«Ο Λόγος ο Σος Αλήθεια Εστί»
Ο Ρόλος του Πνεύματος του Θεού στη Συγγραφή της Βίβλου
ΤΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ έργα πραγματικής αξίας είναι προϊόν σημαντικής προσπαθείας. Η Γραφή που αναγνωρίζεται ευρύτατα ως λογοτεχνικόν αριστούργημα, δεν παρήχθη χωρίς κόπο εκ μέρους των συγγραφέων της. Ενδεικτικό τούτου είναι οι λόγοι του Εκκλησιαστού 12:9, 10: «[Ο Εκκλησιαστής] επρόσεξε και ηρεύνησε, και έβαλεν εις τάξιν πολλάς παροιμίας. Ο Εκκλησιαστής εζήτησε να εύρη λόγους ευαρέστους· και το γεγραμμένον ήτο ευθύτης, και λόγοι αληθείας.»
Εν τούτοις, ανόμοια με άλλα λογοτεχνικά έργα, η Γραφή δεν είναι πρωτίστως προϊόν ανθρωπίνης προσπαθείας. Οι συγγραφείς αφέθησαν να οδηγηθούν από το πνεύμα του Θεού, ναι, ποθούσαν διακαώς να γνωρίζουν την καθοδήγησί του. Ένας απ’ αυτούς τους συγγραφείς, ο προφήτης Ησαΐας, εδήλωσε: «Κύριος Ιεχωβά ο Θεός έδωκεν εις εμέ γλώσσαν πεπαιδευμένων, διά να εξεύρω πώς να λαλήσω λόγον εν καιρώ προς τον βεβαρυμένον· εγείρει από πρωί εις πρωί, εγείρει το ωτίον μου, διά να ακούω ως οι πεπαιδευμένοι. Κύριος ο Θεός ήνοιξεν ωτίον εν εμοί, και εγώ δεν ηπείθησα, ουδέ εστράφην οπίσω.»—Ησ. 50:4, 5.
Εν τούτοις, και οι ίδιοι οι συγγραφείς της Βίβλου είχαν συχνά συγκεκριμένους σκοπούς υπ’ όψιν. Ο γιατρός Λουκάς, γράφοντας το Ευαγγέλιό του, ήθελε να παρουσιάση μια ακριβή ιστορία με λογική σειρά, που ν’ αποδεικνύη την βεβαιότητα αυτών που είχε διδαχθή προφορικά για τον Ιησού Χριστό ο Θεόφιλος. (Λουκάς 1:3, 4) Επιστολές που είχαν γραφή από τον Παύλο, τον Πέτρο, τον Ιωάννη και άλλους είχαν σχεδιασθή για να εκπληρώσουν τις ανάγκες εκείνων στους οποίους απευθύνοντο. Επί παραδείγματι, στην πρώτη επιστολή του προς Κορινθίους (1:10-13) ο απόστολος Παύλος εξήτασε την ανάγκη ενότητος. Αυτό έγινε διότι είχε λάβει ειδήσεις ότι υφίσταντο διενέξεις στην εκκλησία.
Επειδή εδέχοντο πρόθυμα την καθοδήγησι του πνεύματος του Θεού, οι συγγραφείς της Βίβλου ήσαν σε θέσι να παρουσιάζουν ακριβώς την ορθή πληροφορία, πληροφορία που ήταν πάντοτε σύμφωνη με τον σκοπό του Θεού. Σε μια τουλάχιστον περίπτωσι η ενέργεια του πνεύματος του Θεού είχε ως αποτέλεσμα να καταγραφή ύλη τελείως διαφορετική απ’ εκείνη που αρχικά εσκόπευε να γράψη ο συγγραφεύς. Ο μαθητής Ιούδας εσχεδίαζε αρχικά να γράψη για τη σωτηρία που οι κεχρισμένοι από το πνεύμα Χριστιανοί διακρατούν από κοινού. Εν τούτοις, καταστάσεις που είχαν αναπτυχθή στη Χριστιανική εκκλησία έδειχναν ότι χρειαζόταν επειγόντως διαφορετική πληροφορία. Ανήθικοι, ζωώδεις άνθρωποι είχαν διεισδύσει μεταξύ των Χριστιανών «μεταστρέφοντες την χάριν του Θεού ημών εις ασέλγειαν.» Γι’ αυτό κατευθυνόμενος από το πνεύμα του Θεού, ο Ιούδας έδωσε νουθεσία για να βοηθήση τους ομοπίστους του ν’ αντιμετωπίσουν επιτυχώς τις φθοροποιές επιδράσεις μέσα στην εκκλησία.—Ιούδας 3, 4.
Ένα σημαντικό μέρος της πληροφορίας που απετέλεσε μέρος της θεοπνεύστου Γραφικής αφηγήσεως ήταν εύκολα προσιτό στους συγγραφείς της. Μερικές φορές οι ίδιοι οι συγγραφείς ήσαν αυτόπται μάρτυρες γεγονότων που αναφέρουν στις αφηγήσεις τους. Πήραν επίσης από υφιστάμενα τότε συγγράμματα, περιλαμβανομένων γενεαλογιών και ιστορικών εγγράφων. Μεταξύ των ιστορικών εγγράφων ήσαν «το βιβλίον των πολέμων του Ιεχωβά,» «το βιβλίον του Ιασήρ,» «το βιβλίον των Βασιλέων του Ισραήλ,» «τα χρονικά του Βασιλέως Δαβίδ» και «το βιβλίον των Βασιλέων του Ιούδα και του Ισραήλ.»—Αριθμοί 21:14· Ιησούς Ναυή 10:13· 1 Χρον. 9:1· 27:24· 2 Χρον. 16:11.
Όταν οι Βιβλικοί συγγραφείς κατέγραψαν πληροφορίες από άλλα έγγραφα ή αφηγούντο γεγονότα που είχαν προσωπικά ιδεί, ποιο ρόλο έπαιξε το πνεύμα του Θεού; Εμπόδιζε να παρεισφρύση ανακρίβεια ή λάθος στο Θείο Υπόμνημα. Το πνεύμα του Θεού καθωδηγούσε επίσης στην εκλογή της ύλης που θα συμπεριλαμβανόταν. Όπως έγραψε ο απόστολος Παύλος στους Κορινθίους: «Ταύτα δε πάντα εγίνοντο εις εκείνους [τους Ισραηλίτες] παραδείγματα, και εγράφησαν προς νουθεσίαν ημών [των Χριστιανών] εις τους οποίους τα τέλη των αιώνων έφθασαν.»—1 Κορ. 10:11.
Αυτά τα λόγια του Παύλου δείχνουν ότι οι ιστορικές πληροφορίες που περιέχονται στις Γραφές βρίσκονται εκεί για κάποιο σκοπό. Μας λέγουν ότι οι Ισραηλίτες παγιδεύθηκαν στην ειδωλολατρία, στην πορνεία και στον γογγυσμό. Εφ’ όσον ήσαν ο επί διαθήκη λαός του Ιεχωβά, αυτό απεδείκνυε ότι και οι Χριστιανοί επίσης ήταν δυνατόν να εμπλακούν σε παρόμοιες αδικοπραγίες. Βέβαια, ο Ιεχωβά Θεός δεν ενήργησε σαν κανένας αόρατος Δραματογράφος και εσκηνοθέτησε αυτά τα συμβάντα, κάνοντας τους Ισραηλίτες να αμαρτήσουν. Όχι, αλλά με το πνεύμα του εφρόντισε ώστε η πληροφορία αυτή να γίνη μέρος της θεόπνευστης ιστορίας για να μπορέσουν να ωφεληθούν οι δούλοι του στο μέλλον από τα προειδοποιητικά παραδείγματα. Αναγνωρίζοντας ότι είναι δυνατόν ακόμη και ο επί διαθήκη λαός του Θεού να γίνη ένοχος σοβαρών παραβάσεων, οι Χριστιανοί θα μπορούσαν καλύτερα να εκτιμήσουν την ανάγκη να δίνουν προσοχή ώστε να έχουν καλή διαγωγή. Αυτό δίνει δύναμι στη θεόπνευστη νουθεσία: «Ώστε ο νομίζων ότι ίσταται ας βλέπη μη πέση.»—1 Κορ. 10:12.
Εκτός από τις ιστορικές πληροφορίες, η Γραφή περιέχει σοφά ρητά και συμβουλή. Πολλά απ’ αυτά οι ίδιοι οι συγγραφείς θα μπορούσαν να τα έχουν μάθει από προσωπική πείρα στη ζωή και ακόμη περισσότερα από τη μελέτη τους και την εφαρμογή των τμημάτων της Γραφής που είχαν στη διάθεσί τους. Εν τούτοις η καθοδήγησις του πνεύματος του Θεού χρειαζόταν για να εκφράσουν οι συγγραφείς σκέψεις που αντανακλούν, όχι ανθρώπινη λογική, αλλά θεία σοφία.
Μια τέτοια περίπτωσις είναι η συμβουλή του αποστόλου Παύλου για τον γάμο και την αγαμία. Ο Παύλος έγραψε: «Προς δε τους λοιπούς εγώ λέγω, ουχί ο Κύριος. . . » Και πάλι: «Περί δε των παρθένων, προσταγήν του Κυρίου δεν έχω· αλλά γνώμην δίδω.» Και τελικά σχετικά με την γυναίκα που εχήρευσε, δηλώνει: «Μακαριωτέρα όμως είναι, εάν μείνη ούτω, κατά την εμήν γνώμην· νομίζω δε ότι και εγώ έχω πνεύμα Θεού.» (1 Κορ. 7:12, 25, 40) Προφανώς ο Παύλος εννοούσε ότι δεν μπορούσε να παραθέση κάποια άμεση διδασκαλία του Ιησού Χριστού σε ωρισμένα σημεία. Γι’ αυτό ο Παύλος έδωσε την προσωπική του γνώμη. Εν τούτοις εφ’ όσον αυτή η επιστολή αποτελεί μέρος των Ιερών Γραφών, η γνώμη του ήταν θεόπνευστη.
Επιβεβαιώνοντας τη θεοπνευστία των επιστολών του Παύλου, ο γεμάτος πνεύμα απόστολος Πέτρος τις κατέταξε μαζί με τις λοιπές Γραφές, λέγοντας: «Ο αγαπητός ημών αδελφός Παύλος έγραψε προς εσάς κατά την δοθείσαν εις αυτόν σοφίαν, ως και εν πάσαις ταις επιστολαίς αυτού, λαλών εν αυταίς περί τούτων· μεταξύ των οποίων είναι τινά δυσνόητα, τα οποία οι αμαθείς και αστήρικτοι στρεβλόνουσιν, ως και τας λοιπάς γραφάς, προς την ιδίαν αυτών απώλειαν.»—2 Πέτρ. 3:15, 16.
Υπήρχαν, βέβαια, πολλά που θα ήσαν αδύνατο να μάθουν οι άνθρωποι χωρίς την υπερφυσική ενέργεια του πνεύματος του Θεού. Αυτό περιελάμβανε την πληροφορία σχετικά με την προανθρώπινη ιστορία της γης, γεγονότα που συνέβησαν στους αόρατους ουρανούς, προφητείες και αποκαλύψεις των σκοπών του Θεού.
Έτσι, ενώ περιλαμβανόταν σαφώς και ανθρώπινη προσπάθεια στη συγγραφή της Βίβλου, τον σπουδαιότερο ρόλο τον έπαιξε το πνεύμα του Θεού. Απεκάλυψε πληροφορίες που δεν μπορούσαν να αποκτηθούν μέσω ανθρωπίνης ερεύνης. Επιπρόσθετα, το πνεύμα του Θεού καθωδήγησε ανθρώπους με τέτοιο τρόπο ώστε να καταγραφή ακριβής και ωφέλιμη ύλη.