Μια Υπόμνησις για Πιο Ήσυχους Καιρούς στο Ώλστερ
Από τον ανταποκριτή του «Ξύπνα!» στο Ώλστερ.
«ΗΣΥΧΟΙ Καιροί στο Ώλστερ; Ποτέ!» Αυτή πιθανόν θα ήταν μια λογική αντίδρασις, επειδή ο εξοντωτικός θρησκευτικός πόλεμος, οι τρομερές δολοφονίες, οι ερημωτικοί βομβαρδισμοί, η τραγική αιματοχυσία αθώων και η αδιάκριτη καταστροφή ιδιοκτησίας φαίνονται ότι είναι στην ημερησία διάταξι στη Βόρειο Ιρλανδία.
Αλλά λίγα μόλις μίλια έξω από την καταθλιπτική έντασι που υπάρχει στο κέντρο της πόλεως του Μπέλφαστ, μπορούμε να βρούμε μια πραγματική όασι ανενόχλητης γαλήνης. Αυτή η υπόμνησις για ήσυχους καιρούς είναι το λαϊκό μουσείο στο Ώλστερ.
Είναι ένα ελκυστικό και φανταστικό συγκρότημα που εκτείνεται σε μια έκτασι από 136 έηκερς (55 εκτάρια), σε μια ήσυχη εξοχική τοποθεσία με ωραία δάση που μοιάζει με πάρκο και δείχνει με αξιοσημείωτο τρόπο τις συνθήκες ζωής και εργασίας που επικρατούσαν σ’ αυτή την επαρχία στη διάρκεια των περασμένων δύο ή τριών αιώνων. Εδώ, σ’ ένα φυσικό περιβάλλον, βλέπομε αναστηλωμένα τα σπίτια των κολλήγων, των πιο πτωχών δηλαδή ανθρώπων, των γεωργών, των εργατών, των υφαντουργών και άλλων που ζούσαν στα περασμένα χρόνια στο Ώλστερ. Εξετάζομε πρώτα τα σπίτια των κολλήγων.
Τα Σπίτια των Κολλήγων
Η πρώτη σας εντύπωσις θα προκαλούσε αντιδράσεις όπως, ‘Ω, τι όμορφο και ελκυστικό που είναι. Κυττάξτε απλώς την ωραία αχυρένια στέγη και τον καπνό που βγαίνει από την καμινάδα.’ Τα σπίτια έχουν αναστηλωθή προσεκτικά. Τα διέλυσαν μέχρι την τελευταία πέτρα και το τελευταίο δοκάρι στην αρχική τους τοποθεσία και τα συναρμολόγησαν προσεκτικά πάλι εδώ. Ολόκληρο το σπίτι αποτελείται από ένα μόνο δωμάτιο, όχι πολύ μεγαλύτερο από 100 τεραγωνικά πόδια (9 τετραγωνικά μέτρα), με δάπεδο από χώμα, χοντρούς πέτρινους τοίχους με μικρά παράθυρα και μια χαμηλή αχυρένια στέγη.
Όλη η ζωή περνούσε προφανώς γύρω από το τζάκι όπου η εστία εδημιουργείτο με τοποθέτησι λίθων στο χωματένιο δάπεδο. Σ’ αυτό το σπίτι των κολλήγων υπήρχε μια ζωηρή φωτιά από τύρφη ή ποάνθρακα που έκαιγε στο έδαφος και γύρω της ήσαν συγκεντρωμένα όλα τα απλοϊκά μαγειρικά σκεύη.
Εδώ, σ’ εκείνο το μεγάλο μαύρο ταψί, η γυναίκα του σπιτιού έφτιαχνε τα βασικά είδη διατροφής τους, όπως το άζυμο ψωμί, ή κέηκ από βρώμη, που το στέγνωναν μετά μπροστά από τη φωτιά στηρίζοντάς το επάνω σ’ ένα υποστήριγμα. Νομίζετε ότι θα μπορούσατε να φτιάξετε τις όμορφες κουλούρες από φρέσκο ζυμωτό ψωμί, που τις έκοβαν σε φέτες ή σε τέσσερα κομμάτια και τις έτρωγαν αλειμμένες με αρκετό φρέσκο βούτυρο, ή μήπως θα μπορούσατε να φτιάξετε το ψωμί από πατάτα, που έφτιαχναν μ’ ένα μίγμα από σταρένιο αλεύρι και βραστές πατάτες;
Οι ανώμαλοι ασπροβαμμένοι τοίχοι δεν καταφέρνουν να μας απαλλάξουν από το αίσθημα κλειστοφοβίας που μας περιβάλλει στο πολύ μικρό αυτό σπίτι. Ούτε μπορούμε να φαντασθούμε ότι θα νοιώθαμε πολύ άνετα σ’ εκείνο το στενό και σκληρό κρεβάτι στην προεξοχή που είναι ειδικά κτισμένη στον τοίχο για το κρεβάτι κοντά στο τζάκι.
Εν τούτοις, ακόμη κι εδώ γεννάται το ερώτημα—τι κατωρθώσαμε στην πραγματικότητα δημιουργώντας μια καλύτερη ζωή, τώρα που ζούμε σ’ αυτόν τον ‘εξελιγμένο’ 20όν αιώνα; Τι θα λεχθή για την ποιότητα της ζωής σήμερα στην τσιμεντένια ζούγκλα του Μπέλφαστ, εκτός από το βασικό υλιστικό επίπεδο;
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οποιοσδήποτε ζούσε σ’ αυτό το είδος του σπιτιού, θα τρόμαζε με τις αγχώδεις επιτεύξεις του λεγομένου πολιτισμού, με τη θανατηφόρο ικανότητά του για αιφνίδια, αδιάκριτη καταστροφή. Θα ήταν πρόθυμος ίσως να καταφύγη πίσω σ’ αυτό το ειρηνικό άσυλο, όσο σκληρή κι αν ήταν κατά καιρούς η ζωή.
Εν τούτοις εκτός από τα μικρότερα και απλά αυτά σπίτια, όπου συχνά ζούσαν ολόκληρες οικογένειες που κοιμόνταν όλοι μαζί με τα πόδια τους προς τη φωτιά, υπάρχουν μερικά θαυμάσια δείγματα από αγροτόσπιτα. Εδώ ανεβαίναμε την κοινωνική κλίμακα ένα ή δύο σκαλοπάτια και βλέπομε κάποια μικρή βελτίωσι στους περισσοτέρους αγρότες και εργάτες της γης.
Τα Σπίτια των Αγροτών
Κι εδώ, επίσης, εκτός από την πιθανή πολυτέλεια του δαπέδου της κουζίνας, που είναι στρωμένο με πέτρινες πλάκες και όχι με ξερή λάσπη τα σπίτια αυτά υστερούσαν πολύ ως προς τις υλικές ανέσεις.
Ξαναβρίσκαμε στο δάπεδο το ανοικτό τζάκι, με τη ζωηρή φωτιά από τύρφη, και βλέπομε ότι ο περισσότερος καπνός ανάλογα με την κατεύθυνσι του ανέμου, ανεβαίνει από την καμινάδα που είναι κτισμένη έξω από τον τοίχο. Κυττάξτε τη μεγάλη σιδερένια κρεμάστρα που στηρίζεται στο αριστερό μέρος της φωτιάς και χρησιμοποιείται για να κρεμούν τις βαρείες εκείνες σιδερένιες χύτρες και τις μεγάλες μαύρες κατσαρόλες έξω από τη φωτιά. Νομίζετε ότι θα μπορούσατε να χρησιμοποιήσετε μια από εκείνες τις χύτρες, που μερικές φθάνουν τα είκοσι πέντε γαλλόνια (95 λίτρα) σε χωρητικότητα; Οι άλλες κατσαρόλες δεν φαίνονται τόσο μεγάλες, αλλά τι αντίθεσι με τις ηλεκτρικές χύτρες ταχύτητος των τριών πιντ (1,5 λίτρα) που υπάρχουν στα σύγχρονα σπίτια της Ιρλανδίας!
Όλα τα αγροτόσπιτα εκείνης της πιο ήσυχης εποχής ήσαν επιπλωμένα πτωχικά, με υπερβολική λιτότητα—ένα κακοφτιαγμένο τραπέζι, μία ή δύο καρέκλες που δεν φαίνονται καθόλου αναπαυτικές και ένα ανοιχτό ντουλάπι με τα πρόχειρα πήλινα σκεύη της οικογενείας. Διπλωμένος στη γωνιά, πρέπει να υπήρχε ένας καναπές—κρεβάτι, ο οποίος, όταν ‘εδιπλώνετο’ στη διάρκεια της ημέρας, χρησίμευε ως καθιστικός πάγκος, και κοντά στο τζάκι ήταν το απαραίτητο δοχείο με το αλάτι. Εκείνο το σκεύος με τα τρία πόδια ήταν πολύ πρακτικό, αν ληφθή υπ’ όψιν η ανώμαλη φύσις του δαπέδου. Τα περισσότερα από αυτά τα άκομψα έπιπλα, εκτός από τα βαρειά δοκάρια που στηρίζουν το σπίτι, ήσαν κατασκευασμένα από βελανιδιές τυρφώνος, που κάποτε αφθονούσαν εδώ στην Ιρλανδία.
Ένα ενδιαφέρον χαρακτηριστικό που παρατηρούμε σ’ αυτά τα σπίτια είναι ο ‘τοίχος-περβάζι’ που βλέπομε απέναντί μας, καθώς μπαίνομε από τη μπροστινή και συχνά τη μοναδική πόρτα. Αυτός ο διαχωριστικός τοίχος, με το μικρό του παράθυρο, για να φαίνεται αυτός που πλησιάζει από την αυλή, είναι κτισμένος κάθετα προς τον τοίχο όπου υπάρχει το τζάκι. Περιορίζει λίγο το ρεύμα αέρος από την περιοχή της φωτιάς και συντελεί, στη δημιουργία μιας αναπαυτικής γωνιάς όπου η οικογένεια και οι φίλοι μπορούσαν να συγκεντρωθούν για μια απολαυστική συντροφιά.
Όσοι έμεναν σ’ αυτά τα σπίτια θα ήσαν απηλλαγμένοι από τον σύγχρονο φόβο που νοιώθουν πολλοί που ζουν σε μοναχικές αγροικίες της Βορείου Ιρλανδίας, όπου διάφοροι ιδιοκτήτες έχουν δολοφονηθή λόγω θρησκευτικού μίσους από σπείρες δολοφόνων με αυτοκίνητα. Η κατασκοπευτική τρύπα στους ‘τοίχους-περβάζια’ βρίσκει το βλοσυρό της αντίγραφο στα «μάτια» που υπάρχουν σε πολλά σπίτια σήμερα που δίνουν μια πανοραμική άποψι του χώρου έξω από την πόρτα, ή το αδιαφανές, από την έξω μόνο πλευρά, τζάμι που υπάρχει σε πολλές κύριες εισόδους και προειδοποιεί για την προσέγγισι κάποιου κακοποιού που καραδοκεί.
Δεν αντιμετώπιζαν όλοι τη φτώχεια που ήταν διαδεδομένη στην πλειονότητα του κοινού λαού στα περασμένα αυτά χρόνια, ιδιαίτερα στη διάρκεια της Μεγάλης πείνας του 1845 και μετά. Μερικές από τις πλουσιώτερες τάξεις της κοινωνίας ζούσαν σε μεγαλύτερη πολυτέλεια. Το καταλαβαίνομε αυτό όταν ρίξωμε μια ματιά στο μεγαλύτερο διώροφο σπίτι, το οποίο είχε κάποτε ένας ιερεύς.
Το Σπίτι του Ιερέως
Πράγματι το σπίτι αυτό ξεχωρίζει από τα άλλα. Καθώς μπαίνομε από την μπροστινή πόρτα υπάρχει ένας μεγάλος χώρος για κουζίνα με ένα σαλονάκι προς τα αριστερά και ένα υπνοδωμάτιο και ένα δωμάτιο μελέτης προς τα δεξιά. Στον επάνω όροφο βρίσκομε μια μεγάλη κρεβατοκάμαρα για τον ιδιοκτήτη όχι με ένα μόνο, αλλά με δύο τεράστια διπλά κρεβάτια με δοχεία με ζεστό νερό, χάλκινες θερμοφόρες και δοχεία νυκτός, εκτός από τη ντουλάπα και τα κομό. Τα έπιπλα εδώ δείχνουν τέχνη και ποιότητα που εμφανώς απουσίαζαν από τα σπίτια των ενοριτών του.
Κάτι που πραγματικά μας εντυπωσιάζει εδώ, είναι η μεγάλη επιφάνεια που καταλαμβάνει το τζάκι. Είναι ένα θαυμάσιο, μεγάλο τζάκι, τόσο μεγάλο ώστε μπορούμε να σταθούμε κοντά στη φωτιά και να κυττάζωμε επάνω στην καμινάδα όπου θα κρεμούσαν ό,τι ήθελαν να κάνουν καπνιστό και να το διατηρήσουν. Επίσης το σπίτι έχει κάτι που λείπει απ’ όλα τα προηγούμενα—ένα φούρνο. Εκείνο που διάθεταν μόνο οι προηγούμενες γυναίκες για να παρασκευάζουν τα ψητά τους, ήταν ένα τσουκάλι θαμμένο στην στάχτη της τύρφης.
Η νοικοκυρά αυτού του σπιτιού ζέσταινε τον φούρνο της με κάποιο καύσιμο που δεν θα έβγαζε καπνό, πιθανώς ξυλοκάρβουνο, έβγαζε έξω τα υπόλοιπα κάρβουνα όταν η θερμοκρασία ήταν αρκετή, και κατόπιν έψηνε το ψωμί της με τη θερμότητα που είχε απομείνει. Ίσως μάλιστα να είχε περιλάβει στο διαιτολόγιο της οικογενείας της και ωρισμένες «σπεσιαλιτέ» που, όπως αναφέρεται, ήσαν διαθέσιμες γύρω στο 1776: «Περιστέρια, 2σ. [δύο σελίνια] η δωδεκάδα· κουνέλια, 4 π. [τέσσερις πέννες] έκαστο· γλώσσες, (ψάρια) 10π. το ζευγάρι· αστακός, 5σ. η δωδεκάδα· αγριόπαπια, 10π. εκάστη.»
Αρκετοί απ’ εκείνους που ζούσαν στο Ώλστερ στη διάρκεια εκείνων των ετών, εργάζοντο στα λινάρια, μια βιομηχανία θαυμάσια προσηρμοσμένη στο τοπικό κλίμα. Η ζωή γι’ αυτούς, όπως και για τους γεωργούς, ήταν αρκετά σκληρή.
Οι Εργάτες του Λιναριού
Η εργασία στα λινάρια, τα φυτά που παράγουν τις κλωστικές ίνες των λινών υφασμάτων, πρέπει να ήταν επίμονη για τη μέση και πολύ κουραστική. Ξερίζωναν τους βλαστούς από τη ρίζα και τους αποθήκευαν μαζί, κατόπιν τους μούσκευαν επί οχτώ έως δεκατέσσερις μέρες σε ειδικές δεξαμενές, όπου η βακτηριακή επεξεργασία επιτρέπει την εξαγωγή των ινών.
Από αυτές τις ίνες προέρχεται το λινό, αφού προηγηθή το γνέσιμό τους σε στριμμένη κλωστή έτοιμη για ύφανσι. Το λινό ύφασμα, αρχικά σε ανοικτό καφέ χρώμα, το άπλωναν μετά προς λεύκανσι επάνω σε λευκαντικά βότανα. Παρεμπιπτόντως, η ποινή για την κλοπή των λινών υφασμάτων απ’ αυτά τα λευκαντικά ήταν σ’ εκείνες τις ημέρες, σχεδόν απίστευτο—θάνατος! Χωρίς αμφιβολία σκληρές ημέρες.
Μερικοί από τους ντόπιους κατοίκους ίσως εργάζοντο στον μύλο για τα λινάρια με τον πελώριο τροχό του που παρήγαγε τη δύναμι για το ‘κοπάνισμα’ του λιναριού, και τα παρόμοια, από τότε που σταμάτησε αυτό να γίνεται με το χέρι, αλλά ο τεχνίτης της όλης υποθέσεως ήταν αναμφιβόλως ο υφαντουργός.
Το Σπίτι του Υφαντουργού
Για να καταλάβωμε τις συνθήκες εργασίας του παλιού υφαντουργού, υπάρχει εδώ μέσα στο σπίτι του υφαντουργού κάποιος άλλος σύγχρονος υφαντουργός που μιμείται την εργασία του. Αμέσως μετά την μπροστινή πόρτα, γύρω από τον ‘τοίχο περβάζι,’ βρισκόμαστε σε μια κουζίνα παρόμοια με την κουζίνα των αγροτόσπιτων που επισκεφθήκαμε. Δεξιά είναι το υπνοδωμάτιο με αρκετό χώρο για δύο διπλά κρεβάτια και προς τα αριστερά, πίσω από τον τοίχο του τζακιού, είναι το υφαντήριο.
Χωρίς αμφιβολία, αυτός ο άνθρωπος ένοιωθε ικανοποίησι από τη δουλειά του. Ήταν απορροφημένος από τη δουλειά του. Ο υφαντουργός άρχιζε να εργάζεται με την πρώτη ακτίνα του ηλίου μέχρι την τελευταία, γι’ αυτό και υπήρχαν πολλά παράθυρα στο δωμάτιό του. Κάποιος επισκέπτης λέγει στον σύγχρονο υφαντουργό ότι, εκείνες οι πολλές ώρες εργασίας αποκτήνωναν τον υφαντουργό και τον έκαναν απλώς μέρος της μηχανής, όπως θα λέγαμε. Αλλ’ αυτός ο υφαντουργός αισθάνεται ότι στην περίπτωσί του η μηχανή γίνεται μάλλον μια προέκτασις του εαυτού του, ανάλογα με τη δική του διάθεσι.
Είναι πράγματι θαυμάσιο να παρατηρή κανείς τα διακοσμητικά σχέδια να μεγαλώνουν επάνω στο λινό ύφασμα καθώς συνεχίζει να εργάζεται με τα πόδια και τα χέρια, σηκώνοντας πρώτα αυτές τις κλωστές, κατόπιν εκείνες και τη σαΐτα να πηγαινοέρχεται εμπρός-πίσω. Τι συντονισμός και συγκέντρωσις!
Άλλες Αναμνήσεις από το Παρελθόν
Και άλλα εκθέματα εδώ μας βοηθούν να βγάλωμε συμπεράσματα για το παρελθόν. Η τσάντα με τα εργαλεία του γιατρού μάς φοβίζει. Μας υπενθυμίζουν ότι εκείνο το καιρό δεν υπήρχαν βεβαίως τέτοια πράγματα όπως είναι τα αναισθητικά. Όταν ο γιατρός έπρεπε να χρησιμοποιήση εκείνο το τρομερό πριόνι για τον ακρωτηριασμό ενός ποδιού, παραδείγματος χάριν, ο άρρωστος έπρεπε να περάση πρώτα από το τοπικό πανδοχείο για να τον μεθύσουν πριν γίνη η εγχείρησις. Ο τσαγγάρης της περιοχής θα εχρειάζετο για να παρασκευάση ανθεκτικά ράμματα από λινάρι και κηρήθρα περασμένα από κερί που θα χρησίμευαν για απολίνωσι των κομμένων αρτηριών!
Ούτε ο ξύλινος ζυγός με τις αλυσίδες για τη μεταφορά των δοχείων του γάλακτος, φαίνεται βέβαια πολύ άνετος και μας εκπλήσσουν τα μάλλον χοντροκομμένα εργαλεία που έπρεπε να χρησιμοποιούν. Λίγα άτομα σήμερα στην Ιρλανδία θα προτιμούσαν εκείνες τις συνθήκες διαβιώσεως αντί αυτών που μπορούν τώρα ν’ απολαύσουν, λόγω της σύγχρονης τεχνολογίας.
Αλλά είναι εξίσου αμφίβολο αν τα άτομα που ζούσαν εκείνο τον καιρό και χρησιμοποιούσαν όλα εκείνα τα σκεύη, θα προτιμούσαν τον σύγχρονο φόβο, την ανασφάλεια, την έντασι και τα μίση και όχι τη σχετική ησυχία της εποχής τους. Φαίνεται ότι έχομε αντικαταστήσει τας στερήσεις των καιρών τους με πιο τερατώδη ακόμη λάθη. Καθώς σκεπτόταν τη σύγχρονη απαισιοδοξία πολλών, κάποιος ευφυής έγραψε σ’ ένα τοίχο του Μπέλφαστ την εξής ερώτησι: «Υπάρχει ζωή πριν από τον θάνατο;» Έτσι, αξίζει να θυμηθή κανείς πιο ήσυχους καιρούς και να έχη την ελπίδα ότι μια μέρα θ’ αποκατασταθή πάλι η γαλήνη.
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 12]
Ένα σπίτι κολλήγων
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 13]
Το σπίτι ενός αγρότη
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 14]
Το σπίτι του ιερέως
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 15]
Το σπίτι του υφαντουργού