλοιπο του πληθυσμού του Ιούδα έφυγε στην Αίγυπτο ως ένα καταφύγιον ασύλου. (Ιερεμ. 24:1, 8-10) Αλλά η εκπλήρωσις των προφητειών του Ιεχωβά έγινε στους Ισραηλίτας πρόσφυγας όταν ο Ναβουχοδονόσορ εβάδισε εναντίον της Αιγύπτου και κατέκτησε τη χώρα.
Σχετικά μ’ αυτό, τα προφητικά λόγια του Ιεχωβά λέγουν: «Και [ο Ναβουχοδονόσορ] θέλει έλθει και πατάξει την γην της Αιγύπτου, και παραδώσει τους μεν δια θάνατον, εις θάνατον· τους δε δια αιχμαλωσίαν, εις αιχμαλωσίαν, τους δε δια ρομφαίαν, εις ρομφαίαν. Και θέλω ανάψει πυρ εν ταις οικίαις των θεών της Αιγύπτου· και τας μεν θέλει κατακαύσει, τους δεν θέλει φέρει εις αιχμαλωσίαν.» «Θυγάτηρ, η κατοικούσα εν Αιγύπτω, παρασκευάσθητι εις αιχμαλωσίαν διότι η Νωφ θέλει αφανισθή και ερημωθή, ώστε να μη υπάρχη ο κατοικών. . . επειδή η ημέρα της συμφοράς αυτών ήλθεν επ’ αυτούς.»—Ιερεμ. 43:11, 12· 46:19, 21.
Έτσι, η οριστική ερήμωσις της Αιγύπτου από τις δυνάμεις της Βαβυλώνος υπό τον Ναβουχοδονόσορ προελέχθη από τον Ιεχωβά. Και ο Ναβουχοδονόσορ πήρε όλο τον πλούτο της Αιγύπτου ως ‘αμοιβήν’ του για την στρατιωτική υπηρεσία που παρέσχε στην εκτέλεσι της κρίσεως του Ιεχωβά εναντίον της Τύρου, η οποία εναντιώνετο στο λαό του Θεού.—Ιεζ. 29:18-20· 30:10-12.
Μολονότι μερικοί σχολιασταί αναφέρονται στη βασιλεία του Άμασι (Αχμός) ΙΙ, διαδόχου του Ουαφρή ως ευημερούσαν, αυτό το πράττουν βάσει της μαρτυρίας του Ηροδότου, ο οποίος επεσκέφθη την Αίγυπτο εκατό και πλέον χρόνια αργότερα. Αλλά η «Βρετανική Εγκυκλοπαιδεία» (1959, Τόμ. 8, σελ. 62) σχολιάζει ως εξής την ιστορία του Ηροδότου αυτής της περιόδου: «Οι δηλώσεις του δεν αποδεικνύονται τελείως αξιόπιστες όταν μπορούν να ελεγχθούν από τις λιγοστές εγχώριες αποδείξεις.»
Επίσης, ο σχολιαστής της Βίβλου Φ.Κ. Κουκ παρατηρεί ότι ο Ηρόδοτος «ώφειλε τις πληροφορίες του για την ιστορία του παρελθόντος στους Αιγυπτίους ιερείς, των οποίων τις αφηγήσεις υιοθέτησε με τυφλή ευπιστία . . . Η όλη ιστορία από τον Ηρόδοτο για τον Απρίην [Ουαφρή] και τον Άμασι είναι ανακατεμένη τόσο πολύ ώστε είναι αντιφατική και μυθώδης και μπορούμε πολύ καλά να διστάζωμε να την υιοθετήσωμε ως αυθεντική ιστορία. Δεν είναι καθόλου περίεργο ότι οι ιερείς προσπάθησαν να συγκαλύψουν την εθνική ατίμωσι του ότι είχαν υπαχθή κάτω από ξένο ζυγό.»
Επομένως, ενώ η κοσμική ιστορία της Αιγύπτου δεν προμηθεύει θετικές αποδείξεις για την εκπλήρωσι της προφητείας, ωστόσο μπορούμε να εμπιστευώμεθα στην ακρίβεια του Βιβλικού υπομνήματος. Υπήρξε πράγματι μια τεσσαρακονταετής περίοδος ερημώσεως όπως είχε προείπει σαφώς ο Ιεχωβά. Αυτό πιθανόν να συνέβη όταν ο Ναβουχοδονόσορ κατέκτησε την Αίγυπτο μετά την ερήμωσι που είχε επιφέρει στον Ιούδα και την Ιερουσαλήμ.