Ερωτήσεις από Αναγνώστες
◼ Πίστευαν οι πρώτοι Χριστιανοί ότι το τέλος αυτού του πονηρού συστήματος θα ερχόταν στη διάρκεια της ζωής τους;
Οι ακόλουθοι του Ιησού τον πρώτο αιώνα περίμεναν με μεγάλη ανυπομονησία να έρθει το τέλος. Όπως θα δούμε, μερικοί απ’ αυτούς πράγματι συμπέραναν ότι το τέλος ήταν πολύ κοντά, ότι θα ερχόταν αμέσως. Η άποψή τους χρειαζόταν να διορθωθεί. Ασφαλώς όμως, δεν είναι κακό να πιστεύουν ειλικρινά οι Χριστιανοί, τότε ή τώρα, ότι πρέπει να βλέπουν το προειπωμένο τέλος ως κάτι που πλησιάζει και να ζουν καθημερινά έχοντας υπόψη τους αυτό το γεγονός.
Απαντώντας στην ερώτηση των μαθητών σχετικά με το ‘σημείο’ της παρουσίας του, ο Ιησούς τους προειδοποίησε: «Αγρυπνείτε λοιπόν, διότι δεν εξεύρετε ποία ώρα έρχεται ο Κύριος υμών». (Ματθαίος 24:3, 42) Αυτή η αγρύπνια έπρεπε να επηρεάζει τις ενέργειές τους, γιατί ο Χριστός πρόσθεσε: «Προσέχετε δε εις εαυτούς μήποτε βαρυνθώσιν αι καρδίαι σας από κραιπάλης και μέθης και μεριμνών βιωτικών, και επέλθη αιφνίδιος εφ’ υμάς η ημέρα εκείνη· . . . Αγρυπνείτε λοιπόν δεόμενοι εν παντί καιρώ, δια να καταξιωθήτε να εκφύγητε πάντα ταύτα τα μέλλοντα να γείνωσι και να σταθήτε έμπροσθεν του Υιού του ανθρώπου».—Λουκάς 21:34-36.
Σημειώστε ότι ο Ιησούς έδωσε αυτή τη συμβουλή αμέσως μετά την αναφορά του σε γεγονότα που θα αποτελούσαν το ‘σημείο’. Έτσι οι απόστολοι είχαν προειδοποιηθεί σ’ ό,τι αφορά το γεγονός ότι ορισμένα πράγματα έπρεπε να εξελιχθούν ιστορικά πριν από το τέλος. Εντούτοις, ύστερα από λίγες εβδομάδες, ρώτησαν τον αναστημένο Ιησού: «Κύριε, τάχα εν τω καιρώ τούτω αποκαθιστάνεις την βασιλείαν εις τον Ισραήλ;» Εκείνος απάντησε: «Δεν ανήκει εις εσάς να γνωρίζητε τους χρόνους ή τους καιρούς, τους οποίους ο Πατήρ έθεσεν εν τη ιδία αυτού εξουσία».—Πράξεις 1:6, 7.
Απ’ αυτό μπορούμε να δούμε ότι οι πλησιέστεροι ακόλουθοι του Ιησού ήταν τόσο ανυπόμονοι να έρθει το τέλος γρήγορα, που παρέβλεπαν τα όσα τους είχε πει πρόσφατα σχετικά με τις καταφανείς αποδείξεις που έπρεπε να υπάρξουν στη διάρκεια της παρουσίας του, πριν από αυτό το τέλος.
Στις επιστολές του αποστόλου Παύλου προς τους Θεσσαλονικείς Χριστιανούς βρίσκουμε άλλη μια ένδειξη της ανυπομονησίας τους. Γύρω στο 50 της Κοινής μας Χρονολογίας (Κ.Χ.), ο Παύλος έγραψε: ‘Περί δε των χρόνων και των καιρών, αδελφοί, δεν έχετε χρείαν να σας γράφη τις· διότι σεις εξεύρετε ακριβώς ότι η ημέρα του Ιεχωβά ως κλέπτης εν νυκτί ούτως έρχεται. Άρα λοιπόν ας μη κοιμώμεθα ως και οι λοιποί, αλλ’ ας αγρυπνώμεν και ας εγκρατευώμεθα’. (1 Θεσσαλονικείς 5:1, 2, 6) Μερικοί από εκείνους τους Χριστιανούς, που ήταν χρισμένοι από το πνεύμα, το εξέλαβαν αυτό σαν να σήμαινε ότι η παρουσία του Ιησού (μαζί με τη μέρα κατά την οποία ο Ιεχωβά θα εκτελούσε τους πονηρούς) ερχόταν αμέσως τότε.
Αλλά δεν είχαν έτσι τα πράγματα. Μάλιστα ο Παύλος τους έγραψε σε μια δεύτερη επιστολή: «Σας παρακαλούμεν δε, αδελφοί, περί της παρουσίας του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και της εις αυτόν επισυνάξεως ημών, να μη σαλευθήτε ταχέως από του φρονήματός σας, μηδέ να θορυβήσθε, μήτε δια πνεύματος μήτε δια λόγου μήτε δι’ επιστολής ως γραφομένης υφ’ ημών, ότι τάχα επλησίασεν η ημέρα του Χριστού [Ιεχωβά, ΜΝΚ]. Ας μη σας εξαπατήση τις κατ’ ουδένα τρόπον· διότι δεν θέλει ελθεί η ημέρα εκείνη, εάν δεν έλθη πρώτον η αποστασία και αποκαλυφθή ο άνθρωπος της αμαρτίας».—2 Θεσσαλονικείς 2:1-3.
Αυτό δεν σήμαινε ότι μπορούσαν να είναι ανέμελοι όσον αφορά την παρουσία του Ιησού και το τέλος του συστήματος. Κάθε χρόνο που περνούσε, η προειδοποίηση που είχε δώσει ο Ιησούς γινόταν εντονότερη: «Αγρυπνείτε λοιπόν, διότι δεν εξεύρετε ποία ώρα έρχεται ο Κύριος υμών».
Έτσι, πέντε περίπου χρόνια μετά τη συγγραφή της Δεύτερης προς Θεσσαλονικείς επιστολής, ο Παύλος έγραψε: «Είναι ήδη ώρα να εγερθώμεν εκ του ύπνου· διότι είναι πλησιεστέρα εις ημάς η σωτηρία παρ’ ότε επιστεύσαμεν. Η νυξ προεχώρησεν, η δε ημέρα επλησίασεν· ας απορρίψωμεν λοιπόν τα έργα του σκότους και ας ενδυθώμεν τα όπλα του φωτός». (Ρωμαίους 13:11, 12) Ύστερα από άλλα πέντε χρόνια, ο Παύλος συμβούλεψε τους Εβραίους Χριστιανούς: «Έχετε χρείαν υπομονής, δια να κάμητε το θέλημα του Θεού και να λάβητε την επαγγελίαν. Διότι έτι ολίγον καιρόν, και θέλει ελθεί ο ερχόμενος και δεν θέλει βραδύνει». (Εβραίους 10:36, 37) Κατόπιν, στο προτελευταίο εδάφιο της Αποκάλυψης, ο απόστολος Ιωάννης έγραψε: «Λέγει ο μαρτυρών ταύτα· Ναι, έρχομαι ταχέως. Αμήν, ναι, έρχου, Κύριε Ιησού».—Αποκάλυψις 22:20.
Αναμφίβολα, δεν ήταν παράλογο από μέρους ενός Χριστιανού που ζούσε τότε να πιστεύει ότι το τέλος θα μπορούσε να έρθει στη διάρκεια της ζωής του. Και αν, λόγω ατυχήματος ή φυσικών αιτιών, πέθαινε πριν από το τέλος, θα είχε ζήσει έχοντας τη βάσιμη αίσθηση του επείγοντος, που είχαν δημιουργήσει ο Ιησούς και οι θεόπνευστες Γραφές.
Όλα αυτά εφαρμόζονται ακόμη περισσότερο σ’ εμάς, που ζούμε σ’ αυτή την προχωρημένη ώρα. Παραφράζοντας τα λόγια του Παύλου, δεν μπορούμε να αρνηθούμε ότι ‘τώρα η σωτηρία μας είναι πλησιέστερη απ’ ό,τι ήταν όταν πίστεψαν οι πρώτοι Χριστιανοί, ακόμη κι απ’ ό,τι ήταν όταν πιστέψαμε εμείς οι ίδιοι. Η νύχτα έχει προχωρήσει· σίγουρα, η μέρα έχει πλησιάσει’.
Στην ιστορία, αρχίζοντας από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, μπορούμε να διακρίνουμε τη συσσώρευση των καταφανών αποδείξεων που αποδεικνύουν ότι βρισκόμαστε στη συντέλεια του συστήματος πραγμάτων. Αντί να είμαστε αποσχολημένοι μαντεύοντας πότε θα έλθει το τέλος, θα πρέπει να είμαστε απασχολημένοι με το κήρυγμα των καλών νέων, που μπορεί να σώσει τη δική μας ζωή και τη ζωή πολλών άλλων.—1 Τιμόθεον 4:16.
Έχουμε επαρκείς λόγους να αναμένουμε ότι αυτό το κήρυγμα θα ολοκληρωθεί στις μέρες μας. Μήπως αυτό σημαίνει ότι θα ολοκληρωθεί, πριν από την είσοδο ενός καινούριου μήνα, ενός καινούριου έτους, μιας καινούριας δεκαετίας ή ενός καινούριου αιώνα; Κανένας άνθρωπος δεν το ξέρει αυτό, γιατί ο Ιησούς είπε ότι ‘ούτε και οι άγγελοι’ δεν το ξέρουν. (Ματθαίος 24:36) Επιπλέον, εμείς δεν χρειάζεται να το ξέρουμε, ενόσω εξακολουθούμε να κάνουμε αυτό στου οποίου την εκτέλεση μας προστάζει ο Κύριος να συγκεντρώνουμε την προσοχή μας. Το πιο σπουδαίο πράγμα είναι να γίνει το θέλημα και το έργο του Θεού, και να έχουμε εμείς την πληρέστερη συμμετοχή σ’ αυτό. Έτσι μπορούμε να ‘καταξιωθούμε να εκφύγουμε όλα όσα πρόκειται να γίνουν και να σταθούμε μπροστά στον Γιο του ανθρώπου’.—Λουκάς 21:36.