Εδάφια της Ημέρας για τον Μήνα Μάρτιο
1 Εξέλθετε εξ αυτής ο λαός μου, δια να μη συγκοινωνήσητε εις τας αμαρτίας αυτής, και να μη λάβητε εκ των πληγών αυτής.—Αποκάλ. 18:4. Σ 15/7/77 29, 30
2 Δια του οποίου [Ιησού] έχομεν . . . την άφεσιν των αμαρτημάτων, κατά τον πλούτον της χάριτος αυτού.—Εφεσ. 1:7. Σ 15/5/77 10-12
3 Τα πλούτη δεν ωφελούσιν εν ημέρα οργής· η δε δικαιοσύνη ελευθερώνει εκ θανάτου.—Παροιμ. 11:4. Σ 1/7/77 17, 18
4 Σεις είσθε μάρτυρές μου, . . . και ο δούλος μου, τον οποίον έκλεξα.—Ησ. 43:10. Σ 1/10/77 2, 8
5 Ζητείτε τον Κύριον, πάντες οι πραείς της γης, . . . ζητείτε δικαιοσύνην, ζητείτε πραότητα, ίσως σκεπασθήτε εν τη ημέρα της οργής του Κυρίου.—Σοφ. 2:3. Σ 15/4/77 20, 21α
6 Δεν δύνανται πάντες να δεχθώσι τον λόγον τούτον, αλλ’ εις όσους είναι δεδομένον.—Ματθ. 19:11. Σ 1/8/77 3, 4
7 Ενέκριναν να αναβή ο Παύλος και ο Βαρνάβας και τινες άλλοι εξ αυτών προς τους αποστόλους και πρεσβυτέρους εις Ιερουσαλήμ περί του ζητήματος τούτου.—Πράξ. 15:2. Σ 1/9/77 13, 14
8 Επίβλεψον επ’ εμέ και ελέησόν με, διότι μεμονωμένος και τεθλιμμένος είμαι.—Ψαλμ. 25:16. Σ 15/9/77 9-11α
9 Χωρίς δε πίστεως αδύνατον είναι να ευαρεστήση τις εις αυτόν· διότι ο προσερχόμενος εις τον Θεόν πρέπει να πιστεύση ότι είναι και γίνεται μισθαποδότης εις τους εκζητούντας αυτόν.—Εβρ. 11:6. Σ 15/10/77 16-18α
10 Ήτο κέδρος εν τω Λιβάνω με κλάδους ωραίους, και πυκνός την σκιάν και υψηλός το μέγεθος, και κορυφή αυτού ήτο εν μέσω κλάδων πυκνών.—Ιεζ. 31:3. Σ 15/8/77 20
11 Στέκεσθε εις εν πνεύμα, συναγωνιζόμενοι εν μια ψυχή δια την πίστιν του ευαγγελίου.—Φιλιππ. 1:27. Σ 1/10/77 5, 6
12 Εγώ εφύτευσα, ο Απολλώς επότισεν, αλλ’ ο Θεός ηύξησεν· ώστε ούτε ο φυτεύων είναι τι ούτε ο ποτίζων, αλλ’ ο Θεός ο αυξάνων . . . . και έκαστος θέλει λάβει τον εαυτού μισθόν κατά τον κόπον αυτού. Διότι του Θεού είμεθα συνεργοί.—1 Κορ. 3:6-9. Σ 1/5/77 19
13 Διότι Αυτός [ο Ύψιστος] είναι αγαθός προς τους αχαρίστους και κακούς.—Λουκ. 6:35. Σ 15/5/77 7, 8
14 Ωσαύτως και αι γυναίκες με στολήν σεμνήν, με αιδώ και σωφροσύνη.—1 Τιμ. 2:9. Σ 1/6/77 6
15 Εκείνο λοιπόν το οποίον ο Θεός συνέζευξεν, άνθρωπος ας μη χωρίζη.—Ματθ. 19:6. Σ 15/6/77 7-9