«Ο Λόγος ο Σος Αλήθεια Έστι»
Είναι Κατάλληλο να Προσεύχεται Κανείς σε Άλλους Εκτός από τον Θεό;
ΤΟ ζήτημα της προσευχής κατέχει μια εξέχουσα θέσι στις Άγιες Γραφές από τη Γένεσι ως την Αποκάλυψι. Αλλά τι ακριβώς είναι η προσευχή;
Ένας από τους ορισμούς που έχουν δοθή δείχνει ότι η προσευχή είναι «ομιλία με τον θεό». Μολονότι η προσευχή είναι πράγματι αυτό, εν τούτοις δεν σημαίνει ότι όλες οι ομιλίες με τον Θεό είναι προσευχές. Επί παραδείγματι, ο Αδάμ και η Εύα, μετά τη διάπραξι της αμαρτίας των, μίλησαν με τον Θεό, αλλά η ομιλία αυτού του είδους δεν ήταν προσευχή. Και όταν ο Κάιν μίλησε στον Θεό, αφού είχε ήδη δολοφονήσει τον δίκαιο αδελφό του Άβελ, αυτός δεν έκαμε τότε προσευχή. Η προσευχή είναι κάτι περισσότερο από απλή ομιλία προς τον Θεό. Περιλαμβάνει αφοσίωσι, εμπιστοσύνη, σεβασμό και μια στάσι εξαρτήσεως από εκείνον προς τον οποίον απευθύνεται η προσευχή.
Για να εισακούωνται οι προσευχές, πρέπει να απευθύνωνται στο κατάλληλο Πρόσωπο, με τον ορθό τρόπο και για ορθά πράγματα. Πρώτη έρχεται η ανάγκη του να προσευχώμεθα στο κατάλληλο Πρόσωπο. Είναι ορθό να προσευχώμεθα σε άλλους εκτός από τον Θεό;
Σύμφωνα με τη Νέα Καθολική Εγκυκλοπαιδεία, «Προσεύχεται κανείς στην Ευλογημένη Παρθένο, στους αγγέλους και στους αγίους του ουρανού, αλλά μόνο με την έννοια ότι αυτοί μπορούν να μεσιτεύουν στον Θεό, για μας. Στον Θεό προσευχόμεθα ‘Να μας ελεήση’· στους αγίους, ‘Να προσευχηθούν για μας’.—Τόμ. 11, σελ. 673.
Αλλά υπάρχει κάποια Γραφική βάσις για τον ισχυρισμό ότι μπορούμε να προσευχώμεθα στη Μαρία και σε άλλους «που μπορούν να μεσολαβούν στον Θεό για μας» Όχι, δεν υπάρχει. Πουθενά στη Βίβλο δεν διαβάζομε ότι οι πρώτοι Χριστιανοί εζήτησαν από τους αγγέλους, ή από συγχριστιανούς των που είχαν πεθάνει (όπως ο Στέφανος και ο Ιάκωβος) να μεσολαβήσουν γι’ αυτούς.—Πράξ. 7:60· 12:2.
Ένας λόγος που δεν έκαναν προσευχές στους Χριστιανούς που είχαν μαρτυρήσει μέχρι θανάτου ήταν επειδή εγνώριζαν ότι αυτοί ήσαν νεκροί και ότι οι νεκροί θα κοιμούνταν στον θάνατο ως την επάνοδο του Ιησού Χριστού. Δεν είχε πει ο Ιησούς στους αποστόλους ότι πήγαινε να ετοιμάση τόπο στον ουρανό γι’ αυτούς, και ότι όταν θα επέστρεφε θα τους έπαιρνε εκεί; Βεβαίως το είχε πει, (Ιωάν. 14:2, 3). Επί πλέον, επανειλημμένως διαβάζομε για Χριστιανούς που κοιμούνται στον θάνατο μέχρι της επανόδου του Χριστού: «Ιδού, μυστήριον λέγω προς εσάς· πάντες μεν δεν θέλομεν κοιμηθή, πάντες όμως θέλομεν μεταμορφωθή, εν μια στιγμή, εν ριπή οφθαλμού, εν τη εσχάτη σάλπιγγι· διότι θέλει σαλπίσει, και οι νεκροί θέλουσιν αναστηθη άφθαρτοι, και εμείς θέλομεν μεταμορφωθη». (1 Κορ. 15:51, 52) Και πάλι: «Διότι εάν πιστεύωμεν ότι ο Ιησούς απέθανε και ανέστη, ούτω και ο Θεός τους κοιμηθέντας διά του Ιησού θέλει φέρει μετ’ αυτού. Διότι τούτο σας λέγομεν διά του λόγου του Κυρίου, ότι ημείς οι ζώντες όσοι απομένομεν εις την παρουσίαν του Κυρίου, δεν θέλομεν προλάβει τους κοιμηθέντας· επειδή αυτός ο Κύριος θέλει καταβή απ’ ουρανού με κέλευσμα, με φωνήν αρχαγγέλου, και με σάλπιγγα Θεού· και οι αποθανόντες εν Χριστώ θέλουσιν αναστηθή πρώτον». (1 Θεσσ. 4:14, 16) Έτσι παρατηρούμε επίσης τον Απόστολο Παύλο να εκφράζη την ελπίδα ότι θα λάβη το ουράνιο βραβείο όχι στον θάνατο, άλλα «εν εκείνη τη ημέρα».—2 Τιμ. 4:8.
Έτσι όσον χρόνο αυτοί οι πιστοί Χριστιανοί κοιμούνταν στο θάνατο, θα ήταν άσκοπο να τους ζητούν οι ζωντανοί να μεσολαβήσουν για χάρι των. Αλλά δεν διαβάζομε επανειλημμένως ότι οι Χριστιανοί ενθαρρύνονται να προσεύχωνται ο ένας για τον άλλον; Ναι, αλλά αυτό πρέπει να συμβαίνη ενόσω είναι ζωντανοί. Ο Απόστολος Παύλος όχι μόνο προσευχόταν για τους άλλους, αλλά επίσης παρακαλούσε τους άλλους να προσεύχωνται γι’ αυτόν. Στους Θεσσαλονικείς είχε γράψει: «Το λοιπόν προσεύχεσθε, αδελφοί, περί ημών». (2 Θεσσ. 3:1) Ενεθάρρυνε τους Φιλιππησίους: «Και τούτο προσεύχομαι, να περισσεύση η αγάπη σας έτι μάλλον και μάλλον εις επίγνωσιν και εις πάσαν νόησιν». (Φιλιππ. 1:9) Επίσης, ο μαθητής Ιάκωβος εσυμβούλευσε: «Εύχεσθε υπέρ αλλήλων δια να ιατρευθήτε. Πολύ ισχύει η δέησις του δικαίου ενθέρμως γενομένη». (Ιακ. 5:16) Σημειώστε ότι σε όλες τις περιπτώσεις οι προσευχές είναι υπέρ των άλλων. Δεν απευθύνονται σε πλάσματα.
Ο μόνος στον ουρανό που είναι εξουσιοδοτημένος από τον Θεό για να συνηγορή υπέρ ημών είναι ο Ιησούς Χριστός. Αυτός έχει τις απαιτούμενες ιδιότητες, επειδή ακριβώς εθυσίασε τη ζωή του για μας. (Εβρ. 7:25-27) Εάν κάμωμε τις αιτήσεις μας μέσω του ονόματός του, ο ίδιος μας διαβεβαιώνει ότι ο Θεός θα μας εισακούση. (Ιωαν. 16:23, 24) Αυτός επίσης είπε ότι «ουδείς έρχεται προς τον πατέρα ειμή δι’ εμού». (Ιωάν. 14:6) Και όπως ο εμπνευσμένος απόστολος Παύλος μας λέγει: «Διότι είναι εις Θεός, εις και μεσίτης Θεού και ανθρώπων, άνθρωπος Χριστός Ιησούς, όστις έδωκεν εαυτόν αντίλυτρον υπέρ πάντων». Εφ’ όσον αυτός είναι ο καθωρισμένος από τον Θεό τρόπος, θα ήταν προσβολή για τον Ιησού, το να ζητούμε από άλλους να μεσιτεύουν για μας, σαν να μην ήταν επαρκής ο διωρισμένος μεσίτης του Θεού.—1 Τιμ. 2:5, 6.
Εφ’ όσον ο Ιησούς Χριστός είναι η οδός μέσω της οποίας πλησιάζομε τον Θεό και αφού επίσης παρακαλεί για μας, μήπως αυτό σημαίνει ότι μπορούμε να προσευχώμεθα σ’ αυτόν με άμεσο τρόπο; Σύμφωνα με τη Νέα Καθολική Εγκυκλοπαιδεία «σε μερικές περιπτώσεις . . . οι προσευχές απευθύνονται άμεσα στον Χριστό . . . Η πρώτη γνωστή προσευχή που απευθύνθηκε στον Χριστό είναι εκείνη του Αγίου Στεφάνου, ‘Κύριε Ιησού δέξαι το πνεύμα μου . . . Κύριε, μη λογαριάσης εις αυτούς την αμαρτίαν ταύτην’. (Πράξ. 7:60).
Τι θα πούμε γι’ αυτόν τον ισχυρισμό; Αποδεικνύουν μήπως τα λόγια του Στεφάνου ότι πρέπει μερικές φορές να προσευχώμεθα άμεσα στον Ιησού; Όχι, καθόλου. Γιατί; Λόγω της περιστάσεως κάτω από την οποία εξέφρασε αυτά τα λόγια. Αφού ο Στέφανος είχε δώσει εκτεταμένη μαρτυρία στο Σάνχενδριν, άρχισαν κατόπιν να τον απειλούν. Ο Θεός για να τον ενισχύση, χωρίς αμφιβολία τον αξίωσε να δη μια ουράνια όρασι, όπως διαβάζομε: «Ο δε Στέφανος πλήρης ων Πνεύματος Αγίου, ατενίσας εις τον ούρανόν, είδε την δόξαν του Θεού, και τον Ιησούν ιστάμενον εκ δεξιών του Θεού, και είπεν, Ιδού, θεωρώ τους ουρανούς ανεωγμένους, και τον Υιόν του ανθρώπου ιστάμενον εκ δεξιών του Θεού». Βλέποντας τον Κύριο Ιησού Χριστό σε όρασι, ο Στέφανος αισθάνθηκε προφανώς ελεύθερος ν’ απευθύνη την παράκλησί του σ’ αυτόν, ως την διωρισμένη Κεφαλή της Χριστιανικής εκκλησίας, λέγοντας «Κύριε Ιησού, δέξαι το πνεύμα μου».—Πράξ. 7:54-59.
Έτσι ο Στέφανος δεν απηύθυνε μια προσευχή στον Ιησού, με τον τρόπο που συνήθως προσευχόταν στον Ιεχωβά Θεό. Έκαμε μια έκκλησι σε κάποιον που έβλεπε σε όρασι. Απόδειξις του ότι αυτό είναι ένα σωστό συμπέρασμα αποτελεί το γεγονός ότι μια ακόμη περίστασις που παρόμοια έκφρασις απευθύνθηκε στον αναστημένο Κύριο Ιησού Χριστό, αφορά μια ομοίας φύσεως κατάστασι. Ο απόστολος Ιωάννης, στο βιβλίο της Αποκαλύψεως, λέγει ότι είδε σε όρασι τον Ιησού και ότι τον άκουσε να λέγη: «Εγώ ο Ιησούς έπεμψα τον άγγελόν μου να μαρτυρήση εις εσάς ταύτα εις τας εκκλησίας». Αργότερα ο Ιησούς προσέθεσε «Λέγει ο μαρτύρων ταύτα, ‘Ναι, έρχομαι ταχέως’». «Επειδή άκουσε τον Ιησού να λέγη αυτά τα λόγια, ο Ιωάννης απεκρίθη: «Αμήν. Ναι, έρχου Κύριε Ιησού».—Αποκ. 22:16, 20.
Έτσι βλέπομε ότι η Γραφή δεν μας παροτρύνει να προσευχώμεθα στους αγγέλους, στη Μαρία τη μητέρα του Ιησού, ούτε σε άλλους αγίους στους ουρανούς να παρακαλούν τον Θεό για μας. Υπάρχει μόνο μια οδός για να πλησιάσωμε τον Πατέρα, η οδός του Ιησού Χριστού, και πράγματι αυτός μόνο μπορεί να συνηγορήση υπέρ ημών, ή να μεσιτεύση για μας. Και ο μόνος στον οποίο πρέπει να προσευχώμεθα είναι ο Ιεχωβά Θεός. Αυτό πρέπει να συμβαίνη, διότι «εις ημάς είναι εις Θεός ο Πατήρ, εξ ου τα πάντα, και ημείς εις αυτόν και εις Κύριος Ιησούς Χριστός, δι’ ου τα πάντα, και ημείς δι’ αυτού».—1 Κορ. 8:6.