Οι Κριτικοί της Βίβλου Αναθεωρούν τις Σκέψεις Τους
ΣΤΟΝ 20ό αιώνα έχει γίνει μεγάλη πρόοδος για τη διαμόρφωση ενός ακριβέστερου Βιβλικού κειμένου. Η ανακάλυψη πολλών αρχαίων χειρογράφων, ιδιαίτερα των παπύρων Τσέστερ Μπήττυ και Μπόντμερ και των Ρόλων της Νεκράς Θαλάσσης, έχουν δώσει τη δυνατότητα για ένα κείμενο πολύ πιο κοντά στα πρωτότυπα απ’ ό,τι έλπιζαν να καταφέρουν πολλοί λόγιοι. Η μεγαλύτερη κατανόηση των γλωσσών των πρωτοτύπων της Εβραϊκής και της Ελληνικής, είχε σαν αποτέλεσμα πιο ακριβείς μεταφράσεις της Βίβλου σε πολλές γλώσσες σ’ όλο τον κόσμο. Θα νόμιζε κανείς, απ’ αυτό, ότι μια τέτοια πρόοδος πρέπει να αφήνει πολύ πίσω τις απόψεις που υπήρχαν πριν 200 χρόνια, έστω κι αν αυτή η πρόοδος οφείλει πολλά στις εργασίες που έγιναν εκείνη την εποχή.
Γι’ αυτό είναι ίσως εκπληκτικό το γεγονός ότι οι απόψεις του Γιόχαν Γιάκομπ Γκρίσμπαχ (1745-1812) συζητούνται πάλι στην εποχή μας. Το 1976 έγινε μια διάσκεψη στο Μύνστερ της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, αφιερωμένη στο έργο αυτού του λόγιου. Γιατί παρατηρείται μια αναζωπύρωση της έρευνας των εργασιών του σήμερα;
Αφού πήρε πτυχίο μάστερ στα 23 του, ο Γκρίσμπαχ περιόδεψε στην Ευρώπη, επισκεπτόμενος βιβλιοθήκες για να εξετάσει χειρόγραφα των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών. Οι καρποί αυτής της έρευνας δημοσιεύτηκαν το 1774 και 1775, και το Ελληνικό κείμενό του (σε μετέπειτα εκδόσεις) χρησιμοποιήθηκε από αρκετούς μεταφραστές της Γραφής, όπως ο Αρχιεπίσκοπος Νιούκαμ, ο Άμπνερ Νήλαντ, ο Σάμιουελ Σαρπ, ο Έντγκαρ Τέιλορ και ο Βενιαμίν Γουίλσον (ο τελευταίος στο Εμφατικό δίγλωττο).
Για πρώτη φορά, ο Γκρίσμπαχ περιέλαβε χειρόγραφα παλιότερα από εκείνα που χρησιμοποίησε ο Έρασμος στο Ελληνικό κείμενο που διαμόρφωσε το 1516 μ.Χ. Η σπουδαιότητα αυτής της έρευνας είναι φανερή από τα ακόλουθα σχόλια: «Ο Γκρίσμπαχ δαπάνησε ατέλειωτες ώρες στην προσπάθεια να βρει την καλύτερη διατύπωση ανάμεσα στις πολλές παραλλαγές της Καινής Διαθήκης. Η εργασία του έβαλε τα θεμέλια της σύγχρονης κριτικής κειμένων και είναι, σε μεγάλο βαθμό, υπεύθυνος για το ακριβές κείμενο της Καινής Διαθήκης που απολαμβάνουμε, σήμερα.»—Γ.Γ. Γκρίσμπαχ: Σινόπτικ εν Τέξτ - Κρίτικαλ Στάντιζ, 1776-1976, σελ. ΧΙ.
Το 1776 ο Γκρίσμπαχ δημοσίευσε το έργο του Σύνοψη των Ευαγγελίων Ματθαίου, Μάρκου και Λουκά παραθέτοντας το κείμενο σε παράλληλες στήλες για εύκολη σύγκριση. Από τότε, αποκαλούνται «συνοπτικά» Ευαγγέλια γιατί παρουσιάζουν μια «όμοια άποψη». Ο Γκρίσμπαχ πίστευε σταθερά ότι αυτά τα Ευαγγέλια γράφτηκαν από τα άτομα που αναφέρθηκαν, ότι ο Ματθαίος ήταν αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων που κατέγραψε, και ότι «οι απόστολοι έγιναν από το Άγιο Πνεύμα κατάλληλοι και να καταλαβαίνουν και να μεταδίδουν το δόγμα χωρίς κίνδυνο λάθους».
Από τις μελέτες του ο Γκρίσμπαχ συμπέρανε ότι το πρώτο Ευαγγέλιο γράφτηκε από τον Ματθαίο, το δεύτερο από τον Λουκά και το τρίτο από τον Μάρκο. Αλλά και στη διάρκεια της ζωής του Γκρίσμπαχ ακόμη προτάθηκε από τον Τζ. Σ. Στορρ η άποψη ότι το πρώτο Ευαγγέλιο που γράφτηκε ήταν του Μάρκου. Από τότε υποστηρίχτηκε από πολλούς αυτή η θεωρία, μαζί με την άποψη ότι πίσω από τα Ευαγγέλια βρίσκεται ένα άγνωστο έγγραφο που έχει χαθεί και που ονομάστηκε ‘Q’. Αργότερα άλλοι λόγιοι πρόσθεσαν κι άλλες πτυχές και πηγές σ’ αυτή τη θεωρία και οι συζητήσεις γύρω απ’ αυτή και οι αναλύσεις έχουν γεμίσει δεκάδες βιβλία και χιλιάδες άρθρα. Για πολλούς θεολόγους ήταν τόσο σπουδαία αυτή η θεωρία ώστε πήρε τη μορφή «ενός άρθρου πίστεως». Το αποτέλεσμα ήταν ότι ο Γκρίσμπαχ μπήκε στο περιθώριο και συχνά τον επέκριναν σκληρά.
Αφού η θεωρία του ‘εγγράφου που είναι πηγή των Ευαγγελίων’ κυριάρχησε στον τομέα αυτό τόσα χρόνια τώρα γίνεται αντικείμενο επικρίσεων. Καθώς πολλοί λόγιοι αναθεωρούν τις απόψεις τους, ‘ανακάλυψαν πάλι’ τις απόψεις του Γκρίσμπαχ. Αφού εκσυγχρονίστηκαν αυτές οι απόψεις με ορισμένες αλλαγές, διαπιστώθηκε ότι απαντούν πιο καλά στα ερωτήματα που υπάρχουν σχετικά με τα Ευαγγέλια.
Η άποψη για το ‘έγγραφο που είναι πηγή των Ευαγγελίων’ έχει καταστρέψει την πίστη πολλών στη θεϊκή έμπνευση της Γραφής. (2 Τιμ. 3:16, 17) Αυτή η τάση δεν είναι καινούργια, γιατί ο απόστολος Παύλος είπε στον Τιμόθεο «να παραγγείλεις εις τινας να μη ετεροδιδασκαλώσι μηδέ να προσέχωσιν εις μύθους και γενεαλογίας απεράντους, αίτινες προξενούσι φιλονικίας [«ενισχύουν τις υποθετικές συζητήσεις», ΑΣ] μάλλον παρά την εις την πίστη οικοδομή του Θεού.—1 Τιμ. 1:3, 4.
Είναι ενδιαφέρον ότι ο Επίσκοπος Μπ. Κ. Μπάτλερ, που μερικά χρόνια πριν σχεδόν μόνος του υπερασπιζόταν το ότι το ευαγγέλιο του Ματθαίου γράφτηκε πρώτο, πηγαίνει στην καρδιά του όλου προβλήματος όταν λέει: «Ένας απροκατάληπτος ερευνητής, που επιθυμεί να ανακαλύψει την αλήθεια, θα αποφασίσει κατά γενικό κανόνα αν διαβάσει και ξαναδιαβάσει τα Συνοπτικά Ευαγγέλια ολόκληρα, ότι οι συγγραφείς ήταν οι ίδιοι τίμιοι άνθρωποι, που έγραψαν με ειλικρίνεια αυτό που πίστευαν σαν αληθινό. Τότε θα συνειδητοποιήσει ότι δεν θα μπορούσαν να πιστεύουν αυτά τα πράγματα σαν αληθινά εκτός αν τα ιστορικά γεγονότα ήταν, με ουσιαστικό τρόπο, έτσι όπως τα παρουσιάζουν.»—Έρευνες, σ. 85.
Κανένα χαμένο έγγραφο, χωρίς έμπνευση από τον Θεό, δεν αποτέλεσε τη βάση για τις Βιβλικές αφηγήσεις του Ματθαίου, του Μάρκου, του Λουκά και του Ιωάννη. Έγραψαν κάτω από την επιρροή του αγίου πνεύματος του Ιεχωβά Θεού. Φυσικά, οι εσφαλμένες θεωρίες ανθρώπων μπορεί να επικρατούν για πάρα πολλά χρόνια, στην περίπτωση αυτή για 200 περίπου χρόνια. Στο μεταξύ, η πίστη πολλών ανθρώπων στο λόγο του Θεού υποσκάπτεται. Αλλά αν είμαστε σοφοί θα παρατηρήσουμε όλα τα δεδομένα που συσσωρεύτηκαν και που δείχνουν την αξιοπιστία και τη θεία έμπνευση της Γραφής. Και θ’ αφήσουμε τους κριτικούς να αναθεωρούν τις απόψεις τους όσο συχνά θέλουν.