Αποπειράθηκα να Σκοτωθώ, Παρολίγο να Σκοτώσω το Γιο Μου
ΕΙΜΑΙ χαρούμενη που απέτυχα και στις δυο περιπτώσεις. Η επιτυχία στην έρευνά μου για την αλήθεια ήρθε έγκαιρα για να σώσει και τους δυο μας. Η αλήθεια αυτή άλλαξε τη ζωή μου, το νου μου, την προσωπικότητά μου, μου έδωσε μια καινούργια δουλειά, με έφερε σε μια νέα χώρα και μ’ έκανε να αγωνιστώ για να μάθω μια καινούργια γλώσσα. Στην πραγματικότητα δυο καινούργιες γλώσσες, αλλά μόνο η μια απ’ αυτές ήταν δύσκολη, η άλλη ήταν ευχάριστη.
Πριν αρχίσω την έρευνά μου για κάτι καλύτερο, βυθίσθηκα σε κάτι χειρότερο. Έπρεπε να φάω τα μούτρα μου για να δω ότι έπρεπε ν’ αλλάξω πορεία.
Είμαι Ιουδαία, μεγάλωσα σε μια Ιουδαϊκή οικογένεια, αλλά οι γονείς μου δεν ήταν ιδιαίτερα θρησκευόμενοι. Όμως, απαιτούσαν από μένα να πηγαίνω σ’ ένα σχολείο της συναγωγής, να παρακολουθώ το Κατηχητικό σχολείο και να παρευρίσκομαι στις λειτουργίες που γίνονταν στις γιορτές. Όταν ήμουν 10 χρόνων παρατήρησα ότι στον Ιουδαϊσμό υπήρχε μεγάλη υποκρισία. Κάτι που με προβλημάτισε ήταν ότι έπρεπε να αγοράζω εισιτήριο για να πηγαίνω στις γιορταστικές λειτουργίες. Γιατί θα έπρεπε να πληρώνω για να πάω να λατρεύσω τον Θεό; Παρατήρησα επίσης ότι αυτοί που έδιναν περισσότερα χρήματα γράφονταν τα ονόματά τους με μεγαλύτερα γράμματα στον τοίχο της συναγωγής. Στο Κατηχητικό σχολείο που πήγαινα δίδασκε ένας Ιουδαίος δικηγόρος, ο καλύτερος δήθεν δάσκαλος της συναγωγής. Ήταν σαν μια φιλοσοφική τάξη και η Αγία Γραφή παρουσιαζόταν εκεί σαν ένα καλό βιβλίο που γράφτηκε από σοφούς, αλλά όχι σαν ένα θεόπνευστο βιβλίο.
Έτσι, όταν έφτασα 14 χρονών και οι γονείς μου με έστειλαν σ’ ένα ιδιωτικό σχολείο, δεν πήγαινα πια στη συναγωγή και δεν είχα καμιά σχέση με τη θρησκεία. Θυμάμαι όταν αργότερα πήγα σπίτι για να τους επισκεφθώ, ο πατέρας μου θέλησε να πάω στη συναγωγή, αλλά εγώ του είπα ότι ήμουν αθεΐστρια. Είχα δει τόσο μεγάλη υποκρισία που δεν πίστευα σε τίποτα. Η ζωή μου στο σπίτι δεν ήταν ποτέ πολύ καλή. Πίστευα πως ήμουν ανεπιθύμητη. Τίποτα δεν με ενδιέφερε. Συχνά το έσκαγα από το ιδιωτικό σχολείο, και η αστυνομία με έβρισκε και με έφερνε πίσω. Οι γονείς μου τελικά με έκλεισαν για ένα χρόνο σ’ ένα σχολείο αναμορφώσεως.
Εκεί γνωρίστηκα με άλλες νεαρές γυναίκες που είχαν πολλά προβλήματα—μερικές είχαν μωρά, άλλες είχαν κλέψει αυτοκίνητα, πολλές έπαιρναν ναρκωτικά, και μερικές μάλιστα είχαν προσπαθήσει να σκοτώσουν τους γονείς τους. Ήμουν 16 χρόνων όταν βγήκα από εκεί. Έφυγα από την Καλιφόρνια και πήγα στη Νέα Υόρκη και γράφτηκα στο Πανεπιστήμιο του Λονγκ Άιλαντ στο Μπρούκλυν. Ειδικεύτηκα στις πολιτικές επιστήμες και στα οικονομικά. Τον καιρό εκείνο ενδιαφερόμουν για τη βελτίωση της κοινωνίας και πίστευα πως η πολιτική ήταν ο τρόπος για να γίνει αυτό. Πριν απ’ αυτό πήγαινα από πόρτα σε πόρτα προσπαθώντας να κάνω τους ανθρώπους να ψηφίσουν πρόεδρο τον Ευγένιο Μακ Κάρθυ. Αλλά όσο περισσότερο μελετούσα και παρατηρούσα την πολιτική τόσο περισσότερο έβλεπα τη διαφθορά της. Άλλαξα κλάδο και τελικά εγκατέλειψα το κολέγιο.
Τελείως απογοητευμένη, χωρίς καμιά ελπίδα για τίποτα, άρχισα να συχνάζω σε μπαρ, να πίνω, να παίρνω ναρκωτικά και μάλιστα να εργάζομαι σαν χορεύτρια στα μπαρ. Ερωτεύθηκα κάποιον που λεγόταν Τζων, άρχισα να συζώ μαζί του και τελικά παντρευτήκαμε. Αποδείχτηκε ότι ήταν αλκοολικός, και εξαφανιζόταν για μέρες κι αυτό μ’ έκανε να πέφτω σε απόγνωση. Η οικογενειακή μου ζωή δεν πήγαινε καθόλου καλά, το πολιτικό σύστημα ήταν διεφθαρμένο, η μόλυνση κατέστρεφε τη γη, και όλα τα πράγματα έδειχναν σαν ο άνθρωπος να ήταν αποφασισμένος να τιναχθεί στον αέρα σ’ έναν πυρηνικό πόλεμο. Αποπειράθηκα ν’ αυτοκτονήσω.
Στην πραγματικότητα ήθελα κάτι καλύτερο. Σταμάτησα να παίρνω ναρκωτικά. Προσπάθησα σκληρά να βελτιώσω την οικογενειακή μου ζωή. Άρχισα να διερωτιέμαι, Υπάρχει Θεός; Εξέτασα τον πνευματισμό, αγόρασα μια ολόκληρη βιβλιοθήκη δαιμονικά βιβλία. Ήμουν τυχερή που ποτέ δεν ενοχλήθηκα από τους δαίμονες. Ο Τζων μου είπε ότι υπήρχαν προφητείες στην Αγία Γραφή για το μέλλον. Ποτέ στη θρησκεία μου δεν με είχαν διδάξει κάτι τέτοιο. «Στην Καινή Διαθήκη;» ρώτησα. Εκεί νόμιζε. Ήταν Καθολικός αλλά ούτε ζούσε σαν Καθολικός ούτε πίστευε στον Καθολικισμό. Από τότε έβαλα σκοπό μου να βρω τι λέει η Βίβλος.
Τα πράγματα τώρα εξελίχθηκαν γοργά. Αποπειράθηκα να αυτοκτονήσω αρκετές φορές—κόβοντας τις φλέβες μου, μαχαιρώνοντας τον εαυτό μου, κόβοντας το λαιμό μου—αλλά, οι απόπειρες αυτές γίνονταν με μισή καρδιά, φώναζα βοήθεια και τις έκανα μπροστά στον άντρα μου για να τον κάνω να σταματήσει να πίνει και να γυρίζει από μπαρ σε μπαρ. Δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα.
Η μεγάλη στροφή στη ζωή μου άρχισε πολύ σύντομα μετά απ’ αυτό. Μια Κυριακή ο Τζων κι εγώ πήγαμε να δούμε μερικούς φίλους του, ένα ηλικιωμένο ζευγάρι. Αυτοί είχαν μελετήσει με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, είχαν Μάρτυρες στην οικογένειά τους και καταλάβαιναν τη Γραφή όπως και οι Μάρτυρες. Περιέργως, προσπάθησα να τους πείσω ότι ο Ιουδαϊσμός ήταν η καλύτερη θρησκεία, μολονότι εγώ την είχα απορρίψει. Τότε ο άντρας άρχισε να μιλάει για το τι πιστεύουν οι Μάρτυρες. Μέσα σε 15 λεπτά έφτασε από τον Αδάμ στον Αρμαγεδδώνα. Ήταν συγκλονιστικό! Αυτή ήταν η αλήθεια! Το άλλο βράδυ πήγα μαζί με τη γυναίκα σε μια Γραφική μελέτη. Άρχισα να πηγαίνω αρκετά τακτικά στις συναθροίσεις. Ο Τζων με ενθάρρυνε για λίγο, αλλά καθώς μάθαινα περισσότερες αλήθειες από την Αγία Γραφή άρχισα ν’ αλλάζω. Άρχισε να εφαρμόζεται σ’ εμένα το Ρωμαίους 12:2: «Μη συμμορφώνεστε με τον αιώνα τούτον, αλλά μεταμορφώνεστε δια της ανακαινίσεως του νοός σας, ώστε να δοκιμάζετε τι είναι το θέλημα του Θεού, το αγαθόν και ευάρεστον και τέλειον.» Τέρμα η μαριχουάνα, το πολύ ποτό, το κλέψιμο.
Ναι όπως ακριβώς το είπα, το κλέψιμο. Όταν συζούσαμε στη Νέα Υόρκη βγαίναμε και κλέβαμε αυτοκίνητα και πουλάγαμε τα ανταλλακτικά. Αυτοί που είχαν αυτοκίνητο χρειάζονταν και ανταλλακτικά, κι εμείς εντοπίζαμε ένα αυτοκίνητο σαν κι αυτό που είχαν, το κλέβαμε και τους πουλούσαμε τα ανταλλακτικά. Όταν τα σταμάτησα όλα αυτά ο Τζων άρχισε να εναντιώνεται που μελετούσα την Αγία Γραφή με τους Μάρτυρες. Αλλά μαλάκωσε όταν ήρθαν στην πόρτα μας δυο Μάρτυρες και του έκαναν καλή εντύπωση. Ο μόνος όρος που έθεσε ήταν, «Εσύ μελέτα μαζί τους αλλά εμένα άφησέ με. Μη μου κάνεις κήρυγμα. Μην προσπαθείς να με προσηλυτίσεις.»
Σύντομα μετά απ’ αυτό, δημιουργήθηκε άλλη μια κρίση. Έμεινα έγκυος. Αυτός δεν ήθελε το παιδί, κι εγώ για να σώσω το γάμο μου δέχτηκα να κάνω έκτρωση. Είχα κάνει δυο προηγουμένως, κι έτσι μια τρίτη δεν φαινόταν και τόσο σπουδαία. Κατόπιν είδα μια ομιλία με σλάιντς στην Αίθουσα Βασιλείας των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Πραγματευόταν το θαύμα της γέννησης. Εντυπωσιάστηκα πάρα πολύ με το θαύμα αυτού του μικρού σώματος που αναπτύσσεται μέσα στη μήτρα. Ζούσε, μεγάλωνε, κινιόταν! Άρχιζαν ν’ αναπτύσσονται τα χέρια και τα πόδια, να παίρνουν σχήμα τα δάχτυλα των χεριών και των ποδιών και σύντομα να βυζαίνει τον αντίχειρά του! Κι εγώ θα το σκότωνα αυτό; Μέχρι τώρα πίστευα πως το έμβρυο ήταν απλώς ένα πράγμα, ένα μέρος του σώματός μου, τίποτα περισσότερο. Αλλά στα μάτια του Ιεχωβά αυτό ήταν ένα ζωντανό πλάσμα, και τώρα έτσι το έβλεπα κι εγώ.
Μετά τη συνάθροιση βγήκα έξω κι έκλαιγα. Δεν θα έκανα την έκτρωση. Πήγα σπίτι και είπα στο σύζυγό μου, «θα το κρατήσω το παιδί.» Αυτός εξεμάνη και βγήκε έξω χτυπώντας δυνατά την πόρτα. Δεν μου μιλούσε τρεις μέρες. Αλλά όταν το μωρό γεννήθηκε το αγάπησε. Έγινε όλος του ο κόσμος. Νόμιζε πως ήταν το πιο υπέροχο πράγμα. Ήταν 37 χρόνων και είχε ένα γιο! Μαλάκωσε και σε άλλους τομείς επίσης. Όταν είπα πως θα βαφτιζόμουν το μόνο που είπε ήταν, «Αν το θέλεις, βαφτίσου.» Κι αυτό μετά από τρία χρόνια εναντίωσης και απειλών.
Τρεις μέρες αργότερα δεν γύρισε το βράδυ σπίτι. Τα πράγματα είχαν πάει τόσο καλά, αλλά πίστεψα πως τώρα ξανάρχισε πάλι να πίνει. Δεν έπαιρνε άλλη συζήτηση το θέμα, όχι αφού είχα μάθει τις Βιβλικές αλήθειες κι έπρεπε να μεγαλώσω το γιο μου τον Τζόναθαν. Θα εγκατέλειπα τον άντρα μου. Έφτιαξα τις βαλίτσες μου και τον περίμενα να γυρίσει για να του το πω. Τότε χτύπησε η πόρτα. Δεν ήταν ο σύζυγός μου. Ήταν ο σερίφης. «Συνέβη κάποιο ατύχημα. Ο σύζυγός σας σκοτώθηκε.» Επέστρεφε σπίτι από ένα μπαρ και καθώς οδηγούσε έπεσε στον γκρεμό. Την προηγούμενη ακριβώς μέρα είχε νευριάσει για κάτι, είχε χάσει την ψυχραιμία του και είχε πει: «Κανένας ποτέ δεν με τσάκισε! Θα έπρεπε να έχω πεθάνει!» Αυτά τα λόγια εξακολουθούσαν να αντηχούν μέσα στο μυαλό μου από τη στιγμή που μου είπε ο σερίφης ότι ο Τζων ήταν νεκρός.
Αφιερώθηκα στον Ιεχωβά και τρεις μήνες αργότερα άρχισα την ολοχρόνια διακονία με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Ζούσαμε στο Κολοράντο όταν σκοτώθηκε ο άντρας μου, αλλά τώρα μετακομίσαμε αλλού για να δώσουμε μαρτυρία εκεί που η ανάγκη ήταν μεγαλύτερη. Ένα καλοκαίρι ο Τζόναθαν κι εγώ μπορέσαμε να εργαστούμε μαζί με μερικούς ολοχρόνιους διακόνους στο Κεντάκυ. Βγαίναμε πολλές ώρες—8, 10, 12 ώρες τη μέρα. Ο Τζόναθαν ήταν τώρα περίπου πέντε χρόνων, και μια Μάρτυς πίστευε ότι ήταν πολύ κουραστικό γι’ αυτόν. «Γιατί δεν τον αφήνεις να κάθεται μια μέρα;» ρώτησε. Αυτή είχε τρία παιδιά, γιαυτό τον άφησα να μείνει μαζί τους. Του άρεσε αυτό, αλλά την επόμενη εβδομάδα ρώτησε, «Αύριο είναι η μέρα που θα κάτσω;» «Ναι.» Τότε είπε, «Όχι, θέλω να έρθω έξω κι εγώ μαζί σου στην υπηρεσία. Δεν θέλω να κάθομαι καμιά μέρα πια.»
Ο πατέρας μου σέβεται τη θρησκεία μου λόγω της αλλαγής που μου έφερε, αλλά δεν θέλει να έχει τίποτα μ’ αυτή. Ωστόσο, κάνει διάφορες ερωτήσεις στον Τζόναθαν γι’ αυτή. Όταν η μητέρα μου πέθανε ο πατέρας μου του έδειξε φωτογραφίες της. «Ποια είναι αυτή;» ρωτούσε. «Η γιαγιά σου.» «Που βρίσκεται;» «Πέθανε,» εξηγούσε, «και η ψυχή της πήγε στον ουρανό.» Ο Τζόναθαν είπε, «Όχι, αυτή είναι μια ψυχή, και είναι στον τάφο.» Εντυπωσιασμένος, άρχισε να κάνει ερωτήσεις στον Τζόναθαν. «Ποιος είναι ο Θεός;» «Ο Ιεχωβά.» «Τι κάνει;» «Είναι στον ουρανό,» είπε ο Τζόναθαν, «και τα κάνει όλα σωστά.» Ο πατέρας μου δεν ακούει εμένα, αλλά ακούει τον Τζόναθαν. Και ο Τζόναθαν μπορεί να απαντάει στις ερωτήσεις του επειδή έχουμε κάνει μαζί από την αρχή ως το τέλος το Βιβλίο μου με τις Βιβλικές Ιστορίες, που είναι έκδοση της Εταιρίας Σκοπιά.
Ο πατέρας μου πιστεύει στον Θεό. Θυμάμαι ότι όταν ήμουν περίπου εννιά χρόνων και ρωτούσα αν υπάρχει Θεός, ο πατέρας μου με πήρε έξω και μου έδειξε ένα λουλούδι. «Πώς ξεφύτρωσε αυτό;» ρώτησε, και απάντησε στη δική του ερώτηση: «Μόνο ο Θεός θα μπορούσε να το κάνει αυτό.» Εξήγησε ότι και τα φυτά ακόμη είχαν τη δύναμη να ξεφυτρώνουν και μέσα από το τσιμέντο! Ο πατέρας μου προσπάθησε πολύ σκληρά να με κάνει να πιστέψω στον Θεό, αλλά τώρα ο μικρός μου γιος είναι εκείνος που προσπαθεί να τον βοηθήσει να γνωρίσει τον Ιεχωβά και το σκοπό Του έτσι ώστε να μπορέσει να ζήσει μαζί μας σε μια Παραδεισένια γη.
Μερικές φορές ιδιαίτερα, όπως τώρα, βλέπω τον Τζόναθαν και σκέφτομαι, Αν δεν είχα πάει στην ομιλία με τα σλάιντς στην Αίθουσα Βασιλείας πριν από πέντε χρόνια, ο Τζόναθαν δεν θα ήταν εδώ τώρα. Μερικές φορές με τρομάζει όταν σκέφτομαι ότι κάποτε διανοήθηκα να σκοτώσω το γιο μου.
Το 1979 πήγα στο Ισραήλ. Ήθελα να δω τη Βιβλική χώρα. Ο Τζόναθαν δεν ήρθε μαζί μου—ήταν πολύ μικρός για να εκτιμήσει ένα τέτοιο ταξίδι. Γύρισα πίσω με την επιθυμία να πάω στο Ισραήλ για να μοιραστώ με το λαό του έθνους μου τις πληροφορίες που με είχαν ωφελήσει. Είδα τους Ισραηλίτες, πόσο αφοσιωμένοι ήταν, πόσο σκληρά εργάζονταν για να κάνουν μια πατρίδα, πόσο ζηλωτές ήταν κι όμως πόσο παραπλανημένοι λόγω της αποξενώσεώς τους από τον Ιεχωβά. Γύρισα από το ταξίδι αυτό κάνοντας θερμά προσευχή στον Ιεχωβά να ανοίξει το δρόμο σ’ εμένα για να τον υπηρετήσω στο Ισραήλ.
Προσευχόμουν επί δύο χρόνια συνέχεια. ‘Πόσο θα ήθελα να είχα μια άλλη ολοχρόνια Μάρτυρα να έρθει μαζί μου, ιδιαίτερα μια που να γνώριζε τα Εβραϊκά και να μπορούσε να με βοηθήσει να μάθω κι εγώ τη γλώσσα!’ Έπειτα, το 1981, ξαναγύρισα στο Ισραήλ, και ήρθε και ο Τζόναθαν μαζί μου αυτή τη φορά. Κάναμε αυτό το ταξίδι μ’ έναν όμιλο των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Επισκεφτήκαμε την Αίθουσα Βασιλείας των Μαρτύρων στη Βηθλεέμ. Το λεωφορείο που μας έκανε την περιήγηση, είχε παρκάρει στο δρόμο έξω από την αίθουσα και έφερε την ταμπέλα «Μάρτυρες του Ιεχωβά».
Δύο γυναίκες είδαν την ταμπέλα και μπήκαν μέσα στην αίθουσα. Ήταν Μάρτυρες του Ιεχωβά και επειδή έτυχε να περνάνε από κει και να δουν τη ταμπέλα μπήκαν μέσα να μας επισκεφτούν. Η μια ήταν νεαρή Ιουδαία που είχε εγκατασταθεί στο Ισραήλ από την Ολλανδία. Υπηρετούσε ολοχρόνια στην υπηρεσία του Ιεχωβά σε μια άλλη πόλη και συνέβη να έχει έρθει αυτή ακριβώς τη μέρα στη Βηθλεέμ. Ήθελε κι αυτή μια σύντροφο για να συγκατοικήσει μαζί της και να τη συνοδεύει στο έργο μαρτυρίας. «Ναι,» απάντησε χαρούμενα στο αίτημά μου, «Κι εσύ και ο Τζόναθαν μπορείτε να έρθετε και να ζήσετε μαζί μου!» Ήταν απάντηση στις προσευχές μου! Και τώρα ζούμε εκεί κι εγώ και ο Τζόναθαν.
Πόσο ευτυχισμένη είμαι που οι απόπειρες για ν’ αυτοκτονήσω απέτυχαν, και που δεν σκότωσα το γιο μου πριν γεννηθεί! Πόσο θαυμάσιο είναι που η έρευνά μου για την αλήθεια πέτυχε και άλλαξε τη ζωή μου και μ’ έκανε να ‘ξεντυθώ την παλιά μου προσωπικότητα και να φορέσω την καινούργια’! (Κολοσσαείς 3:9, 10) Και ενώ αγωνίζομαι σκληρά για να μάθω μια νέα και δύσκολη γλώσσα, την Εβραϊκή, συνεχίζω επίσης να μαθαίνω μια απολαυστική νέα γλώσσα, εκείνη που προειπώθηκε στον Σοφονία 3:9: «Τότε θέλω αποκαταστήσει εις τους λαούς γλώσσαν καθαράν, δια να επικαλώνται πάντες το όνομα του Κυρίου, να δουλεύωσιν αυτόν υπό ένα ζυγόν.»
Τώρα οι προσευχές μου έχουν απαντηθεί. Έχω το προνόμιο να υπηρετώ τον Ιεχωβά ολοχρόνια, να εργάζομαι ώμο προς ώμο με την παγκόσμια αδελφότητα των Μαρτύρων του Ιεχωβά.—Από συνεργάτη.
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 20]
Γιατί θα έπρεπε να πληρώνω για να πάω να λατρεύσω τον Θεό;
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 21]
Η οικογενειακή μου ζωή δεν πήγαινε καλά, το πολιτικό σύστημα ήταν διεφθαρμένο, η μόλυνση κατέστρεφε τη γη, κι έμοιαζε σαν ο άνθρωπος να ήταν αποφασισμένος να τιναχτεί στον αέρα σ’ ένα πυρηνικό πόλεμο
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 22]
Προσπάθησα να σκοτωθώ αρκετές φορές—κόβοντας τις φλέβες μου, μαχαιρώνοντας τον εαυτό μου, κόβοντας το λαιμό μου—αλλά οι προσπάθειες αυτές ήταν μόνο απρόθυμες, μια κραυγή για βοήθεια
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 22]
Τέρμα πια η μαριχουάνα, το πολύ ποτό, το κλέψιμο
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 23]
Ζούσε, μεγάλωνε, κινιόταν! Άρχιζαν ν’ αναπτύσσονται τα χέρια και τα πόδια, να παίρνουν σχήμα τα δάχτυλα των χεριών, και των ποδιών, και σύντομα να βυζαίνει τον αντίχειρά του!Κι εγώ θα το σκότωνα αυτό;
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 23]
Χτύπησε η πόρτα. Δεν ήταν ο σύζυγός μου. Ήταν ο σερίφης. «Συνέβη κάποιο ατύχημα. Ο σύζυγός σας σκοτώθηκε»
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 24]
Μου έδειξε ένα λουλούδι..«Μόνο ο Θεός θα μπορούσε να το κάνει αυτό.»
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 24]
Μερικές φορές με τρομάζει όταν σκέφτομαι ότι διανοήθηκα να σκοτώσω το γιο μου