Η Άποψις της Βίβλου
Πρέπει να Ενδιαφέρεσθε για το Πώς σας Βλέπουν οι Άλλοι;
ΟΙ ΑΛΗΘΙΝΟΙ Χριστιανοί, έχουν ευθύνη ενώπιον Θεού και ανθρώπων να δείξουν ότι είναι ‘αμώμητοι εν μέσω γενεάς σκολιάς και διεστραμμένης.’ Σ’ ένα κόσμο που είναι αποξενωμένος από τον Θεό, οι πιστοί μαθητές του Ιησού Χριστού πρέπει να λάμπουν ως φωστήρες. (Φιλιππ. 2:15) Με την παραδειγματική καθημερινή διαγωγή τους και την προθυμία τους να γνωστοποιήσουν την αλήθεια του Θεού, υπηρετούν σαν φως σ’ ένα κόσμο που βρίσκεται σε μεγάλο πνευματικό σκοτάδι.
Δικαιολογημένα, λοιπόν, ο Χριστιανός πρέπει να ενδιαφέρεται για το παράδειγμα που θέτει στην καθημερινή του ζωή. Όσο εξαρτάται απ’ αυτόν, δεν πρέπει να δίνη σε κανένα έγκυρη βάσι να τον θεωρή σαν άτομο που παραβιάζει τους ηθικούς νόμους ή που ενεργεί αντίθετα με το φυσικό αίσθημα ευπρεπείας. Ο απόστολος Πέτρος νουθετεί τους ομοπίστους του: «Μηδείς ημών ας μη πάσχη ως φονεύς ή κλέπτης ή κακοποιός ή ως περιεργαζόμενος τα αλλότρια.» (1 Πέτρ. 4:15) Όπως αληθεύει για τους διωρισμένους πρεσβυτέρους, όλοι οι Χριστιανοί πρέπει ν’ αγωνίζωνται για να έχουν «παρά των έξωθεν μαρτυρίαν καλήν.»—1 Τιμ. 3:7.
Είναι επίσης ζωτικό να λαμβάνη ο δούλος του Θεού υπ’ όψι του τους ενδοιασμούς της συνειδήσεως των ανθρώπων που τον περιβάλλουν. Σε μερικές περιοχές, παραδείγματος χάριν, ένα άτομο που πίνει οινοπνευματώδη ποτά, ακόμη και με μέτρο, ή κάποιος που τρώγει ωρισμένα είδη τροφής, μπορεί να θεωρήται αμαρτωλός. Όταν συμβαίνη αυτό, ο Χριστιανός δεν θα πρέπει να επιμένη στο δικαίωμά του να πίνη λίγο κρασί, ή να τρώγη χοιρινό ή άλλα κρέατα, τα οποία οι γείτονές του θεωρούν μολυσμένα. Αντιθέτως, θα πρέπει να παραιτηθή από τα δικαιώματά του, ώστε να μη θέτη ανώφελες αιτίες προσκόμματος σε ανθρώπους οι οποίοι ίσως ανταποκριθούν στα «αγαθά νέα.»
Ένα άτομο θα έπρεπε να ενεργή σε αρμονία με το ωραίο παράδειγμα του αποστόλου Παύλου, ο οποίος μπορούσε να λέγη για τον εαυτό του: «Διότι ελεύθερος ων πάντων εις πάντας εδούλωσα εμαυτόν, δια να κερδήσω τους πλειοτέρους· και έγεινα εις τους Ιουδαίους ως Ιουδαίος, δια να κερδήσω τους Ιουδαίους· εις τους υπό νόμον ως υπό νόμον, δια να κερδήσω τους υπό νόμον· εις τους ανόμους ως άνομος, μη ων άνομος εις τον Θεόν, αλλ’ έννομος εις τον Χριστόν, δια να κερδήσω ανόμους.» (1 Κορ. 9:19-21) «Αλλ’ απηρνήθημεν τα κρυπτά της αισχύνης, μη περιπατούντες εν πανουργία μηδέ δολώνοντες τον λόγον του Θεού, αλλά με την φανέρωσιν της αληθείας συνιστώντες εαυτούς προς πάσαν συνείδησιν ανθρώπων ενώπιον του Θεού.» (2 Κορ. 4:2) Όπως ο Παύλος, οι αληθινοί Χριστιανοί σήμερα έχουν εύλογη αιτία να προσέχουν ώστε ο λόγος τους και οι πράξεις τους να κάνουν έκκλησι στην καλή συνείδησι των παρατηρητών.
Εν τούτοις, δεν υπάρχει καμμιά αιτία ν’ ανησυχή ο πιστός μαθητής του Ιησού Χριστού όταν οι κοσμικοί τον καταφρονούν επειδή είναι Χριστιανός. Μπορεί να τον χλευάζουν και να τον κακομεταχειρίζωνται σωματικά, λόγω της πίστεώς του. Όταν συμβαίνη αυτό, εκείνος με σοφία ακολουθεί τη θεόπνευστη συμβουλή: «Αλλ’ εάν πάσχη ως Χριστιανός, ας μη αισχύνηται, αλλ’ ας δοξάζη τον Θεόν κατά τούτο.» (1 Πέτρ. 4:16) Είναι πραγματικά προνόμιο να υποφέρη κανείς για τον Χριστό. Η εξουσία του είναι πολύ μεγαλύτερη από την εξουσία οποιουδήποτε ανθρώπου ή ομάδας ανθρώπων. Ο Ιεχωβά Θεός έδωσε στον Υιό του ‘πάσαν εξουσία εν ουρανώ και επί γης.’ (Ματθ. 28:18) Επίσης ο Ιησούς Χριστός, σε απόδειξι της μεγάλης του αγάπης, θυσίασε τη ζωή του, παρέχοντας έτσι στους μαθητές του τη δυνατότητα ν’ αποκτήσουν μια καθαρή στάσι ενώπιον του Δημιουργού και, συνεπώς, ν’ ακολουθήσουν την οδό που οδηγεί στην αιώνια ζωή. (Ιωάν. 3:16· 15:13) Αν λάβωμε υπ’ όψι τη μεγάλη εξουσία του Χριστού και το βάθος της αγάπης του για μας, ασφαλώς δεν έχομε κανένα λόγο να ντρεπώμαστε όταν υποφέρωμε χάριν του ονόματός του.
Επί πλέον, ο αληθινός Χριστιανός δεν πρέπει να ενδιαφέρεται για το πόσο τον εκτιμούν μη πνευματικά άτομα μέσα και έξω από τη Χριστιανική εκκλησία. Ο απόστολος Πέτρος τόνισε το σημείο αυτό με τα εξής λόγια: «Επειδή δια τούτο εκηρύχθη το ευαγγέλιον και προς τους [πνευματικώς] νεκρούς, δια να κριθώσι μεν κατά ανθρώπους εν σαρκί, να ζώσι δε κατά Θεόν εν πνεύματι.» (1 Πέτρ. 4:6) Μολονότι τα άτομα που δέχονται τα «αγαθά νέα» έρχονται σε ζωή από πνευματική άποψι, τα μη πνευματικά άτομα μπορεί να εξακολουθήσουν να εκτιμούν αυτά τα άτομα με βάσι τις σαρκικές σκέψεις, θεωρώντας σαν μηδαμινούς εκείνους οι οποίοι στερούνται κοσμικού κύρους, δυνάμεως, θέσεως και αποκτημάτων. Αυτό δεν πρέπει να μας στενοχωρή. Το πιο σημαντικό πράγμα είναι το πώς μας κρίνει ο Θεός. Επιθυμούμε να συμπεράνη Εκείνος ότι ζούμε αληθινά με πνευματικό τρόπο.
Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει τρόπος να ευχαριστήσωμε τους επικριτές. Γι’ αυτό τον λόγο, ο ενσυνείδητος Χριστιανός δεν χρειάζεται να στενοχωρήται επειδή κρίνεται δυσμενώς έναντι των άλλων. Ο Χριστιανός απόστολος Παύλος υπεβλήθη σε τέτοιες δυσμενείς συγκρίσεις από ωρισμένα μέλη της εκκλησίας της Κορίνθου. Η αντίδρασίς του σ’ αυτή τη λανθασμένη εκτίμησι μπορεί να είναι ενθαρρυντική για μας. Έγραψε τα εξής. «Εις εμέ δε ελάχιστον είναι να ανακριθώ υφ’ υμών ή υπό ανθρωπίνης κρίσεως· αλλ’ ουδέ ανακρίνω εμαυτόν. Διότι η συνείδησίς μου δεν με ελέγχει εις ουδέν· πλην με τούτο δεν είμαι δεδικαιωμένος· αλλ’ ο ανακρίνων με είναι ο Κύριος. Ώστε μη κρίνετε μηδέν προ καιρού, έως αν έλθη ο Κύριος, όστις και θέλει φέρει εις το φως τα κρυπτά του σκότους και θέλει φανερώσει τας βουλάς των καρδιών, και τότε ο έπαινος θέλει γείνει εις έκαστον από του Θεού.»—1 Κορ. 4:3-5.
Ασφαλώς, ο απόστολος Παύλος γνώριζε τις αιτίες και τα κίνητρά του που τον έκαναν να μιλά και να ενεργή, καλύτερα από κείνους οι οποίοι προσπαθούσαν να τον κρίνουν ή να εκτιμήσουν την αξία του. Με πλήρη συνείδησι ενεργούσε σύμφωνα με το παράδειγμα και τη διδασκαλία του Χριστού. Γι’ αυτό τον λόγο, θεωρούσε μια τέτοια κρίσι σαν κάτι «ελάχιστον,» κάτι που δεν άξιζε να το λάβη σοβαρά υπ’ όψι του. Ο απόστολος Παύλος γνώριζε ότι εκείνο που μετρούσε ήταν η εκτίμησις που θα έκανε ο Κύριος Ιησούς Χριστός, ως διωρισμένος κριτής του Θεού. Ομοίως, οι Χριστιανοί σήμερα δεν πρέπει να ξεχνούν τη σοβαρότητα της κρίσεως από τον Ιεχωβά μέσω του Υιού του. Αυτό μπορεί να τους βοηθήση να μην ενοχλούνται από τις εκτιμήσεις που κάνουν άτομα χωρίς πνευματικότητα, και να αποφεύγουν και οι ίδιοι να κάνουν τέτοιες, μη πνευματικές, κρίσεις.
Συνεπώς, η Γραφή διασαφηνίζει ότι υπάρχουν περιπτώσεις οπότε πρέπει να ενδιαφερώμεθα για το πώς μας θεωρούν οι άλλοι, και περιπτώσεις επίσης, που δεν πρέπει να ενδιαφερώμεθα για το τι σκέπτονται ή λέγουν οι άλλοι. Το πρώτιστο ενδιαφέρον μας πρέπει πάντοτε να είναι το να αποδειχθούμε άσπιλοι ενώπιον του Θεού, διατηρώντας καθαρή συνείδησι ενώπιον αυτού και των συνανθρώπων μας. Εν τούτοις, πρέπει να θεωρούμε τις αβάσιμες επικρίσεις, τον χλευασμό ή τις μη πνευματικές κρίσεις ως κάτι μηδαμινό, καθώς εξακολουθούμε να χειριζώμαστε όλες τις υποθέσεις μας με τρόπο που φέρνει δόξα στον Θεό και στον Κύριό μας Ιησού Χριστό.