Μπορούν τα Σοκ, τα Ναρκωτικά, ή η Ψυχοχειρουργική να Λύσουν το Πρόβλημα;
Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ των διανοητικά ασθενών έχει προοδεύσει πολύ σε πολλές χώρες. Πώς μετεχειρίζοντο, όμως, τους διανοητικά ασθενείς στο παρελθόν; Κάποιος ειδικός λέγει: «Οι συνήθεις μέθοδοι που χρησιμοποιούνταν ήσαν η υποβολή του ασθενούς σε πείνα, σε ψύξι, σε περιορισμούς και εκφοβισμό, και μια από τις ελάχιστα σκληρές μεθόδους ήταν ο απλός ξυλοδαρμός, ο ξυλοδαρμός με ρόπαλο, με μαστίγιο, με σύρμα, με αλυσίδες και με γροθιές.»
Ιδιαίτερα φημισμένο ήταν το Βασιλικό Νοσοκομείο Βηθλεέμ του Λονδίνου, που έγινε γνωστό ως Μπέντλαμ. Ωρισμένες μέρες εκεί ο κόσμος πλήρωνε κάποιο ποσόν για να παρατηρή πώς κακομεταχειρίζονταν τους ψυχοπαθείς. Μέχρι σήμερα η λέξις «μπέντλαμ» χρησιμοποιείται για ν’ αναφερθούν σ’ «έναν τόπο ή μια σκηνή άγριας και παράφρονης οχλαγωγίας.» Ούτε ακόμη και οι βασιλείς δεν εξαιρούντο αν ήσαν ψυχοπαθείς, όπως παραδείγματος χάριν, ο Βασιλεύς Γεώργιος ο 3 της Αγγλίας ο οποίος είχε γίνει ένα τέτοιο δυστυχισμένο θύμα.
Η μεταχείρισις των διανοητικώς ασθενών άλλαξε και αντί να χρησιμοποιήται η θεραπεία της σκληρότητος χρησιμοποιήθηκε η θεραπεία της παραμελήσεως, της απερίγραπτης αισχρολογίας και της χρήσεως διαφέρων ζωοφίων μέσα στη φυλακή. Αλλά στις αρχές του δέκατου ένατου αιώνος ωρισμένοι ανθρωπισταί άνοιξαν τον δρόμο για τη θεραπεία των ψυχοπαθών με εκπαίδευσι, ψυχαγωγία και ανθρώπινη στοργή, θεωρώντας τους σαν άτομα που είναι ασθενή και όχι σαν να κατέχωνται από δαίμονες. Από το τέλος του δεκάτου ένατου αιώνος εμφανίσθηκαν πολλές νέες θεωρίες και μέθοδοι θεραπείας των ψυχοπαθών.
Αφ’ ενός, υπάρχουν οι ψυχοθεραπείες που έγιναν συχνά γνωστές με ονόματα ανθρώπων όπως του Φρόυντ και του Γιουνγκ. Και αφ’ ετέρου, υπάρχουν οι «σωματικές» ή «οργανικές» μέθοδοι από τις οποίες εκείνες που χρησιμοποιούνται πιο πολύ είναι τα σοκ και τα ναρκωτικά. Η ψυχοχειρουργική, που κάποτε ήταν δημοφιλής αλλά έπειτα έπεσε σε δυσφήμισι, επανεμφανίζεται τώρα με πολύ αλλαγμένη μορφή. Γενικά, όμως, συνηθίζουν να χρησιμοποιούν αρκετές απ’ αυτές τις διάφορες μεθόδους κατά τη θεραπεία ενός ωρισμένου ασθενούς.
Η Χρήσις των Σοκ
Μπορεί να λεχθή ότι τα σοκ που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία των ψυχοπαθών πέρασαν από τρία στάδια. Πρώτον, υπήρχαν τα σοκ που εγίνοντο με ινσουλίνη και εφαρμόσθηκαν για πρώτη φορά από τον Μάνφρεντ Σέηκελ. Αυτό το σοκ, όμως, είχε τα μειονεκτήματά του. Για να είναι πιο αποτελεσματικό το σοκ που προκαλείτο από την ινσουλίνη, έπρεπε να διαρκή 30 ως 50 ώρες και μερικές φορές ο ασθενής δεν έβγαινε ζωντανός από το σοκ. Ήταν, επίσης, πολύ δαπανηρό, επειδή απαιτούσε μεγάλη προσοχή από τις νοσοκόμες και τους συνοδούς. Έτσι, μετά από δέκα περίπου χρόνια, στη δεκαετία του 1940, εγκατελείφθηκε χάριν άλλων μορφών θεραπείας με σοκ.
Δεύτερον, άρχισε η χρήσις του ναρκωτικού Μετραζόλ που εφαρμόσθηκε για πρώτη φορά από τον ψυχίατρο Μεντούνα. Ο Μεντούνα διεπίστωσε ότι το Μεντραζόλ προκαλούσε σπασμούς του είδους των επιληπτικών και διετύπωσε τη θεωρία ότι αυτοί οι σπασμοί θα μπορούσαν να θεραπεύσουν τις διανοητικές ασθένειες. Κι αυτή, όμως, η μέθοδος βρέθηκε ελλιπής για πολλούς λόγους, από τους οποίους ένας σπουδαίος λόγος ήταν ότι οι σπασμοί μερικές φορές προκαλούσαν κατάγματα των οστών.
Οι θεραπείες αυτές έχουν κατά πολύ αντικατασταθή από τα ηλεκτροσόκ που χρησιμοποιούνται σήμερα ευρέως. Τα ηλεκτροσόκ συνίστανται στην παροχή ηλεκτρικού ρεύματος στον εγκέφαλο για να προκαλέσουν σπασμούς στο σώμα· δίνουν συνήθως κάποιο ναρκωτικό στον ασθενή ώστε να μη αισθάνεται τίποτε στη διάρκεια των ηλεκτροσόκ. Διαρκούν περίπου 50 δευτερόλεπτα και προκαλούν μια κατάστασι συγχύσεως της διανοίας, που μπορεί να κρατήση μια ώρα, η αμνησία που μπορεί να διαρκέση επί εβδομάδες. Πολλοί ψυχίατροι και ασθενείς έχουν τη γνώμη ότι το ηλεκτροσόκ κάνει πολύ καλό.
Αλλά η θεραπεία με τα ηλεκτροσόκ που είναι γνωστή ως ECT, έχει και τους επικριτάς της. Πρέπει να χρησιμοποιήται τόσο συχνά όσο τη χρησιμοποιούν; Όχι, σύμφωνα με τον Δρα Πέρρη Σ. Τώκινγκτον (1972), πρόεδρο της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρίας. «Το ηλεκτροσόκ,» λέγει, πρέπει να «χρησιμοποιήται για να θεραπεύη καταθλίψεις βαρείας μορφής, όταν άλλες μορφές θεραπείας—η ηλεκτροθεραπεία (ναρκωτικά), η ψυχοθεραπεία ή συνδυασμός αυτών των δύο—δεν είναι αποτελεσματικές.»
Περισσότερο από κάθε άλλον γνωρίζει ο καθηγητής Τσερλέττι, ο πρώτος που χρησιμοποίησε το ηλεκτροσόκ που το χαρακτήρισε «σκληρό—άσχημο . . . απαίσιο» και είπε ότι προσπαθούσε να βρη κάποιο υποκατάστατο. Και οι Δρες Φ. Τζ. Αλεξάντερ και ο Σ. Τ. Σελέσνικ, στο βιβλίο τους Η Ιστορία της Ψυχιατρικής, αναφέρουν: «Οι θεραπείες με σοκ επιτυγχάνουν μόνον μια ανακούφισι των συμπτωμάτων. Δεν φθάνουν ως τις βασικές ψυχολογικές ανωμαλίες που αποτελούν την αιτία της ασθενείας, και γι’ αυτό οι ασθενείς, στους οποίους γίνονται ηλεκτροσόκ χωρίς ψυχοθεραπεία—που φθάνει μέχρι την πηγή της ασθενείας—συχνά υφίστανται υποτροπές.»
Η ευρυτάτης κυκλοφορίας αυτοβιογραφία ενός ψυχιάτρου ανέφερε ότι οι θεραπείες με ηλεκτροσόκ μπορεί να είναι πολύ δημοφιλείς επειδή καλύπτονται οικονομικώς από την κοινωνική ασφάλεια και οι ψυχίατροι παίρνουν $35 (το 1972) κάθε φορά που ‘πατούν το κουμπί.’
Η Χρήσις Ναρκωτικών
Στις αρχές του εικοστού αιώνος έγιναν πειράματα με ριζικά ναρκωτικά, και τα αποτελέσματα εφαίνοντο σχεδόν θαυματουργικά, αλλά μόνον για λίγα λεπτά ή ώρες. Έπειτα έγινε δημοφιλής η χρήσις των βρωμιδίων. Αλλά κι απ’ αυτό προέκυψε απογοήτευσις. Σχετικά μ’ όλες αυτές τις προσπάθειες ελέχθησαν τα εξής: «Παρά την επανειλημμένη συντριβή του ονείρου των ναρκωτικών, οι γιατροί ελπίζουν ακόμη ότι τελικά θ’ ανακουφίσουν την εσωτερική πάλη του ανθρώπου με χημικά μέσα.»
Ιδιαίτερα από τη δεκαετία του 1950 στον δυτικό κόσμο χρησιμοποιούνται ναρκωτικά ελέγχου της διανοίας. Λέγεται ότι μερικά έχουν πολύ μεγάλη αξία για τη θεραπεία των σχιζοφρενειών, άλλα καταπολεμούν την κατάθλιψι και άλλα επίσης μειώνουν το άγχος.
Η χρήσις αυτών των ναρκωτικών έκαμε ευκολώτερη τη μεταχείρισι των ασθενών και κατεπράυνε τους πόνους των. Φαίνεται, όμως, ότι γίνεται υπερβολική χρήσις αυτών των ναρκωτικών και ιδιαίτερα στα άσυλα για τους διανοητικά καθυστερημένους. Έτσι, η εφημερίδα Ο Εθνικός Παρατηρητής στις 11 Ιανουαρίου 1975, παρέθεσε πολλούς ψυχιάτρους που είχαν μιλήσει με σκληρά λόγια για τους φύλακες που διευκολύνουν το σκληρό έργο τους «με το να φέρνουν ουσιαστικά τον ασθενή σε κατάστασι ημιαναισθησίας.»
«Αυτό που κάναμε,» είπε ο καθηγητής Μπραντάις του Ντάιμποντ, «είναι ν’ αντικαταστήσουμε τους μηχανικούς περιορισμούς (τους ζουρλομανδύες και την απομόνωσι) με χημικούς περιορισμούς. Κι αυτό είναι ακόμη πιο κακό γιατί δεν μπορείτε να το δήτε.» Μια άλλη αυθεντία αναφέρεται ότι είπε τα εξής: «Θα πρέπει να σταματήσωμε αυτό που έφθασε να γίνη αποδεκτό πρότυπο, δηλαδή, να κλείνουν τους ανθρώπους στα άσυλα και κατόπιν να τους δίνουν ναρκωτικά για να τους κρατούν ήσυχους.»
Τα ναρκωτικά συχνά δεν είναι τίποτε άλλο από δεκανίκια. Στην πραγματικότητα, μπορεί μάλλον να επιβραδύνουν παρά να επιταχύνουν την ανάρρωσι και μπορεί μάλιστα να βλάψουν και το νευρικό σύστημα. Έτσι, σχετικά με τα ναρκωτικά που χρησιμοποιούνται για να ηρεμήσουν τους ασθενείς σοβαρών καταστάσεων, ένας ψυχίατρος διεπίστωσε ότι το 20 ως 30 τοις εκατό αυτών των ασθενών παρουσιάζουν ανεπάρκεια μυικού ελέγχου.
Συνοψίζοντας την κατάστασι που επικρατεί σχετικά με τα ναρκωτικά που χρησιμοποιούνται στην ψυχιατρική, ένα βιβλίο εκδόσεως του 1970 λέγει τα εξής: «Παρά την ενθαρρυντική πρόοδο . . . χρειάζεται περισσότερη προσπάθεια. Αγνοούμε δυστυχώς αυτά που προκαλούν τις περισσότερες ασθένειες που θεραπεύομε. Λίγα πράγματα, επίσης, γνωρίζομε για το πώς τα ναρκωτικά βελτιώνουν αυτές τις καταστάσεις ή γιατί μπορεί ν’ αποτυγχάνουν. Και μολονότι έχομε πολλούς ασθενείς και καλυτερεύουν, έχομε όμως πάρα πολύ λίγους που γίνονται καλά.»
Ψυχοχειρουργική;
Η ψυχοχειρουργική, δηλαδή οι προσπάθειες για θεραπεία των ψυχοπαθών με εγχείρησι του εγκεφάλου, χρονολογείται ιδιαίτερα από το 1936. Εκείνο το έτος ο Πορτογάλος ερευνητής, Έγκας Μονίζ, παρετήρησε ότι αποκόπτοντας μέρος των εμπρόσθιων λοβών του εγκεφάλου, μπορεί να επέλθη ανακούφισις από το άγχος. Αλλ’ αφού έκαμε είκοσι τέτοιες εκτομές των εμπρόσθιων λοβών, η Πορτογαλική κυβέρνησις τις απηγόρευσε. Παρά το γεγονός αυτό, η εγχείρησις έπιασε στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο Γουώλτερ Φρήμαν, ο κυριώτερος συνήγορός της, πραγματοποίησε 4.000 τέτοιες εγχειρήσεις.
Η εγχείρησις έχει παρομοιασθή με «το στριφογύρισμα ενός σκαρπέλου πάγου πίσω από τους βολβούς των ματιών για να καταστραφούν τμήματα του εμπρόσθιου λοβού του εγκεφάλου.» Το περιοδικό Επιστημονικά Νέα αναφέρει τα εξής: «Ύστερα ίσως από 50.000 λοβοτομίες στις Ηνωμένες Πολιτείες και 1500 στην Αγγλία το όνειρο έσβησε στη δεκαετία του 1950, πιθανώς λόγω της αναπτύξεως των ηλεκτροσόκ και της θεραπείας με ναρκωτικά.»
Οι λοβοτομίες συχνά κατέληγαν σε πολύ πιο σοβαρές ανωμαλίες της προσωπικότητος. Πράγματι, ακόμη κι εκείνος που άνοιξε το δρόμο γι’ αυτές, ο Αμερικανός Φρήμαν, βεβαίωσε ότι αφαιρούσαν από το άτομο το «ηθικό» του, την ικανότητα να φαντάζεται, να προβλέπη και να είναι αλτρουικό. Ο ασθενής δοκίμαζε μια «προοδευτική απώλεια . . . διορατικότητος, συμπαθείας, ευαισθησίας, εξυπνάδας, κρίσεως, συναισθηματικής ευαισθησίας, και ούτω καθεξής,» λέγει ένας κορυφαίος ψυχίατρος από την Ουάσιγκτον.
Προσφάτως, όμως, το θέμα της ψυχοχειρουγικής ήλθε και πάλι στο προσκήνιο, επειδή χρησιμοποιούνται πιο εκλεπτυσμένες μέθοδοι να καταστραφούν τμήματα του εγκεφάλου. Όπως αναφέρεται, περίπου τετρακόσιες ώς εξακόσιες τέτοιες εγχειρήσεις γίνονται κάθε χρόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες και λέγεται ότι «όλοι οι ψυχοχειρουργοί συμφωνούν ότι μόλις τώρα αρχίζομε να παριστάμεθα μάρτυρες μιας μεγάλης αυξήσεως στην ψυχοχειρουργική.» Είναι ενδιαφέρον, όμως, να σημειωθή ότι αυτές οι εγχειρήσεις απαγορεύονται σ’ όλη τη Σοβιετική Ένωσι, πράγμα που δείχνει ότι έχουν και τις δυσάρεστες πλευρές των.
Τα σχέδια να εκτελέσουν ψυχοχειρουργική σε παράφρονες εγκληματίες, με την προϋπόθεσι ότι αυτοί θα συμφωνούσαν εκουσίως, ήγειρε έντονη διαμαρτυρία, στις Ηνωμένες Πολιτείες την άνοιξι του 1973. Εκείνο που φοβούνται πολλοί είναι ότι αυτές οι εγχειρήσεις θ’ ανοίξουν την ευκαιρία να χρησιμοποιούνται οι άνθρωποι σαν πειραματόζωα με τις εγχειρήσεις του εγκεφάλου. Μεταξύ αυτών που καταφέρονται έντονα εναντίον αυτών των εγχειρήσεων είναι ο χειρουργός εγκεφάλου Δρ Α. Κ. Ομμάγια. Πιστεύει ότι οι διανοητικά ασθενείς, αντί να βοηθηθούν, βλάπτονται, επειδή «κάθε τμήμα του εγκεφάλου χρειάζεται και τα άλλα τμήματα για να λειτουργή.»—Τάιμς της Νέας Υόρκης, 2 Απριλίου 1973.
Είναι σαφές, λοιπόν, ότι τα ηλεκτροσόκ, τα ναρκωτικά και η ψυχοχειρουργική υστερούν σε πολλά για να είναι επιθυμητά στη θεραπεία των διανοητικώς ασθενών. Υπάρχει πραγματικά μεγάλη αναλογία όσον αφορά το αν πρέπει να χρησιμοποιούνται ωρισμένες απ’ αυτές τις μεθόδους. Τι θα λεχθή, όμως, για άλλες λύσεις;