Επιδίωκα μια Καλύτερη Ζωή με τα Ναρκωτικά
ΚΑΘΟΜΟΥΝ στο μισοσκότεινο κελί πάνω σ’ ένα παλιό κομμάτι αφρολέξ. Στο μυαλό μου τριγύριζαν τα γεγονότα της μέρας. Πώς την πάθαμε έτσι και μας έπιασαν!
Αν είχαμε κρατήσει την ψυχραιμία μας και δεν είχαμε πανικοβληθεί, η αστυνομία δεν θα σταματούσε το αυτοκίνητό μας. Αν είχαμε ξεφορτωθεί τις γόπες της μαριχουάνας και είχαμε κρύψει το σακουλάκι με τη μαριχουάνα πριν προλάβει η αστυνομία να ψάξει στη σταχτοθήκη. . . . Πώς έμπλεξα έτσι; Το μυαλό μου ταξίδεψε χρόνια πίσω . . .
Στα εφηβικά μου χρόνια, ήμουν ψηλός και κοκαλιάρης, γι’ αυτό ένιωθα άχαρος και δεν αισθανόμουν άνετα πουθενά. Ήμουν φοβερά ντροπαλός και είχα ελάχιστους φίλους. Όμως, ήθελα να γίνω δημοφιλής στο σχολείο, να γίνω ‘ξηγημένος’. Με τον καιρό, άφησα μακριά μαλλιά, άρχισα να φοράω ξεβαμμένα τζην και να κάθομαι στο πίσω μέρος της τάξης μαζί με τα άλλα ‘ξηγημένα’ παιδιά.
Και μια μέρα συνέβη, έτσι απλά. Ήμουν μαζί με κάτι άλλα παιδιά έξω, εκεί που καπνίζαμε συνήθως. Ένα τσιγάρο μαριχουάνας περνώντας από χέρι σε χέρι έφτασε σε μένα. Επειδή δεν ήθελα να με κοροϊδέψουν, κάπνισα κι εγώ. Σύντομα βρέθηκα μέσα σ’ έναν καινούριο κύκλο από φίλους. Επιτέλους, είχα κερδίσει αρκετές συμπάθειες και είχα πολλούς φίλους.
Αργότερα άρχισα να παίρνω πιο σκληρά ναρκωτικά. Μας φαινόταν συναρπαστικό και περιπετειώδες να γυρνάμε εδώ κι εκεί φτιαγμένοι και να κάνουμε ένα σωρό άλλα πράγματα που συνοδεύουν το χαλαρό τρόπο ζωής. Άρχισα να σκέφτομαι ότι η ζωή θα ήταν πολύ πιο απλή αν όλοι κάπνιζαν μαριχουάνα. Γιατί; Επειδή σε βοηθάει να εκτιμήσεις την ομορφιά που υπάρχει γύρω σου και να ηρεμείς, άρα, θα πρέπει να είναι κάτι καλό. Έτσι σκεφτόμουν. Αλλά τώρα, μέσα σ’ αυτό το βρώμικο κελί, δέχτηκα ένα γερό χτύπημα από την πραγματικότητα.
Οι γονείς μου δεν ήξεραν ότι έπαιρνα ναρκωτικά. Πόσο πολύ θα πληγώνονταν όταν θα το μάθαιναν! Όταν η πόρτα του κελιού άνοιξε διάπλατα, μου φάνηκε πως είχε περάσει μια αιωνιότητα. Ένας αστυνομικός μου είπε ότι είχε έρθει ο πατέρας μου να με βγάλει έξω με εγγύηση. Μέσα στο αυτοκίνητο, στο δρόμο για το σπίτι, η ατμόσφαιρα ήταν τεταμένη.
Ο πατέρας μου φώναξε ένα δικηγόρο για να με υπερασπιστεί στο δικαστήριο. Αυτός ήταν οικογενειακός φίλος και τα έχασε όταν άκουσε πως είχα μπλέξει. Αργότερα στο αστυνομικό τμήμα, ο δικηγόρος μίλησε με τους αρμόδιους για λογαριασμό μου. Περίμενα με αγωνία το αποτέλεσμα.
Τελικά, αποφάσισαν ότι μπορούσαν να με αφήσουν ελεύθερο, εφόσον δεν είχα φάκελο με προηγούμενες συλλήψεις. Ο δικηγόρος με συμβούλεψε ευγενικά να συγκεντρώσω την προσοχή μου σε άλλες επιδιώξεις και να ξεφύγω από τα ναρκωτικά. Του είπα πως σίγουρα, αυτό θα έκανα. Αλλά, τα λόγια είναι εύκολα.
Κατάθλιψη και Απόπειρα Αυτοκτονίας
Συνέχισα να κάνω παρέα με τους παλιούς μου φίλους. Έτσι, εξαιτίας της πίεσης των συντρόφων μου, ξανάρχισα να παίρνω ναρκωτικά. Ύστερα από λίγο, η μαγεία διαλύθηκε. Όμως δεν μπορούσα να κάνω χωρίς αυτά. Είχα ανάγκη από εσωτερική δύναμη για να ξεπεράσω τα προβλήματα που υπήρχαν γύρω μου και για να τα βγάζω πέρα στη διάρκεια της μέρας. Ούτε εγώ ούτε οι φίλοι μου μπορούσαμε να χαρούμε τη ζωή χωρίς ναρκωτικά. Ακόμα και όταν μια ωραία μέρα πηγαίναμε για σκι στη λίμνη, όλοι γκρινιάζαμε και λέγαμε, «Αχ, και να ’χαμε λίγη μαριχουάνα!»
Στο τέλος, άρχισα κατά περιόδους να παθαίνω βαριά κατάθλιψη. Η ζωή μου δεν είχε κανένα σκοπό. Το μόνο που λαχταρούσα ήταν το πώς να φτιαχτώ. Άρχισα να σκέφτομαι την αυτοκτονία. Μια μέρα στην προσπάθειά μου να αυτοκτονήσω από υπερβολική δόση, κατάπια όλα τα φάρμακα που είχε η γιαγιά μου στο ντουλαπάκι της. Αλλά το επόμενο πρωί, προς μεγάλη μου απογοήτευση, ήμουν ακόμα ζωντανός.
Κάποιο βράδυ που δεν ήμουν κάτω από την επιρροή των ναρκωτικών, σκαρφάλωσα στη στέγη του σπιτιού μας. Με είχε συνεπάρει η ομορφιά της βραδιάς. Το φεγγάρι ήταν ολόγιομο, ο ουρανός ένα τοπίο με γκρίζα και πελώρια ταξιδιάρικα σύννεφα και τα πανύψηλα πεύκα λικνίζονταν στο φύσημα του ανέμου. ‘Ποιος άραγε να κρύβεται πίσω από αυτήν τη γαλήνια ομορφιά;’ αναρωτήθηκα. ‘Υπάρχει κανένας σκοπός ανώτερος από το να ζούμε σαν τα ζώα, επιδιώκοντας να ικανοποιούμε τις σωματικές μας επιθυμίες;’ Είχα αρχίσει να συνειδητοποιώ την πνευματική μου ανάγκη.
Άρχισα να διαβάζω για τη μετεμψύχωση. Ερεύνησα το Βουδισμό Ζεν. Επίσης, ξέθαψα μια παλιά Αγία Γραφή που είχαμε, την ξεσκόνισα και άρχισα να διαβάζω την «Καινή Διαθήκη». Εκεί βρήκα μερικές σκέψεις που μου άρεσαν, όπως για παράδειγμα τα λόγια του Ιησού: «Λοιπόν πάντα όσα αν θέλητε να κάμνωσιν εις εσάς οι άνθρωποι, ούτω και σεις κάμνετε εις αυτούς».—Ματθαίος 7:12.
‘Ποιος τα εφαρμόζει αυτά τα πράγματα;’ αναρωτήθηκα. ‘Ποιος μπορεί να μου εξηγήσει την Αγία Γραφή;’ Αποφάσισα να αρχίσω να ψάχνω στις διάφορες εκκλησίες για να βρω τις απαντήσεις. Επειδή, όμως, ήμουν ντροπαλός δεν κατόρθωνα ούτε καν να βγω από το αυτοκίνητο για να μπω μέσα σε κάποια από αυτές.
Ένα Βιβλίο από Δεύτερο Χέρι Δίνει την Απάντηση
Κάποιο βράδυ προσπάθησα να προσευχηθώ στον Θεό. «Σε παρακαλώ βοήθησέ με να βρω αυτούς που εφαρμόζουν πραγματικά τις αρχές της Αγίας Γραφής», παρακάλεσα. Μια βδομάδα αργότερα χάζευα σ’ ένα παλιατζίδικο. Ανάμεσα σε κάτι μεταχειρισμένα βιβλία, το μάτι μου έπεσε σε ένα μικρό μπλε βιβλίο με τίτλο Η Αλήθεια που Οδηγεί στην Αιώνιο Ζωή. Το αγόρασα και το διάβασα ολόκληρο. Εξηγούσε τις βασικές διδασκαλίες της Αγίας Γραφής και υποστήριζε την κάθε δήλωση με παραθέσεις από τη Γραφή. Αποφάσισα να ακολουθήσω τη συμβουλή στη σελίδα 138 και να παρακολουθήσω συναθροίσεις σε μια Αίθουσα Βασιλείας των Μαρτύρων του Ιεχωβά.
Δεν είχα μιλήσει ποτέ με κάποιο Μάρτυρα. Θυμήθηκα, όμως, ότι κάποτε η μητέρα μου μού είχε πει για έναν άντρα, που της είχε τοποθετήσει κάτι ταπετσαρίες, πως ήταν Μάρτυρας. Με είχε προειδοποιήσει να μην του μιλήσω ποτέ για θρησκεία, επειδή θα μού ’τρωγε τα αφτιά. Τον βρήκα από τον τηλεφωνικό κατάλογο, του τηλεφώνησα και τον ρώτησα πού ήταν η Αίθουσα Βασιλείας.
Ο ταπετσιέρης με περίμενε μπροστά στην αίθουσα και μπήκαμε μέσα μαζί. Άρχισε να με συστήνει σε όσους έρχονταν. Με κατάπληξε το γεγονός ότι όλοι γνωρίζονταν μεταξύ τους και ότι η Αίθουσα έσφυζε από ζωή και φιλικές συζητήσεις αντί να είναι σιωπηλή, όπως εγώ φανταζόμουν μια εκκλησία. Θα πρέπει να τους φάνηκα παράταιρος, έτσι που ήμουν ντυμένος μ’ ένα μακώ μπλουζάκι και μπλου τζην, και με τα μαλλιά μου να κρέμονται κάτω από τους ώμους μου. Κανείς όμως δεν με έκανε να νιώσω διαφορετικός. Όλοι με καλοδέχτηκαν.
Μετά τη συνάθροιση, ο κ. Παρσιατσέπε, ο ταπετσιέρης, με ρώτησε αν θα ήθελα να μελετήσω την Αγία Γραφή. Δέχτηκα. Καθώς προχωρούσε η μελέτη, διέκρινα ότι έπρεπε να κάνω αλλαγές στη ζωή μου. Άλλαξα το ντύσιμο και το στιλ των μαλλιών μου. Έκοψα τα ναρκωτικά. Αντικατάστησα την παλιά μου παρέα με καινούριους φίλους, Μάρτυρες του Ιεχωβά.
Ο Δικηγόρος και ο Πελάτης του
Το 1979, περίπου ένα χρόνο αφότου βαφτίστηκα Μάρτυρας του Ιεχωβά, μπόρεσα να αναλάβω ολοχρόνια διακονία. Το πρώτο καλοκαίρι της ολοχρόνιας υπηρεσίας μου, συνέβη κάτι αναπάντεχο.
Ένας Μάρτυρας, δικηγόρος το επάγγελμα και πρεσβύτερος στην εκκλησία, αποφάσισε να επισκεφτεί μερικούς από τους δικηγόρους της πόλης που μέναμε και να τους μιλήσει για τις πεποιθήσεις μας. Με πήρε μαζί του. Ένας από αυτούς που επισκεφτήκαμε έτυχε να είναι εκείνος που με είχε υπερασπιστεί πριν από χρόνια, όταν με είχαν συλλάβει για κατοχή ναρκωτικών.
Ο σύντροφός μου εξήγησε το σκοπό της επίσκεψής μας και μετά με σύστησε. Καθώς σφίγγαμε τα χέρια, διαγράφτηκε στο πρόσωπό του μια έκφραση έκπληξης μαζί και δυσπιστίας· μετά χαμογέλασε πλατιά και αναφώνησε: «Λαντ Στάνζελ! Δεν θα σε γνώριζα με τίποτα! Άλλαξες πάρα πολύ!»
Αφού πέρασε η πρώτη εντύπωση, του έδειξα ένα αντίτυπο του βιβλίου που είχα πρωτοδιαβάσει και του είπα: «Αυτό το βιβλίο με βοήθησε πραγματικά να κατανοήσω τις αρχές της Αγίας Γραφής και να καταλάβω πόσο σπουδαίο ήταν να κάνω αυτές τις αλλαγές. Θα ήθελα να σας αφήσω ένα αντίτυπο». Πήρε το βιβλίο και με ευχαρίστησε ευγενικά. Φεύγοντας με το αμάξι, αναρωτιόμασταν πώς να του είχαν φανεί όλ’ αυτά.
Την απάντηση την πήραμε λίγες μέρες αργότερα. Η μητέρα μου και ο δικηγόρος σύντροφός μου έλαβαν δυο πολύ συγκινητικά γράμματα από τον πρώην συνήγορό μου. Έγραφε ότι είχε γίνει αυτόπτης μάρτυρας ενός θαύματος—της μεταμόρφωσης ενός ανασφαλούς έφηβου χρήστη ναρκωτικών σε έναν υπέροχο νεαρό που τώρα ήταν χρήσιμο μέλος της κοινωνίας.
Τα περασμένα εφτά χρόνια βοήθησαν πολύ στην πρόοδο της ωριμότητάς μου. Το 1981, έγινε δεκτή η αίτησή μου για εθελοντική εργασία στο Μπέθελ, στα κεντρικά γραφεία των Μαρτύρων του Ιεχωβά στη Νέα Υόρκη. Η ζωή μου πλουτίστηκε ακόμη περισσότερο πέρσι, όταν παντρεύτηκα την Σου που τώρα υπηρετεί μαζί μου στο Μπέθελ.
Τα ναρκωτικά δεν έκαναν τη ζωή μου καλύτερη—ακριβώς το αντίθετο! Με το να κόψω τελείως τα ναρκωτικά και με το να υπηρετώ τον Δημιουργό μου, τον Ιεχωβά, η ζωή μου έγινε πιο απλή, γεμάτη χαρά και ευτυχία. (Ματθαίος 6:22)—Όπως το αφηγήθηκε ο Λαντ Στάνζελ.
[Εικόνα στη σελίδα 23]
Ο Λαντ και η Σου Στάνζελ σήμερα