«Ο Λόγος ο Σος Αλήθεια Εστί»
Η Βιβλική Άποψις για τον Πλούτο—Είναι Αντιφατική;
ΟΙ δούλοι του Ιεχωβά των αρχαίων χρόνων περιελάμβαναν και πλουσίους ανθρώπους. Πράγματι, ο Ιεχωβά Θεός προσδιορίζεται ως Εκείνος ‘όστις έδινε δύναμι στους Ισραηλίτας ν’ αποκτούν πλούτη.’ (Δευτ. 8:18) Εν τούτοις, ο Ιησούς ανεφώνησε: «Πώς δυσκόλως θέλουσιν εισέλθει εις την βασιλείαν του Θεού οι έχοντες τα χρήματα.» (Λουκ. 18:24) Είναι μήπως αυτό αντιφατικό;
Είναι σπουδαίο να ενθυμούμεθα ότι ο Ιεχωβά Θεός δεν έδινε πάντοτε τις ίδιες εντολές στους δούλους σε όλες τις εποχές της ανθρώπινης ιστορίας. Επί παραδείγματι, εν όψει των συνθηκών και του σκοπού του Θεού να υπηρετήση ο Ιερεμίας ως ένα σημείον, ο προφήτης έλαβε εντολή να μη νυμφευθή και αναστήση οικογένεια. (Ιερ. 16:2-4) Αλλά κανένας από τους δούλους του Θεού είτε μετά απ’ αυτόν τον καιρό δεν είχε λάβει ειδικά την εντολή να παραμείνη άγαμος. Παρομοίως, ότι η Βίβλος λέγει σχετικά με τα πλούτη πρέπει να εξετασθή υπό το φως του σκοπού του Θεού σχετικά με τον λαό του.
Πιστοί δούλοι του Ιεχωβά Θεού, όπως ο πατριάρχης Αβραάμ και ο Ιώβ, δεν είχαν λάβει απ’ ευθείας την εντολή να κάμουν μαθητάς. Γι’ αυτό ο χρόνος των κατηναλώνετο κυρίως με τη φροντίδα των φυσικών και πνευματικών αναγκών των αντιστοίχων οικογενειών των. Ο Ιεχωβά ευλόγησε τις επιμελείς προσπάθειες αυτών των δούλων του ώστε έφθασαν να έχουν πολλά κτήνη, χρυσό, άργυρο και πολλούς υπηρέτας.
Μολονότι πλούσιοι, αυτοί οι άνθρωποι δεν ήσαν υλισταί. Ανεγνώριζαν ότι η υλική των ευημερία ωφείλετο στην ευλογία του Ιεχωβά επάνω τους. Όταν του εδόθη η ευκαιρία ν’ αυξήση τα πλούτη του με το να δεχθή μια προσφορά του βασιλέως των Σοδόμων, ο Αβραάμ είπε: «Δεν θέλω λάβει από πάντων των ιδικών σου από κλωστής έως λωρίου υποδήματος, δια να μη είπης, Εγώ επλούτησα τον Άβραμ.» (Γεν. 14:23, 24) Λόγω της ορθής στάσεως που υπεδείχθη από ανθρώπους όπως ο Αβραάμ, ο Ιεχωβά είχε σοβαρούς λόγους για να τους προστατεύση από το να πέσουν θύματα ανθρώπων ιδιοτελών και απλήστων.
Όπως και στην περίπτωσι των πιστών πατριαρχών, η υλική ευημερία των Ισραηλιτών εξηρτάτο από το αν θα διατηρούσαν την κατάλληλη σχέσι με τον Ιεχωβά Θεό. Ήταν σκοπός του Θεού, αν υπήκουε ο Ισραήλ, να είναι ένα έθνος που να ευημερή. Ο Μωυσής είπε: «Ο Ιεχωβά θέλει ανοίξει εις σε τον αγαθόν θησαυρόν αυτού, τον ουρανόν, δια να δίδη βροχήν εις την γην σου κατά τον καιρόν αυτής, και δια να ευλογή πάντα τα έργα των χειρών σου· και θέλεις δανείζει εις πολλά έθνη, συ δε δεν θέλεις δανείζεσθαι.»—Δευτ. 28:12.
Η ευημερία του έθνους θα έφερε δόξα στον Ιεχωβά, αποτελώντας μια ισχυρή απόδειξι στα γύρω έθνη ότι αυτός ήταν ο Πλουτίζων τον λαόν του και ότι ο Νόμος που είχε δώσει σ’ αυτούς ήταν ανυπέρβλητος στο να διασφαλίση την ευημερία όλων εκείνων τους οποίους αφορούσε.
Ότι η ευημερία του Ισραήλ υπεκίνησε άλλους λαούς να δοξάσουν τον Ιεχωβά φαίνεται στην περίπτωσι του Βασιλέως Σολομώντος. Επειδή είχε ακούσει για τον Σολομώντα και για τον Ιεχωβά η βασίλισσα της Σεβά, επί παραδείγματι, ήρθε από μακρινή γη για να ιδή αν όσα είχε ακούσει σχετικά με τη σοφία του και τα πλούτη του ήσαν αληθινά. Αυτό που είδε την υπεκίνησε να αινέση τον Ιεχωβά. Η βασίλισσα της Σεβά είπε στον Σολομώντα: «Η σοφία σου και η ευημερία σου υπερβαίνουσι την φήμην την οποίαν ήκουσα· . . . Έστω Ιεχωβά ο Θεός σου ευλογημένος, όστις ευηρεστήθη εις σε, δια να σε θέση επί τον θρόνον του Ισραήλ! Επειδή ο Ιεχωβά ηγάπησεν εις τον αιώνα τον Ισραήλ.»—1 Βασ. 10:1, 2, 7-9.
Φυσικά, η ευημερία του έθνους δεν εσήμαινε ότι κάθε άτομο σ’ αυτό ήταν πλούσιο—ή ότι εκείνοι που είχαν λίγα ήσαν κατ’ ανάγκην κάτω από θεία δυσμένεια. Απρόβλεπτα συμβάντα μπορούσαν να βυθίσουν άτομα στη φτώχεια. Ατυχήματα και ασθένειες μπορούσαν προσωρινώς ή μονίμως να εμποδίσουν ένα άτομο από το να εκτελή την απαιτούμενη εργασία. Ο θάνατος μπορούσε ν’ αφήση πίσω ορφανά και χήρες. Γι’ αυτό οι Ισραηλίτες ενεθαρρύνοντο να είναι γενναιόδωροι σχετικά με τα πλούτη των, δίνοντας βοήθεια στους φτωχούς και τεθλιμμένους που βρίσκονταν μεταξύ των.—Λευιτ. 25:35· Δευτ. 15:7, 8.
Ανόμοια με τους πατριάρχας και το έθνος Ισραήλ, οι ακόλουθοι του Ιησού Χριστού είχαν την αποστολή ‘να μαθητεύσουν πάντα τα έθνη.’ (Ματθ. 28:19, 20) Η εκπλήρωσις αυτής της αποστολής απαιτούσε χρόνο και προσπάθεια που αλλιώς θα μπορούσε κατάλληλα να χρησιμοποιηθή για κοσμικές επιδιώξεις. Επομένως, εκείνος ο οποίος εξακολουθούσε να προσκολλάται στα πλούτη του, αν αυτό τον εμπόδιζε από το να μπορή να χρησιμοποιή τον χρόνο του και τους πόρους του για να εκτελέση αυτή την αποστολή, δεν θα μπορούσε να είναι μαθητής του Ιησού με την προοπτική να κερδίση αιώνιο ζωή στους ουρανούς. Γι’ αυτό ο Υιός του Θεού είπε: «Πώς δυσκόλως θέλουσιν εισέλθει εις την βασιλείαν του Θεού οι έχοντες τα χρήματα!»—Λουκ. 18:24.
Οι ακόλουθοι του Χριστού, εν τούτοις, δεν επρόκειτο να περιορισθούν σε μια κατάστασι φτώχειας και να εξαρτώνται από άλλους για συντήρησι. Μάλλον έπρεπε να εργάζωνται σκληρά, ώστε να μπορούν να προνοούν για τις οικογένειές των και επίσης να έχουν ‘να μεταδίδουν εις τον χρείαν έχοντα.’ (Εφεσ. 4:28· 1 Θεσ. 4:10-12· 2 Θεσ. 3:10-12· 1 Τιμ. 5:8) Έπρεπε ν’ αρκούνται σε διατροφές και σκεπάσματα και να μη αγωνίζωνται να πλουτίσουν. Το 1 Τιμ. 6:9, 10 λέγει: «Όσοι δε θέλουσι να πλουτώσι, πίπτουσιν εις πειρασμόν και παγίδα, και εις επιθυμίας πολλάς ανοήτους και βλαβεράς, αίτινες βυθίζουσι τους ανθρώπους εις όλεθρον και απώλειαν. Διότι ρίζα πάντων των κακών είναι η φιλαργυρία· την οποίαν τινές ορεγόμενοι, απεπλανήθησαν από της πίστεως, και διεπέρασαν εαυτούς με οδύνας πολλάς.»
Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι ο Χριστιανός δεν μπορεί να έχη πλούτη. Ακόμη και τον πρώτο αιώνα μ.Χ. μερικοί πλούσιοι Χριστιανοί ήσαν συνταυτισμένοι με την εκκλησία της Εφέσου της Μικράς Ασίας. Ο απόστολος Παύλος δεν έδωσε οδηγίες στον Τιμόθεο να συμβουλεύση αυτούς τους πλουσίους Χριστιανούς ειδικά ν’ αποστερηθούν όλα τα υλικά πράγματα, αλλά έγραψε: «Εις τους πλουσίους του κόσμου τούτου παράγγελλε να μη υψηλοφρονώσι, μηδέ να ελπίζωσιν επί την αδηλότητα του πλούτου, αλλ’ επί τον Θεόν τον ζώντα, όστις δίδει εις ημάς πλουσίως πάντα εις απόλαυσιν· να αγαθοεργώσι, να πλουτώσι εις έργα καλά, να είναι ευμετάδοτοι, κοινωνικοί, θησαυρίζοντες εις εαυτούς θεμέλιον καλόν εις το μέλλον, δια να απολαύσωσι την αιώνιον ζωήν.» (1 Τιμ. 6:17-19) Έτσι αυτοί οι πλούσιοι Χριστιανοί έπρεπε να προσέχουν τη στάσι των, μη αφήνοντας είτε την επιδίωξι είτε τη διατήρησι του πλούτου να τους απορροφήση, αλλά να κρατούν τα πλούτη στη θέση τους και να τα χρησιμοποιούν γενναιόδωρα για να βοηθήσουν άλλους. Κάνοντας αυτό, αναμφιβόλως θα έπαυαν να επεκτείνουν τα πλούτη των, στην πραγματικότητα μπορεί και να λιγόστευαν τώρα. Αλλά ‘το θεμέλιόν των για το μέλλον’ θα παρέμενε στερεό.
Αληθινά ό,τι λέγει η Βίβλος σχετικά με τα πλούτη είναι πάντοτε ανάλογο με τις περιστάσεις και τον σκοπό του Θεού όσον αφορά τους δούλους του. Στις Άγιες Γραφές από την αρχή ως το τέλος η έμφασις τίθεται με συνέπεια, όχι στην απόκτησι υλικού πλούτου, αλλά μιας καλής στάσεως απέναντι στον Ιεχωβά Θεό, μιας στάσεως που διατηρείται με το να συνεχίζη ένα άτομο να πράττη το θείο θέλημα με πίστι. Επομένως η Βιβλική άποψις όσον αφορά τον πλούτο είναι αρμονική, όχι αντιφατική.