Τα Σχολεία Υστερούν
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η κοινωνία απογοητεύει τα σχολεία της. Τα σχολεία απογοητεύουν τους μαθητές τους. Οι μαθητές απογοητεύουν τον εαυτό τους. Οι γονείς τους δεν ξέρουν ούτε την υπογραφή τους να βάλουν.
«ΜΕ εξαπάτησαν!» αναφωνεί ένας απόφοιτος γυμνασίου, ο οποίος δεν το είχε αντιληφθή αυτό μέχρις ότου αναγκάσθηκε να εγκαταλείψη το κολλέγιο μετά από δυο χρόνια. «Τι πήγε στραβά; Γιατί δεν με είχαν προετοιμάσει;» ρώτα, και συνεχίζει:
«Πήγα στο γυμνάσιο στη διάρκεια της προοδευτικής εποχής, όταν οι εκπαιδευτικοί φιλόσοφοι μιλούσαν για ‘χαρούμενες αίθουσες μαθημάτων,’ και όλοι μας απαιτούσαμε μαθήματα που ήσαν ‘σχετικά’ (οτιδήποτε κι’ αν σήμαινε αυτό). Το πρόβλημα, καθώς το σκέπτομαι, τώρα, ήταν ότι οι εκπαιδευτές υποχωρούσαν πολύ εύκολα στις απαιτήσεις μας. . . . Προσπάθησαν να μας δώσουν τη ‘χαρά’ και τη ‘σχετικότητα’ που απαιτούσαμε, αλλ’ αυτό που χρειαζόμασταν πραγματικά ήταν να μάθωμε να σχηματίζωμε προτάσεις, και συχνά μερικές ξυλιές.»
Το παράπονο ενός άλλου μαθητή αναφέρθηκε από έναν αρθρογράφο:
«Πηγαίνω στην 10η τάξι και δεν μπορώ να γράψω σωστά τίποτα. Το γυμνάσιο που παρακολουθώ υποτίθεται ότι είναι ένα από τα καλύτερα στην πολιτεία. Έχομε να κάνωμε μάθημα ορθογραφίας από την Πέμπτη Τάξι. Κάθε χρόνο, ο δάσκαλος της τάξεώς μας μάς ζητά να καταγράψωμε τα μαθήματα που θα θέλαμε να παίρνωμε. Επί πέντε χρόνια στη σειρά, γράφω ‘ορθογραφία’ και ‘γραμματική.’ Αλλά τι μου προσφέρουν; Πολλές κινηματογραφικές ταινίες που υποτίθεται ότι είναι ‘εκπαιδευτικές.’»
Το έθνος δαπανά περισσότερα χρήματα απ’ όσο ποτέ προηγουμένως για τα δημοτικά και τα γυμνάσιά του—περίπου 75.000.000.000 δολλάρια το χρόνο—και τα σχολεία αυτά αποτυγχάνουν θλιβερά. Οι μεγάλοι βαθμοί στις εισαγωγικές εξετάσεις των κολλεγίων πέφτουν σταθερά τα τελευταία 15 χρόνια.
Παραφουσκωμένοι Βαθμοί και Αυτόματοι Προβιβασμοί
Οι ειδικοί που έχουν ερευνήσει το θέμα αναφέρουν τα εξής: Οι προοδευτικές μέθοδοι διδασκαλίας και τα άχρηστα κατ’ εκλογή μαθήματα έχουν παραγκωνίσει τα βασικά—την ανάγνωσι, τη γραφή και τα μαθηματικά. Ο Γιαννάκης, δεν μπορεί όχι μόνο να διαβάση, αλλά ούτε να γράψη, ούτε να κάνη πρόσθεσι, ούτε αφαίρεσι. Τα μαθήματα γλώσσας έχουν αντικατασταθή από επιστημονικές φαντασίες και κινηματογραφικά έργα. Η συγγραφή εκθέσεων θεωρείται απαρχαιωμένη. Τα βοηθητικά βιβλία είναι λιγώτερο απαιτητικά—έχουν περισσότερες εικόνες, μεγαλύτερα περιθώρια, απλούστερες λέξεις και συντομώτερες προτάσεις. Η οικιακή εργασία που απαιτείται από τον μαθητή είναι η μισή απ’ ό,τι στο παρελθόν. Οι απουσίες, μέχρι και το 25 τοις εκατό, συγχωρούνται. Οι βαθμοί είναι παραφουσκωμένοι. Ο προβιβασμός στην επόμενη τάξι είναι αυτόματος, άσχετα με την αξία του μαθητή. Τα διπλώματα δηλώνουν 12 χρόνια παρακολουθήσεως, όχι σχολικής προόδου.
Λόγω των άχρηστων διπλωμάτων. έχουν αναμιχθή και τα δικαστήρια στην υπόθεσι. Η εφημερίδα Δε Γουώλ Στρητ Τζώρναλ στις 9 Μαΐου 1978, ανέφερε: «Αν ένα σχολείο δώση απολυτήριο σ’ ένα μαθητή άσχετα με το τι έχει μάθει, τότε μπορεί να μηνυθή και το σχολείο. Έξη περίπου μηνύσεις έχουν γίνει εναντίον σχολείων στις Η.Π. με την ουσιαστική κατηγορία κακής εκπαιδεύσεως.» Σαν αποτέλεσμα, σε πολλές πολιτείες «απαιτείται από τους μαθητές ν’ αποδείξουν ότι απέκτησαν τις απαραίτητες γνώσεις, συνήθως περνώντας εξετάσεις καταλληλότητας στα τρία βασικά μαθήματα. Η αποτυχία μπορεί να σημάνη και άρνησι του απολυτηρίου του γυμνασίου.»
Ωστόσο, οι ίδιοι οι ειδικοί που ανέφεραν την αποτυχία των σχολείων, επεκτείνουν την κατηγορία και σ’ άλλους. Διαλυμένα σπίτια, σπίτια όπου υπάρχει ο ένας μόνο γονέας, σπίτια όπου και οι δυο γονείς εργάζονται, ανεκτικοί γονείς—από τέτοια σπίτια έρχονται τα παιδιά στο σχολείο ταραγμένα και απειθάρχητα, και είναι δύσκολο να διδαχθούν.
Η τηλεόρασις κάνει οκνηρές διάνοιες, και «μέχρι την ηλικία των 16 ετών, τα περισσότερα παιδιά έχουν δαπανήσει 10.000 ως 15.000 ώρες παρακολουθώντας τηλεόρασι, δηλαδή πολύ περισσότερο χρόνο απ’ όσο δαπάνησαν στο σχολείο. Ένας από τους ειδικούς είπε: «Η τηλεόρασις έχει γίνει το υποκατάστατο του γονέα, το υποκατάστατο του δασκάλου.»
Ένας άλλος εκπαιδευτής είπε καθαρά: «Αν πιστεύετε ότι υπάρχει κάποιο σοβαρό πρόβλημα στη μόρφωσι και θέλετε τα παιδιά σας να μορφώνωνται περισσότερο, προτείνω να κλείσετε την τηλεόρασι και το ραδιόφωνο, να βγάλετε από την πρίζα τα τηλέφωνα και τα μαγνητόφωνα, και να γίνετε σεις οι ίδιοι, οι γονείς, αδηφάγοι αναγνώστες, καλοί συγγραφείς και ν’ αποκτήσετε λογική οικονομική ανεξαρτησία.»
Η τελευταία πρότασις φέρνει στο προσκήνιο κι’ έναν άλλο παράγοντα—τα οικονομικά. «Το Που Ζήτε Επηρεάζει το Αν θα τα Καταφέρετε,» ήταν ο τίτλος της εφημερίδας Καθημερινά Νέα της Νέας Υόρκης, στις 8 Μαρτίου 1979, και η είδησις ανέφερε τα εξής:
«Το 131ο [Δημοτικό Σχολείο] στο Κουήνς της Τζαμάικα Εστέητς, περιβάλλεται από ήσυχους δρόμους, ακριβές, καλοφτιαγμένες μονοκατοικίες, και οι άνθρωποι εκεί χαμογελούν και χαιρετούν ο ένας τον άλλον όταν περνούν στο δρόμο. Οι μαθητές της περιοχής αυτής επέτυχαν τους μεγαλύτερους βαθμούς στις εξετάσεις αναγνώσεως σ’ όλη την πόλι.
«Το 75ο [Δημοτικό Σχολείο] στην Οδό Φέιλ στο Μπρονξ, βρίσκεται στο μέσον μιας φτωχογειτονιάς. Τόσο οι δάσκαλοι όσο και οι μαθητές πρέπει ν’ ανησυχούν για τους κακοποιούς και τους ηρωινομανείς, όταν φεύγουν από το χώρο του σχολείου. Οι μαθητές του 75ου Δημοτικού Σχολείου πήραν τους πιο χαμηλούς βαθμούς στις εξετάσεις αναγνώσεως.
«‘Αυτό φανερώνει κάτι’, είπε η Έβελυν Λήκεϋ, της οποίας ο γιος πηγαίνει στην πέμπτη τάξι, στο 75ο Δημοτικό Σχολείο. ‘Δεν μαθαίνουν τίποτα σ’ αυτό το σχολείο, και δεν έχω τα οικονομικά μέσα να τον στείλω κάπου αλλού.’»
«Η Κοινωνία Φταίει»
Ένας πρώην γραμματέας εργασίας, ο Γουίλλαρντ Γουίρτζ, μέλος του συμβουλίου που ερευνά τη μείωσι στους βαθμούς των εξετάσεων, παρατήρησε ότι οι νέγροι πήραν πιο χαμηλούς βαθμούς από τους λευκούς, ανάλογα με τη μειονεκτική τους κοινωνική και οικονομική κατάστασι. «Η ευθύνη,» κατέληξε, «δεν μπορεί να καταλογισθή στα σχολεία. Ολόκληρη η κοινωνία φταίει.»
Απόφοιτοι που στερούνται των βασικών εκπαιδευτικών επιδεξιοτήτων μειονεκτούν στον τομέα της εργασίας. Επιχειρηματίες που διεξάγουν ένα σεμινάριο για δασκάλους έθιξαν αυτά τα σημεία:
«Ας δούμε την πραγματικότητα· αν δεν μπορούν να κάνουν σωστά τη δουλειά τους, δεν μπορούμε να τους κρατήσωμε.»
«Από 180 αιτήσεις που εξέτασα, το 20 τοις εκατό περίπου έπρεπε ν’ απορριφθή, επειδή δεν μπορούσα να διαβάσω αυτά που είχαν γράψει.»
«Περίπου το 80 τοις εκατό του προσωπικού που απολύεται χάνουν τις εργασίες τους λόγω συστηματικής απουσίας ή αργοπορίας.»
«Προσπαθούμε όσο μπορούμε να μην επηρεαζόμαστε από την εμφάνισι αυτών που κάνουν αίτησι για εργασία, αλλ’ αν βλέπατε μερικούς απ’ αυτούς που βλέπομε εμείς, θα αντιλαμβανόσασταν ότι είναι φυσικό να επηρεασθήτε.»
Οι επιχειρήσεις δαπανούν 40.000.000.000 δολλάρια κάθε χρόνο προσπαθώντας να καλύψουν τις αποτυχίες των σχολείων. Ένας αξιωματούχος κάποιας εταιρίας παραπονέθηκε:
«Κάνομε εκείνο που ώφειλαν να κάνουν οι εκπαιδευτές. Οι απόφοιτοι των κολλεγίων δεν μπορούν να γράψουν αναφορές· οι απόφοιτοι των γυμνασίων δεν μπορούν να διαβάσουν, ούτε να γράψουν σωστά· οι δακτυλογράφοι δεν μπορούν να γράψουν περισσότερες από 30 λέξεις το λεπτό—και όλες έχουν φτωχό λεξιλόγιο. Δώδεκα χρόνια είναι πάρα πολλά για να τελειώση κανείς το σχολείο και να μην έχη μάθει ούτε τα βασικά.»
Είναι λυπηρό το ότι ένα έθνος που έχει διασπάσει το άτομο, έχει στείλει ανθρώπους στο φεγγάρι, και έχει στείλει ένα διαστημόπλοιο στο Δία, που μπορεί να στείλη φωτογραφίες στη γη, δεν έχει διδάξει ακόμη όλους τους ενηλίκους του πώς να συμπληρώνουν μια αίτησι για εργασία ή να υπολογίζουν τα ρέστα στο ταμείο του ‘σούπερ-μάρκετ.’ Πρέπει ασφαλώς να υπάρχη κάποια θεραπεία!
Αλλά ποια είναι αυτή;