Τα Υποβρύχια και τα Βαθυσκάφη της Φύσης
«Η υπερηφάνειά μας για τα πρόσφατα τεχνολογικά επιτεύγματα του ανθρώπου πρέπει να μετριαστεί από τη γνώση ότι τα ζώα ίσως τα χρησιμοποιούν ήδη από αμνημονεύτων χρόνων».—Scientific American, Ιούλιος 1960.
«Αι αόρατοι ιδιότητές του, δηλαδή η αιώνια δύναμίς του και η Θεότης του, βλέπονται καθαρά, αφ’ ότου εδημιουργήθηκε ο κόσμος, γινόμεναι νοηταί δια μέσου των δημιουργημάτων». (Ρωμαίους 1:20, Αναθεωρημένη Νεοελληνική Απόδοση ) Είναι αναμφισβήτητο ότι η σοφία του Ιεχωβά στο συγκεκριμένο σκοπό του αποκαλύπτεται σ’ αυτά τα ζώα που μπορούν να καταδύονται.
● Ο ΘΑΛΑΜΩΤΟΣ ΝΑΥΤΙΛΟΣ. Ο ναυτίλος έπλεε υποβρυχίως πάρα πολλές χιλιάδες χρόνια πριν υπάρξει καν ο άνθρωπος στη γη για να ονειροπολεί ένα τέτοιο κατόρθωμα. Από βρεφική ηλικία κατασκευάζει το δικό του σπίτι μόνος του, προσθέτοντας συνεχώς μεγαλύτερα δωμάτια καθώς ο ίδιος μεγαλώνει. Σφραγίζει πίσω του τα άδεια δωμάτια που εγκαταλείπει, μέχρι που το όμορφο όστρακό του φθάνει, μεγαλώνοντας σπειροειδώς προς τα έξω, τα 25 εκατοστά περίπου σε διάμετρο. Το μεγαλύτερο μέρος του είναι διακοσμημένο με γυαλιστερές καφετί λουρίδες σαν της ζέβρας, και στο τελευταίο και μεγαλύτερο δωμάτιο που είναι ανοιχτό προς τη θάλασσα ζει ο ναυτίλος. Στο πέρασμά του μπορεί να αφήσει πίσω του 30 και πλέον πρώην κατοικίες των νεώτερων χρόνων του. Αλλά κάθε φορά που μετακομίζει ο ναυτίλος σ’ ένα καινούργιο, πιο ευρύχωρο δωμάτιο, αφήνει πίσω του κάτι από τον εαυτό του—ένα σωληνοειδή αγωγό. Και κάθε φορά που σφραγίζει ένα θάλαμο, αφήνει μια τρυπούλα στο χώρισμα. Μέσα από αυτά τα ανοίγματα, η σωληνοειδής επέκταση του ναυτίλου διαπερνάει τους θαλάμους και φτάνει μέχρι το πρώτο μικροσκοπικό διαμέρισμα. Αυτά τα διαμερίσματα καθώς και ο σωληνοειδής αγωγός που τα διαπερνάει είναι τα πράγματα που δίνουν στο ναυτίλο τις ικανότητες να πλέει υποβρυχίως. Οι θάλαμοι χρησιμεύουν σαν υδροστατικές δεξαμενές. Γεμίζουν με αέριο. Ο σωληνοειδής αγωγός που τις διαπερνάει μπορεί να προσθέτει νερό ή μπορεί να αφαιρεί νερό. Μπορεί να ρυθμίζει την αναλογία αερίου/νερού και να αλλάζει μ’ αυτό τον τρόπο την πλευστότητα. Έτσι, ο ναυτίλος μπορεί να βρίσκεται κοντά στην επιφάνεια ή σε εξακόσια μέτρα βάθος, ή να πλέει κάπου ενδιάμεσα.
● Η ΣΟΥΠΙΑ. Η κοινή σουπιά βρίσκεται στα νερά της Μεσογείου και του ανατολικού Ατλαντικού. Ένα μεγάλο δείγμα μπορεί να έχει σώμα μήκους εξήντα εκατοστών, με οχτώ πλοκάμια που απλώνονται άλλα είκοσι πέντε με τριάντα εκατοστά μακρύτερα, και ακόμη δυο μακριές κεραίες που μπορούν να επεκταθούν και πέρα από τα πλοκάμια για να αρπάζει τροφές. Για την κίνησή της είναι εφοδιασμένη με επιμήκη πτερύγια κατά μήκος των πλευρών του σώματός της, καθώς και μ’ ένα χωνί ή σιφόνιο που της παρέχει την προώθηση. Όπως και ο θαλαμωτός ναυτίλος, η σουπιά έχει κι αυτή ένα μηχανισμό που μοιάζει με του υποβρυχίου για να της ρυθμίζει την πλευστότητά της. Αλλά, αντί για θαλάμους σαν του όστρακου του ναυτίλου, η σουπιά βασίζεται για την πλευστότητά της σ’ ένα μηχανισμό που είναι φτιαγμένος από κόκαλο, το γνωστό κόκαλο της σουπιάς. Η θέση του είναι ακριβώς κάτω από το δέρμα κατά μήκος της πλάτης της σουπιάς. Είναι ένα μαλακό σαν κιμωλία κατασκεύασμα, που έχει μέχρι και εκατό λεπτές πλάκες που χωρίζονται μεταξύ τους με υποστηρίγματα καθώς και πολλά, χωριστά και κυψελοειδή διαμερίσματα. Το κόκαλο αυτό είναι που χρησιμεύει στη σουπιά σαν υδροστατική δεξαμενή. Καθώς μεγαλώνει η σουπιά και γίνεται βαρύτερη, προσθέτονται όλο και περισσότερα διαμερίσματα στο κόκαλο για να αυξηθούν οι δυνατότητές της για πλευστότητα. (Παρενθετικά αναφέρουμε ότι αυτό είναι το κόκαλο που βάζουμε στα κλουβιά των πουλιών.) Με μια διαδικασία όσμωσης, η σουπιά μπορεί να αντλήσει νερό από τις κοιλότητες του κοκάλου της, ή να επιτρέψει στο νερό να εισέλθει σ’ αυτό. Μ’ αυτό τον τρόπο ποικίλλει την πλευστότητά της για να αναδύεται και να καταδύεται στον ωκεανό. Θεωρητικά, οι κοιλότητες του κοκάλου της είναι σαν τις δεξαμενές νερού του υποβρυχίου. Οι σουπιές παραμένουν συνήθως σε βάθος από 30 ως 65 μέτρα, αλλά μπορούν να καταδυθούν μέχρι 180 μέτρα.
● ΤΟ ΚΑΛΑΜΑΡΙ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ ΒΑΘΩΝ. Αυτό το τεράστιο καλαμάρι (αρχιτευθίς ή αρχιτευθίς του Χάρβεϋ) ίσως είναι η πηγή των θρύλων για θαλάσσια τέρατα που αρπάζουν πλοία με τα πλοκάμια τους. Έχουν βρεθεί πτώματά τους που ήταν πάνω από τρία μέτρα—20 μέτρα μαζί με τα πλοκάμια! Σε όλη τη ζωική κτίση, τα δικά του μάτια είναι γνωστά ως τα μεγαλύτερα—διαμέτρου 40 εκατοστών! Κινείται σβέλτα χρησιμοποιώντας τη μέθοδο της προώθησης. Όπως ο ναυτίλος και η σουπιά, μπορεί κι αυτό να καταδύεται σε διάφορα βάθη, αλλά το πετυχαίνει με διαφορετικό τρόπο. Τα άνω δύο τρίτα του σώματός του σχηματίζουν μια μεγάλη κοιλότητα, την κοιλιομυϊκή κοιλότητα. Αυτή είναι γεμάτη μ’ ένα υγρό. Αν αφαιρεθεί το υγρό αυτό, το καλαμάρι βουλιάζει. Το υγρό δίνει στο ζώο την ουδέτερη πυκνότητά του ως προς το θαλασσινό νερό. Η ανάλυση έχει δείξει ότι περιέχει πολύ υψηλό ποσοστό αμμωνίας, 9 γραμμάρια στο λίτρο. Γιατί συμβαίνει αυτό; Ανόμοια με τα θηλαστικά, το καλαμάρι αποβάλλει τα αζωτούχα περιττώματά του σαν αμμωνία και όχι σαν ουρία. Η αμμωνία αυτή περνάει από το αίμα στο υγρό της κοιλιομυϊκής κοιλότητας, όπου διασπάται σε ιόντα αμμώνιου. Τα ιόντα αυτά είναι ελαφρά και κάνουν το υγρό να είναι ελαφρότερο από το θαλασσινό νερό, δίνοντας έτσι πλευστότητα στο καλαμάρι. Το περιοδικό Scientific American, στην Αγγλική (Σαϊεντίφικ Αμέρικαν) το συγκρίνει με το βαθυσκάφος του Αυγούστου Πικάρντ που κατεβαίνει στα βάθη των ωκεανών. Η μεγάλη δεξαμενή του βαθυσκάφους που είναι γεμάτη με βενζίνη, η οποία είναι ελαφρότερη από το θαλασσινό νερό, κρατάει το θάλαμο-παρατηρητήριο που κρέμεται από κάτω της. Παρόμοια, το υγρό της κοιλιομυϊκής κοιλότητας του καλαμαριού των μεγάλων βαθών χρησιμεύει σαν υδροστατική συσκευή. Αλλά το καλαμάρι το κατάφερε πρώτο, γιατί ο Δημιουργός του το είχε σκεφτεί πρώτος.
● ΨΑΡΙΑ ΜΕ ΝΗΚΤΙΚΗ ΚΥΣΤΗ. Πολλά ψάρια έχουν νηκτική κύστη γεμάτη με αέριο. Όταν το ψάρι καταδύεται, η πίεση του νερού συμπιέζει το αέριο και μειώνει το μέγεθος της νηκτικής κύστης. Αν το ψάρι αναδυθεί, η πίεση του νερού ελαττώνεται, το αέριο διαστέλλεται και το μέγεθος της κύστης αυξάνει. Όταν αλλάζει το μέγεθος της κύστης, αλλάζει και το μέγεθος του ψαριού. Έτσι, όταν καταδύεται η αυξανόμενη πίεση ελαττώνει τον όγκο του, πράγμα που σημαίνει ότι η μέση πυκνότητά του αυξάνει και αυτό μειώνει την πλευστότητά του. Όταν αναδύεται, ο όγκος του αυξάνει, πράγμα που ελαττώνει τη μέση πυκνότητά του και αυτό αυξάνει την πλευστότητά του. Και μ’ αυτό τον τρόπο λειτουργεί η νηκτική κύστη για να κρατάει την πυκνότητα του ψαριού ίση με την πυκνότητα του θαλασσινού νερού που το περιβάλλει, δίνοντας στο ψάρι την ικανότητα να κινείται άνετα σε οποιοδήποτε βάθος. Αλλά αυτό δεν είναι πάντοτε τόσο εύκολο. Σε βάθος 2.000 μέτρων, η πίεση έχει συμπιέσει τον όγκο της κύστης στο 1/200 του όγκου που έχει όταν είναι στην επιφάνεια της θάλασσας, το αέριο σ’ αυτή είναι 200 φορές πυκνότερο και η πλευστότητα έχει σχεδόν εξαφανιστεί. Ωστόσο, τα ψάρια παραμένουν μετέωρα σε διπλό βάθος από αυτό, ενώ το αέριο στη νηκτική κύστη τους ασκεί πίεση περισσότερη από 500 κιλά ανά τετραγωνικό εκατοστό για να αντισταθμίσει την πίεση της θάλασσας! Αλλά, πώς διατηρούν πλευστότητα; Σιγά-σιγά προσθέτουν αέριο στη νηκτική κύστη τους όταν πηγαίνουν βαθιά, και το αφαιρούν καθώς αναδύονται. Αλλά πώς μπορεί ένα ψάρι σε τέτοιο βάθος να προσθέσει αέριο στην κύστη όταν η πίεση μέσα σ’ αυτή είναι ήδη τεράστια; Δεν υπάρχει απάντηση. Ο μηχανισμός αυτής της αεραντλίας παραμένει αίνιγμα.