Πώς η Περίοδος που Έζησα ως Φυγάδας Επηρέασε τη Ζωή μου
ΗΤΑΝ μια φεγγαρόλουστη φθινοπωρινή νύχτα του 1941, έπειτα από κάποιες ασυνήθιστα δυνατές βροχές. Καθώς βάδιζα στο λιθόστρωτο μονοπάτι ενός χωριού στην Κρήτη, παίρνοντας τις απαραίτητες προφυλάξεις, πετάχτηκαν απ’ τις σκιές κάτι μασκοφόροι και όρμησαν πάνω μου. Ο ένας απ’ αυτούς μου έβαλε ένα μαχαίρι στο λαιμό και πρόσταξε να τους πω ποιος ήμουν. «Φίλιππος Πασχαλάκης!» τους απάντησα.
Φαντάζεστε πόσο ανακουφίστηκα, όταν ένας άλλος έβγαλε τη μάσκα του και είπε: «Δικός μας είναι. Αφήστε τον να φύγει!» Αυτός και ο αδελφός του είχαν σκοτώσει το θείο τους πριν από λίγες βδομάδες, και τους καταζητούσε η χωροφυλακή της Κρήτης. Εμένα όμως με καταζητούσαν και η χωροφυλακή και οι Ναζιστές. Με προειδοποίησαν να μην τους προδώσω και με άφησαν να φύγω. Αυτή δεν είναι παρά μονάχα μια από τις περιπέτειές μου που σου κόβουν το αίμα, περιπέτειες που έζησα ως δραπέτης αιχμάλωτος πολέμου στην Κρήτη, το νησί αυτό της Μεσογείου, στη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου.
Πώς Βρέθηκα στην Κρήτη
Γεννήθηκα το 1919 στην Κόροβα, μια μικρή αγροτική πόλη στη νοτιοανατολική Αυστραλία, και παντρεύτηκα λίγο πριν εισβάλουν οι Γερμανοί στην Πολωνία το Σεπτέμβριο του 1939 κι αρχίσουν έτσι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η πολεμική προπαγάνδα ξεσήκωσε αμέσως τον πατριωτικό ζήλο και χιλιάδες νεαροί Αυστραλοί ανταποκρίθηκαν κι έτρεξαν να βάλουν τη στολή. Αλλά ο πατριωτισμός του πατέρα μου είχε κατά κάποιο τρόπο εξασθενίσει εξαιτίας των αναμνήσεων από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, κι έτσι ήταν επιφυλακτικός. Η μητέρα όμως, συμβούλευσε ένα μεγαλύτερο αδελφό μου κι εμένα να κάνουμε αυτό που θεωρούσαμε σωστό.
Τον επόμενο μήνα, τον Οκτώβριο του 1939, κατατάχτηκα στις Αυτοκρατορικές Ένοπλες Δυνάμεις της Αυστραλίας και σύντομα ξεκίνησα για την Αγγλία. Έμεινα εκεί ένα χρόνο περίπου· μετά πλεύσαμε για το πεδίο μάχης στην Ελλάδα. Οι Γερμανοί είχαν υπό τον έλεγχό τους μεγάλο μέρος της Μεσογείου, γι’ αυτό πήγαμε όσο πιο νότια γινόταν, γύρω από το Ακρωτήρι της Καλής Ελπίδας στην Αφρική, ανεβήκαμε από την Ερυθρά Θάλασσα, τη Διώρυγα του Σουέζ και από εκεί στην Ελλάδα.
Φυγάδας στην Κρήτη
Βρισκόμουν στην Ελλάδα, όταν εισέβαλαν οι Γερμανοί τον Απρίλιο του 1941, και ήμουν με τα συμμαχικά στρατεύματα που υποχώρησαν στην Κρήτη, περίπου 105 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της Ελλάδας. Τον επόμενο μήνα, όταν αποβιβάστηκαν οι Γερμανοί και έδιωξαν από την Κρήτη το μεγαλύτερο μέρος από τα συμμαχικά στρατεύματα, με πήραν αιχμάλωτο πολέμου. Όμως, ύστερα από ένα μήνα, κατόρθωσα να δραπετεύσω μαζί με άλλους τρεις αιχμαλώτους.
Κατευθυνθήκαμε προς τη μεριά των λόφων, όπου μας φιλοξένησαν οι Κρητικοί. Το ειλικρινές ενδιαφέρον τους και η φιλικότητά τους ήταν κάτι το καταπληκτικό. Αποφασίσαμε να χωρίσουμε—εμείς οι τέσσερις δραπέτες—γιατί αν μέναμε μαζί θα τραβούσαμε γρήγορα την προσοχή. Πέρασα τα επόμενα δυο χρόνια ως φυγάδας ανάμεσα στα χωριά που βρίσκονται ανατολικά του ποταμού Τυφλός στο νομό Χανίων. Εκεί ήρθα αντιμέτωπος με την ψυχρή και σκληρή πραγματικότητα τού πώς είναι να ζεις χειμώνα-καλοκαίρι στο ύπαιθρο.
Η πείνα παρατεινόταν. Όμως το να βρεις παπούτσια ήταν μεγαλύτερο πρόβλημα απ’ ό,τι ήταν να βρεις φαγητό. Ένα ζευγάρι δερμάτινες μπότες φθειρόταν μέσα σε λίγους μόνο μήνες στους πετρώδεις δρόμους της Κρήτης, και το δέρμα ήταν εξαιρετικά σπάνιο. Τα μελανιασμένα, γεμάτα φουσκάλες πόδια και η αρρώστια ήταν συνηθισμένες εμπειρίες. Η γλώσσα ήταν άλλο ένα πρόβλημα. Για να επιζήσω έμαθα να μιλάω ελληνικά.
Κατόρθωσα να αποσπάσω μια πλαστή ταυτότητα από ένα μέθυσο δήμαρχο που με λυπήθηκε. Την έφτιαξε ένας νεαρός γιατρός, Κρητικός. Το ελληνικό όνομα που διάλεξα ήταν Φίλιππος Πασχαλάκης, και μ’ αυτό το όνομα υπέγραψα με το ίδιο μου το χέρι στην ταυτότητα. Διάλεξα το επίθετο Πασχαλάκης, επειδή ένιωθα περιφρόνηση για την υποκριτική τακτική της εκκλησίας να τηρεί τη νηστεία του Πάσχα, τη στιγμή που ήδη όλοι πέθαιναν από την πείνα.
Η Γερμανική κατοχή έφερε τρομερά δεινά στο λαό. Ωστόσο, ο κλήρος της Ελληνικής Ορθόδοξης εκκλησίας δεν βοήθησε. Είχε υπό την κατοχή του σπίτια και γη, κι όμως απαιτούσε χρήματα και τρόφιμα από το λαό που πέθαινε από την πείνα. Επιπλέον, καταδυνάστευε τη ζωή των ανθρώπων με πολλές τελετουργίες και πολλούς τυπικισμούς, ενώ δεν πρόσφερε καμιά ουσιαστική πνευματική διαφώτιση. Οι ωραίες ιδιότητες των Κρητικών που γνώρισα είχαν μεγάλη διαφορά από τη μισαλλοδοξία που διέκρινα συχνά στους κληρικούς τους.
Αυτό που με εξέπληξε ιδιαίτερα ήταν η ενεργή συμμετοχή του κλήρου στον πόλεμο. Προσωπικά γνώριζα έναν παπά, ο οποίος παρέβλεψε τον ακρωτηριασμό κάποιων Γερμανών που είχαν δολοφονηθεί από τους αντιστασιακούς. Οι δρόμοι μας συναντήθηκαν αρκετές φορές, μιας και τον καταζητούσαν κι αυτόν οι Ναζιστές. Είδα με τα μάτια μου Έλληνες Ορθόδοξους παπάδες να είναι αρχηγοί σε δυνάμεις ανταρτών και να συμμετέχουν σε βιαιότητες και σαδισμούς.
Ο πατέρας μου και η μητέρα μου δεν ήταν θρησκευόμενα άτομα—αν και είχαν υψηλές ηθικές αρχές—έτσι ούτε κι εγώ ήμουν θρησκευόμενος. Μάλιστα, και πριν ακόμα καταταγώ στις ένοπλες δυνάμεις, ήμουν από πεποίθηση αγνωστικιστής. Και τώρα, τα έργα του κλήρου είχαν ενισχύσει την από μέρους μου έλλειψη πραγματικής πίστης στον Θεό. Υπήρχαν κι άλλα ανεξήγητα και παράδοξα πράγματα σχετικά με τη ζωή, πράγματα που επηρέαζαν τον τρόπο σκέψης μου, αλλά τίποτε απ’ αυτά δεν συγκρινόταν με την επιρροή του κλήρου στη διάρκεια του πολέμου.
Τον περισσότερο καιρό κρυβόμουν στα βουνά, κι έτσι είχα στη διάθεσή μου πολλές ώρες για να κάνω σοβαρές σκέψεις. Μερικές φορές σκεφτόμουν εκείνο τον άντρα που είχε σκοτώσει το θείο του και που είχε πει για μένα, ‘Δικός μας είναι’. Αυτό ήταν αλήθεια, για περισσότερους από έναν λόγους. Είχα αφαιρέσει κι εγώ ανθρώπινη ζωή. Ήμουν στ’ αλήθεια πολύ διαφορετικός απ’ αυτούς; Αυτά τα πράγματα σκεφτόμουν. Παρατήρησα ότι οι άνθρωποι κάνουν τρομερά πράγματα εξαιτίας των καταστάσεων τις οποίες εξαναγκάζονται να υποφέρουν.
Σ’ ένα από τα χωριά στα οποία είχα καταφύγει, έμενα με μια οικογένεια που, όπως και οι περισσότερες, κινδύνευαν να πεθάνουν από την πείνα. Ένα από τα παιδιά, ένα κοριτσάκι, ζητούσε λίγο ψωμί από τον πατέρα του, με τρόπο που σου σπάραζε την καρδιά. Αυτό τον εξόργισε τόσο πολύ που την έδειρε άγρια, μπροστά στα μάτια μου. Αργότερα, ο άνθρωπος αυτός ξέσπασε σε κλάματα και λυπόταν βαθιά γι’ αυτό που είχε κάνει. Στο μυαλό μου είναι βαθιά χαραγμένες πολλές τέτοιες περιπτώσεις.
Όταν λοιπόν, δεν κατάστρωνα σχέδια για να διαφύγω από την Κρήτη, είχα άφθονο χρόνο να σκέφτομαι σοβαρά τα περίπλοκα προβλήματα της ζωής. Τα άστρα, κάτω από τα οποία περνούσα τις περισσότερες νύχτες, ήταν τόσο σταθερά, κι όμως η ανθρώπινη ζωή ήταν τόσο σύντομη και αβέβαιη, πράγμα που ίσχυε και για τις ανθρώπινες αξίες. Γιατί; Δεν έβρισκα καμιά απάντηση κι έτσι κατέληξα στο συμπέρασμα ότι απάντηση δεν υπήρχε.
Την άνοιξη του 1943, αφού είχαν περάσει δυο χρόνια στα οποία διέφευγα την αιχμαλωσία από τους Γερμανούς και τους υποστηρικτές τους, ξέφυγα μαζί με κάτι άλλους, από την πιο απομακρυσμένη νότια ακτή και πήγαμε στο Τομπρούκ, στη Βόρεια Αφρική. Την απόδρασή μας με τορπιλάκατο κανόνισε ένας Βρετανός πράκτορας ο οποίος είχε σταλεί στην Κρήτη για να οργανώσει μυστικά την αντίσταση. Έπειτα από μερικές βδομάδες στην Αίγυπτο, με έστειλαν πίσω στην Αυστραλία, όπου αφού νοσηλεύτηκα για μια περίοδο στο νοσοκομείο, κατόπιν πήρα απαλλαγή για ιατρικούς λόγους.
Λίγο μετά την επιστροφή μου, το τεύχος τού The Australian Women’s Weekly, 24 Ιουλίου 1943, έγραψε για το πώς επιβίωσα δυο χρόνια ως φυγάδας στην Κρήτη. Δημοσίευσαν και μια φωτογραφία μου μαζί με τη σύζυγό μου, Γκουέν, και την κόρη μας Ανίτα, που τότε ήταν δυόμισι χρονών και είχε γεννηθεί όταν εγώ ήμουν στο εξωτερικό. Δημοσίευσαν επίσης και μια φωτογραφία της πλαστής μου ταυτότητας. Μπορείτε να δείτε αντίγραφα εκείνων των φωτογραφιών σ’ αυτό το άρθρο.
Αποκτώντας Σκοπό στη Ζωή
Οι οικογενειακές ευθύνες και ο θάνατος της μητέρας μου με έκαναν να αναζητήσω παρηγοριά στη μανία τού «ζήσε το σήμερα». Σαν αποτέλεσμα, η οικογένειά μου άρχισε να υποφέρει. Πίστευα ότι θα ’πρεπε να υπάρχει κάποιος σκοπός στη ζωή, αλλά πού θα μπορούσε να βρεθεί;
Εκεί που εργαζόμουν, υπήρχε ένας νεαρός, ο Έρικ Γκόσντεν, που κατά κάποιο τρόπο ξεχώριζε από τους άλλους. Ο Έρικ είχε γίνει πρόσφατα Μάρτυρας του Ιεχωβά, κάτι που εγώ αγνοούσα. Ο ίδιος παραδέχτηκε αργότερα: «Αμέσως μόλις συνειδητοποίησα ότι είχα βρει την αλήθεια, ήρθα γραμμή σ’ εσένα». Με επιδεξιότητα αντέκρουσε τη δυσπιστία μου και έκανε τη γυναίκα μου να αναθεωρήσει τις θρησκευτικές της απόψεις. Σύντομα διαπίστωσα ότι μέχρι και ο αγνωστικισμός που με χαρακτήριζε είχε αρχίσει να εξαφανίζεται.
Επικαλεστήκαμε τη βοήθεια και άλλων Μαρτύρων, οι οποίοι απάντησαν σ’ όλες μου τις ερωτήσεις και αντικατέστησαν τον αγνωστικισμό που με χαρακτήριζε πριν, με τη βέβαιη ελπίδα για μια παραδεισένια γη και πραγματική ανθρώπινη αδελφότητα. Το αποφασιστικό σημείο για μένα ήταν όταν ανακάλυψα ότι η Αγία Γραφή καταδίκαζε τη θρησκευτική υποκρισία που μου είχε προκαλέσει τόση αγανάκτηση τον καιρό του πολέμου. Τι μεγάλο λάθος είχα κάνει! Όταν απέρριπτα τις ψεύτικες θρησκευτικές διδασκαλίες και την υποκριτική συμπεριφορά, απέρριπτα μαζί τους και τον πολύτιμο Λόγο του Θεού.
Το 1950 η Γκουέν κι εγώ βαφτιστήκαμε στην ίδια συνέλευση περιφερείας των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Με τον καιρό, η Ανίτα, που γεννήθηκε το 1941, και η Πωλίν, που γεννήθηκε το 1947, ακολούθησαν το παράδειγμά μας. Ήταν πηγή ενθάρρυνσης για μένα να βοηθήσω αυτές τις τρεις γυναίκες, τη γυναίκα μου και τις κόρες μου, να αναπτυχθούν και σε θαυμάσιες πνευματικές μου αδελφές.
Βοηθώντας Όσους Έχουν Ανάγκη
Μόλις μεγάλωσαν λίγο τα κορίτσια, αρχίσαμε να κάνουμε σχέδια για ιεραποστολικό έργο στο εξωτερικό. Το 1956 ο πρόεδρος της Εταιρίας Σκοπιά, ο Ν. Χ. Νορ, επισκέφτηκε την Αυστραλία και κάλεσε οικογένειες να μετακομίσουν σε κάποιο από τα νησιά του Νότιου Ειρηνικού, στο οποίο οι απόφοιτοι της σχολής Γαλαάδ δεν είχαν κατορθώσει να πάρουν άδεια εισόδου. Εμείς, μαζί με αρκετούς άλλους, δεχτήκαμε το κάλεσμα. Πουλήσαμε το σπίτι μας και με τα χρήματα που πήραμε, καλύψαμε τα έξοδα της μετακόμισής μας στη Νέα Καληδονία.
Υπήρχαν μόνο δυο Μάρτυρες όταν φτάσαμε. Ήταν πραγματικά δύσκολο να προσαρμοστούμε στα διαφορετικά έθιμα και να μάθουμε μια ξένη γλώσσα. Όμως το γεγονός ότι είχα επιζήσει στην Κρήτη κάτω από πολύ πιο δύσκολες συνθήκες με είχε εφοδιάσει με χρήσιμη εμπειρία. Ήταν προνόμιό μας να βοηθήσουμε τους υπόλοιπους Αυστραλούς να προσαρμοστούν, και παράλληλα να φέρουμε τα καλά νέα για τους σκοπούς του Θεού στους ντόπιους. Όταν οι οικογένειες των Αυστραλών, που υπηρετούσαν εκεί όπου η ανάγκη ήταν μεγαλύτερη, χρειάστηκε να φύγουν από τη Νέα Καληδονία το 1963, ο αριθμός των Μαρτύρων είχε αυξηθεί σε 58 άτομα.
Πίσω στην Αυστραλία, διαπιστώσαμε ότι είχε λάβει χώρα μια αρκετά μεγάλη αλλαγή. Είχαν φτάσει από την Ευρώπη εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστες. Κατόπιν, στα πιο πρόσφατα χρόνια, ακόμα περισσότερες χιλιάδες έχουν έρθει από τη Νοτιοανατολική Ασία, κίνηση που έχει φέρει στον τόπο μας ανθρώπους όλων των ειδών. Λόγω της ζωής που είχα κάνει ως φυγάδας στην Κρήτη, νιώθω μεγάλη συμπάθεια για τους νεοφερμένους που αγωνίζονται να τα καταφέρουν με την καινούρια γλώσσα και το διαφορετικό περιβάλλον. Έτσι λοιπόν, με συγκίνησε πολύ που είδα 14 εκκλησίες και ομίλους διαφορετικών εθνικοτήτων να σχηματίζονται στην Αυστραλία, μεταξύ του 1974 και του 1975. Τώρα, αυτός ο αριθμός έχει αυξηθεί σε 85.
Η ελπίδα που είχα στο τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου να δω μια αληθινή ανθρώπινη αδελφότητα έγινε πραγματικότητα μ’ ένα θαυμάσιο τρόπο. Αφότου έφυγα από τη Νέα Καληδονία, είχα για χρόνια το προνόμιο να υπηρετώ αυτή την αδελφότητα ως περιοδεύων επίσκοπος· επισκεπτόμουν εκκλησίες στο Σίντνεϊ, στη Μελβούρνη και στην Αδελαΐδα, ώσπου λόγω της κλονισμένης υγείας μου, χρειάστηκε να αλλάξω το ρυθμό μου.
Ανάμεσα σ’ αυτούς που εξακολουθούμε να προσπαθούμε να βοηθήσουμε είναι άνθρωποι κουφοί, τυφλοί, μοναχικοί, εξασθενημένοι σωματικά ή πνευματικά, όπως και ναρκομανείς ή αλκοολικοί, ακόμη και αγνωστικιστές και αθεϊστές. Εξακολουθεί να αποτελεί πνευματική πρόκληση το να κατανοείς τους ανθρώπους—το παρελθόν τους, τα έθιμά τους, τα αδύνατα σημεία τους και τις παραξενιές τους. Η πείρα που απέκτησα εδώ και χρόνια με δίδαξε να μην κοιτάζω ποτέ την εξωτερική εμφάνιση, αλλά να προσπαθώ να φτάσω στην καρδιά. Κυρίως για ποιο σκοπό; Για να ‘σωθούν μερικοί’ μέσω της παρ’ αξία καλοσύνης του Θεού. (1 Κορινθίους 9:22, 23)—Όπως το αφηγήθηκε ο Φάρλεϊ Τζέιμς.
[Εικόνα στη σελίδα 21]
GUNNER FARLEIGH James, escape Crete; with his wife and 21/2 year-old daughter, Anita. Anita was born after Gunner went overseas.
[Ευχαριστίες]
Από το The Australian Women’s Weekly, Σίντνεϊ