Πού η Σύγχρονη Καθολική Θεολογία Βαδίζει;
ΚΑΛΑ έχουν πει, ‘Δεν υπάρχει τίποτε στάσιμο. Τα πράγματα ή προχωρούν ή οπισθοχωρούν. Ή γίνονται καλύτερα ή χειροτερεύουν’ Κι έτσι μπορεί κατάλληλα να τεθή η ερώτησις, Πού βαδίζει σήμερα η Ρωμαιοκαθολική Βιβλική Θεολογία—εμπρός ή πίσω;
Το ότι η σύγχρονη Καθολική θεολογία αλλάζει είναι φανερό σ’ όλους εκείνους που υπήρξαν παρατηρητικοί. Πράγματι, οι αλλαγές της προκάλεσαν κρίσι στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Από το ένα μέρος υπάρχουν εκείνοι που εντατικά αντιτάσσονται σ’ αυτές τις αλλαγές, και, από το άλλο μέρος, εκείνοι που είναι ανυπόμονοι επειδή οι αλλαγές δεν είναι πιο μεγάλες και δεν γίνονται πιο γρήγορα. Εξ αιτίας αυτής της καταστάσεως δεν είναι περίεργο ότι η Ιησουιτική έκδοσις America (9 Μαΐου 1970a) θεώρησε αναγκαίο να παρατηρήση: «Οι Καθολικοί οι οποίοι μεγάλωσαν στις χθεσινές Εκκλησίες τώρα αναπνέουν και προσεύχονται και παραδέρνουν σε μια θρησκευτική κατάστασι η οποία χαρακτηρίζεται από αβεβαιότητα, διαφωνία και αναστάτωσι.»
Ιδιαιτέρως στη Ρωμαιοκαθολική θεολογία υπάρχει μια τάσις απομακρύνσεως από την πίστι στη θεοπνευστία και αυθεντικότητα των Γραφών. Και αυτό, μπορεί να προστεθή, είναι η πιο σοβαρή άποψις της συγχρόνου αλλαγής και θα ήταν αφορμή ανησυχίας σ’ όλους τους Καθολικούς οι οποίοι ακόμα είναι προσκολλημένοι στη θεοπνευστία της Βίβλου.
Έγραψε ο Μωυσής την Πεντάτευχο;
Με τον όρο «Πεντάτευχος» εννοούνται τα πρώτα πέντε βιβλία της Βίβλου: Γένεσις, Έξοδος, Λευιτικόν, Αριθμοί και Δευτερονόμιον. Ποιος έγραψε αυτά τα βιβλία; Όχι μόνο η ίδια η Πεντάτευχος και η Ιουδαϊκή παράδοσις από πολλούς αιώνες αποδίδουν αυτά τα βιβλία στον Μωυσή, αλλ’ αυτό κάνουν και άλλα βιβλία των Εβραϊκών Γραφών καθώς κι ο Ιησούς και οι απόστολοί του. Έτσι στην Έξοδο 17:14, Αριθμούς 33:2 και Δευτερονόμιο 31:9 βρίσκονται δηλώσεις που λέγουν ότι ο Μωυσής έγραψε ή διετάχθη να γράψη. Μεταξύ άλλων μερών των Εβραϊκών Γραφών που δείχνουν ότι ο Μωυσής έδωσε τον νόμο που περιλαμβάνεται, στην Πεντάτευχο, είναι: Ιησούς του Ναυή 1:7, 8· Κριταί 3:4 και 1 Βασιλ. 2:3. Το ότι ο Ιησούς Χριστός επίστευε ότι ο Μωυσής έγραψε αυτά τα βιβλία των Γραφών είναι καταφανές από τις παρατηρήσεις που έκαμε στους εναντιουμένους Ιουδαίους: «Διότι, εάν επιστεύετε εις τον Μωυσήν, ηθέλετε πιστεύσει εις εμέ· επειδή περί εμού εκείνος έγραψεν.» (Ιωάν. 5:46) Και βρίσκομε ότι το Χριστιανικό κυβερνών σώμα, που συνήλθε στην Ιερουσαλήμ για να εξετάσουν τέτοια ζητήματα όπως η περιτομή, ομοίως ανεγνώρισε τον Μωυσή ως συγγραφέα, διότι είπε: «Διότι ο Μωυσής από γενεάς αρχαίας έχει εν πάση πόλει τους κηρύττοντας αυτόν εν ταις συναγωγαίς, αναγινωσκόμενος κατά παν σάββατον.»—Πράξ. 15:21.
Υπήρχε καιρός που η Καθολική θεολογία συμφωνούσε με τα προηγούμενα. Έτσι το Νέο Καθολικό Λεξικό (1929) ανέφερε: Τα πρώτα πέντε βιβλία της Βίβλου εγράφησαν περίπου το 1400 π.Χ. . . . Μια συνεχής παράδοσις, Ιουδαϊκή και Χριστιανική, πάντοτε υπεστήριξε ότι ο Μωυσής είναι ο συγγραφεύς αυτών των πέντε Βιβλίων . . . Αλλά είναι τελείως νόμιμο να παραδεχθούμε ότι ο Μωυσής έκαμε χρήσιν των προϋπαρχόντων εγγράφων τα οποία κατεχώρησε στο έργο του.» Ένα άλλο σύγγραμμα που απέδωσε την Πεντάτευχο στον Μωυσή είναι και η Καθολική Βιβλική Εγκυκλοπαιδεία, Παλαιά Διαθήκη, που προχωρεί και λέγει: «Το κείμενο της Πεντατεύχου . . . στη μεταβίβασί του έχει διαφυλαχθή από λάθη σε ζητήματα πίστεως και ηθικής με τη θεία πρόνοια.»
Αλλά δεν είναι έτσι, λέγει η σύγχρονη Καθολική θεολογία. Η Βίβλος της Ιερουσαλήμ (1966), Τα Σχόλια της Βίβλου του Ιερωνύμου (1968) και η Νέα Καθολική Εγκυκλοπαιδεία (1967) προδίδουν ότι έχουν επηρεασθή από τον Βέλλχαουζεν, ένα Γερμανό λόγιο γλωσσών που δεν επίστευε στη θεοπνευστία της Βίβλου και του οποίου οι θεωρίες αποδεικνύονται όλο και περισσότερο εσφαλμένες. Αλλά πώς μπορεί οποιοσδήποτε να παράγη μια ορθή θεωρία όταν αρχίζη με μια προκατειλημμένη εισαγωγή; Αυτό είναι εκείνο που κάνει ο Βέλλχαουζεν, ισχυριζόμενος ότι όλες οι θρησκείες έχουν ανθρώπινη προέλευσι.
Έτσι, η σύγχρονη Ρωμαιοκαθολική θεολογία έχει μ’ έναν καταφανή τρόπο οπισθοχωρήσει στη θέσι της σχετικά μ’ αυτά τα πέντε βιβλία ως τα θεόπνευστα συγγράμματα του Μωυσέως. (Περισσότερες αποδείξεις για τη θεοπνευστία της Πεντατεύχου υπάρχουν στην έκδοσι Βοήθημα προς Κατανόησιν της Βίβλου σελίδες 1283, 1284, στην Αγγλική.)
Τι Λέγουν για το Βιβλίο του Ιωνά;
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το βιβλίο του Ιωνά λέγει για μερικά παράξενα γεγονότα. Αλλά δεν περιέχει τίποτα που δεν θα μπορούσε να το δεχθή μια διαφωτισμένη πίστις. Επιχειρήματα για την αυθεντικότητα και την ιστορικότητά του είναι τα κάτωθι στοιχεία:
(1) Οι αρχαίοι Εβραίοι εδέχθησαν το βιβλίο ως θεόπνευστο και ιστορικό.
(2) Το βιβλίο του Ιωνά, χρησιμοποιώντας ένα ύφος όμοιο με το ύφος τεσσάρων άλλων μικρών προφητών, αρχίζει με την έκφρασι: «Και έγεινε λόγος Ιεχωβά προς . . .»—Ωσηέ 1:1, Ιωήλ 1:1, Μιχαίας 1:1, Σοφον. 1:1.
(3) Η πιο δυνατή μαρτυρία, όμως, είναι η μαρτυρία του Ιησού Χριστού. Επανειλημμένως αναφέρθηκε στην αφήγησι του Ιωνά, όπως φαίνεται στον Ματθαίο 12:39-41, όπου αναφέρεται δυο φορές σ’ αυτήν, και στον Ματθαίο 16:4. Είπε: «Διότι ως ο Ιωνάς ήτο εν τη κοιλία του κήτους τρεις ημέρας και τρεις νύκτας, ούτω θέλει είσθαι ο Υιός του ανθρώπου εν τη καρδία της γης τρεις ημέρας και τρεις νύκτας.» Και αντί να αμφιβάλλη ότι ο Ιωνάς ήταν δυνατόν να προτρέψη τους κατοίκους της Νινευή να μετανοήσουν, ο Ιησούς συνέχισε: «Άνδρες Νινευίται θέλουσιν αναστηθή εν τη κρίσει μετά της γενεάς ταύτης, και θέλουσι κατακρίνει αυτήν· διότι μετενόησαν εις το κήρυγμα του Ιωνά· και ιδού πλειότερον του Ιωνά είναι εδώ.»
Οι Καθολικοί λόγιοι πριν από μισόν αιώνα και πλέον είχαν την ίδια γνώμη, διότι Η Καθολική Εγκυκλοπαιδεία (1910) Τόμ. 8, σελ. 498, έλεγε: «Οι Καθολικοί πάντα θεωρούσαν το Βιβλίο του Ιωνά ως πραγματική ιστορία. . . . Λόγοι για την παραδοσιακή αποδοχή της ιστορικότητος του Ιωνά: Ι. Η Ιουδαϊκή Παράδοσις—. . . II. Η Αυθεντία του Κυρίου Μας.—Αυτός ο λόγος θεωρείται από τους Καθολικούς ικανός για να άρη κάθε αμφιβολία για την πραγματικότητα της ιστορίας του Ιωνά. . . . Ο Χριστός δεν κάνει διάκρισι μεταξύ της ιστορίας της Βασιλίσσης της Σεβά και του Ιωνά (βλέπε Ματθ. 12:42). Θέτει την ίδια ιστορική αξία στο βιβλίο του Ιωνά όπως και στο [Πρώτο] Βιβλίο των Βασιλέων. Αυτό είναι το πιο δυνατό επιχείρημα που παρουσιάζουν οι Καθολικοί για τη στερεή στάσι που λαμβάνουν στο ζήτημα της πραγματικής ιστορίας του Ιωνά. III. Η Αυθεντία των Πατέρων.—Ούτε ένας από τους Πατέρας δεν αναφέρεται ότι ήταν υπέρ της γνώμης ότι ο Ιωνάς είναι φανταστικός μύθος και όχι πραγματική ιστορία.»
Αλλ’ ο σύγχρονος σκεπτικισμός κατέκτησε τη σύγχρονη Καθολική θεολογία ως προς το βιβλίο του Ιωνά. Τώρα λέγουν ότι το βιβλίο του Ιωνά είναι «μύθος» και όχι αυθεντική ιστορία. Υποτιμούν το βιβλίο, όπως κάνει η Βίβλος της Ιερουσαλήμ με το να το ονομάζη «αστεία περιπέτεια» με «μια σειρά από άνοστα αστεία που έπαιξε ο Θεός με τον προφήτη του . . . όλη η ιστορία λέγεται με μια ανυπόκριτη ειρωνεία» και «με πρόθεσι να διασκεδάση και να διδάξη.» Αλλ’ ο Ιησούς δεν το θεώρησε αστείο· ήταν σοβαρός για κείνο που είχε να πη! Έτσι κάποιος ρωτά, Έχουν αυτοί οι σύγχρονοι κριτικοί κάποια απόδειξι για τη γνώμη τους; Καμμιά απολύτως! Έχουν επινοήσει μόνο θεωρίες για να υποστηρίξουν την άρνησί τους να παραδεχθούν ότι ο Θεός έκανε θαύματα! Καθαρά, η σύγχρονη Καθολική θεολογία οπισθοχωρεί, δεν προοδεύει, πηγαίνοντας αντίθετα με τις σαφείς δηλώσεις του Ιησού Χριστού υπέρ της ιστορικής αξίας του βιβλίου του Ιωνά.
Τι Λέγουν για το Άσμα Ασμάτων;
Αυτό το βιβλίο της Γραφής στο αρχικό εδάφιο λέγει: «Το άσμα των ασμάτων, το του Σολομώντος.» Σε υποστήριξι αυτής της δηλώσεως η εισαγωγή σ’ αυτό το Βιβλίο στην Εβραϊκή Βίβλο Σονσίνο τονίζει τα ακόλουθα σημεία: Ο βασιλεύς Σολομών ήταν πράγματι συγγραφεύς πολλών ασμάτων. (1 Βασιλ. 4:32) Το βιβλίο καθ’ εαυτό αναφέρεται πολλές φορές στον βασιλέα. Ενώ μερικοί αξιούν ότι γλωσσικές ιδιομορφίες υποδεικνύουν μια μεταγενέστερη χρονολογία, τα γεγονότα είναι ότι «μια τέτοια άποψις . . . δεν έχει στερεό θεμέλιο. Η σύντομη μορφή της αναφορικής αντωνυμίας του θηλυκού γένους, επί παραδείγματι, που εμφανίζεται συχνά σ’ αυτό το Βιβλίο . . . βρίσκεται επίσης και σε προγενέστερα Βιβλία της Γραφής,» όπως στη Γένεσι και τους Κριτάς. Και άλλες αντιρρήσεις στο ότι ο Σολομών είναι ο συγγραφεύς του βιβλίου είναι «εξ ίσου αβάσιμες.»
Καθολικοί λόγιοι πριν από εξήντα έτη και πλέον παρουσίαζαν επιπρόσθετες αποδείξεις για το ότι ο Σολομών είναι ο συγγραφεύς αυτού του βιβλίου. Έτσι Η Καθολική Εγκυκλοπαιδεία Τομ. 3, σελ. 305, σχολιάζει: «Το Άσμα μαρτυρεί την αγάπη του Σολομώντος για τη φύσι [1 Βασ. 4:33] (περιέχει είκοσι ένα ονόματα φυτών και δεκαπέντε ζώων), για την ομορφιά και την τέχνη, και για τη βασιλική λαμπρότητα.» Και η Καθολική Βιβλική Εγκυκλοπαιδεία παρατηρεί ότι οι πολλές διάφορες ονομασίες τόπων στο βιβλίο δείχνουν ότι πρέπει να έχη γραφή πριν από τη διαίρεσι του βασιλείου στον καιρό του υιού του Σολομώντος Ροβοάμ.
Ακόμα κι εδώ πάλι, η σύγχρονη Καθολική θεολογία προτιμά να αγνοή όλη αυτή την απόδειξι και δέχεται τις θεωρίες των συγχρόνων σκεπτικιστών και των κριτικών που αμφισβητούν ότι ο Σολομών έγραψε αυτό το βιβλίο. Και αυτή τη φορά προτίμησε να λάβη τη θέσι της με τη σοφία του κόσμου τούτου—‘η οποία είναι μωρία παρά τω Θεώ’—παρά με την πίστι στη θεοπνευστία της Βίβλου και τη θεία διαφύλαξί της.—1 Κορ. 3:19.
Περισσότερους από ένα Συγγραφέα Έχει το Βιβλίο του Ησαΐα;
Ένα ακόμα παράδειγμα του πώς η σύγχρονη Καθολική θεολογία απομακρύνεται από την πίστιν της θεοπνευστίας, της αυθεντικότητος και της θείας διαφυλάξεως, των διαφόρων βιβλίων της Γραφής φαίνεται στην προθυμία της να συμβαδίζη με τους σύγχρονους άπιστους ανώτερους κριτικούς που υποστηρίζουν ότι υπήρχαν τρείς ή περισσότεροι «Ησαΐες.» Σύμφωνα μ’ αυτούς τους κριτικούς, ο ένας «Ησαΐας» έγραψε τα κεφάλαια 1 μέχρι 39, ένας άλλος έγραψε τα κεφάλαια 40 μέχρι 55, και ένας ακόμη έγραψε τα κεφάλαια 56 έως 66.
Αλλά μια τέτοια άποψις δεν μπορεί να είναι σε αρμονία με τη Βίβλο. Η Γραφή δείχνει ότι το βιβλίο εγράφη εξ ολοκλήρου από ένα συγγραφέα του οποίου το όνομα ήταν Ησαΐας. Επί παραδείγματι, το Ματθαίος 3:3 αποδίδει το Ησαΐας 40:3 στον ‘Ησαΐα τον προφήτην’, όπως και το Ματθαίος 4:14-16 αποδίδει τα λόγια του Ησαΐα 9:1, 2 στον ίδιο Ησαΐα. Ομοίως το Ησαΐας 6:1, 10 καθώς και το 53:1 αποδίδονται στον ‘προφήτη Ησαΐα’ στο ευαγγέλιο του Ιωάννου 12:38-41. Ο απόστολος Παύλος στο Ρωμαίους 10:16 παρομοίως βεβαιώνει ότι ο προφήτης Ησαΐας έγραψε τα λόγια που βρίσκονται στο Ησαΐας 53:1. Και στο Λουκά 4:17 διαβάζομε ότι εδόθη «το βιβλίον Ησαΐου του προφήτου» στον Ιησού κι αυτός διάβασε τα αναγραφόμενα στο Ησαΐας 61:1, 2 και τα εφήρμοσε στον εαυτό του. Περισσότερα παραδείγματα είναι δυνατόν να δοθούν που αποδεικνύουν ότι οι Βιβλικοί συγγραφείς αποδίδουν τις υποτιθέμενες τρεις διαιρέσεις του Ησαΐου μόνον σε ένα προφήτη Ησαΐα.
Ο Πάπυρος της Νεκράς Θαλάσσης του Ησαΐα «Α» βεβαιώνει την ίδια συνέπεια. Ο αντιγραφεύς του δεν γνώριζε τίποτα για μια υποτιθέμενη διαίρεσι μεταξύ των κεφαλαίων 39 και 40 του Ησαΐα, διότι σ’ αυτό το αντίγραφο εκείνο που είναι τώρα γνωστό ως το κεφάλαιο 40 αρχίζει στην τελευταία γραμμή της στήλης που περιέχει το κεφάλαιο 39. Είναι επίσης αξιοσημείωτο το ότι τα τελευταία εδάφια του κεφαλαίου 39, με το να λέγουν για μια μελλοντική δουλεία στη Βαβυλώνα, παρέχουν μια λογική μετάβασι σ’ αυτό που ακολουθεί. Το κεφάλαιο 40 δείχνει τον καιρό του τέλους της δουλείας.
Και σ’ αυτή την περίπτωσι, στις αρχές αυτού του αιώνος η Ποντιφική Βιβλική Επιτροπή στις 28 Ιουνίου 1908 απέκρουσε τα επιχειρήματα εκείνων που υπεστήριζαν ότι η προφητεία του Ησαΐα είχε πολλούς συγγραφείς, και κατέληξε λέγοντας: «Δεν υπάρχουν βάσιμα επιχειρήματα διαθέσιμα, ακόμη και αν τα παρουσιάζουν συσσωρευμένα, που ν’ αποδεικνύουν ότι το βιβλίο του Ησαΐα πρέπει ν’ αποδίδεται όχι μόνον στον ίδιο τον Ησαΐα, αλλά σε δυο ή μάλλον σε περισσοτέρους συγγραφείς.» Και η Καθολική Βιβλική Εγκυκλοπαιδεία, Παλαιά Διαθήκη, ορθώς παρατηρεί: «Η ανωνυμία του Δευτέρου και Τρίτου Ησαΐα παραμένει ένα ανυπέρβατο εμπόδιο για την κριτική σχολή. Είναι ανίκανοι να εξηγήσουν πώς ένα από τα σπουδαιότερα βιβλία παρέμεινε αγνώστου συγγραφέως, ενώ συγχρόνως μικρότερα προφητικά συγγράμματα,» δηλαδή, του Αβδιού και Αγγαίου, «έχουν διατηρήσει τα ονόματα των συγγραφέων των.»
Ορθώς μπορεί να τεθή η ερώτησις, Γιατί η σύγχρονη Καθολική θεολογία προτίμησε ν’ αγνοήση όλη αυτή την απόδειξι σχετικά με την ενότητα του βιβλίου του Ησαΐα; Γιατί; Λόγω απωλείας της πίστεως στη δύναμι και τη σοφία του Συγγραφέως της Βίβλου. Εκείνοι που υιοθετούν τη θεωρία των πολλών συγγραφέων του βιβλίου του Ησαΐα το κάνουν κυρίως επειδή αρνούνται να πιστέψουν ότι ένας προφήτης του Ιεχωβά μπορούσε με ακρίβεια να προείπη τις λεπτομέρειες που ο Ησαΐας είπε για την κατάκτησι της Βαβυλώνος από τον Κύρο και όμοια γεγονότα. Αλλά κάνοντας έτσι ενεργούν αντίθετα με ένα από τα πολλά θέματα του Ησαΐα, δηλαδή, ότι ο αληθινός Θεός μπορεί να προείπη γεγονότα και ότι οι ψευδείς θεοί δεν μπορούν. Έτσι διαβάζομε: «Ενθυμηθήτε τα πρότερα, τα απ’ αρχής· διότι εγώ είμαι ο Θεός, και δεν υπάρχει άλλος· εγώ είμαι ο Θεός, και ουδείς όμοιός μου· όστις απ’ αρχής αναγγέλλω το τέλος, και από πρότερον τα μη γεγονότα, λέγων, Η βουλή μου θέλει σταθή, και θέλω εκτελέσει άπαν το θέλημά μου· . . . ελάλησα, και θέλω κάμει να γείνη.» Και πάλι, «Ο λόγος ο εξερχόμενος εκ του στόματός μου δεν θέλει επιστρέψει εις εμέ κενός, αλλά θέλει εκτελέσει το θέλημά μου, και θέλει ευοδωθή εις ό,τι αυτόν αποστέλλω.»—Ησαΐας 46:9-11, 55:11.
Μάλιστα, αυτός ο αληθινός Θεός που μπορεί να προλέγη το μέλλον προκαλεί τους λάτρεις των λεγομένων θεών: «Ας συναθροισθώσι πάντα τα έθνη, και ας συναχθώσιν οι λαοί· τις μεταξύ αυτών ανήγγειλε τούτο, και εδειξεν εις ημάς τα πρότερα; Ας φέρωσι τους μάρτυρας αυτών, και ας δικαιωθώσιν· ή, ας ακούσωσι, και ας είπωσι, Τούτο είναι αληθινόν.»—Ησαΐας 43:9.
Το γεγονός ότι η σύγχρονη Καθολική θεολογία απομακρύνεται όλο και περισσότερο από την πίστι στη Βίβλο ως τον Θεόπνευστο και αλάνθαστο Λόγο του Δημιουργού, του Θεού των ουρανών του οποίου το όνομα είναι Ιεχωβά, θα έπρεπε να ανησυχή σοβαρά όλους τους Καθολικούς οι οποίοι έχουν ακόμα πίστι στο ότι η Θεία Πρόνοια κατηύθυνε τη συγγραφή και διαφύλαξι της Βίβλου, που είναι ο Λόγος του Θεού.
[Υποσημειώσεις]
a Στο εσωτερικό του πίσω εξωφύλου.