Ο Εορτασμός των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς στην Αρχαιότητα
Ο Αλεξάντερ Κράφτσουκ, καθηγητής πανεπιστημίου της ιστορίας και πρώην υπουργός πολιτισμού της Πολωνίας, έγραψε ένα άρθρο για το Πολίτικα (Polityka), ένα εβδομαδιαίο περιοδικό της χώρας. Αφού εξέτασε το ιστορικό παρελθόν του εορτασμού της Πρωτοχρονιάς, δήλωσε:
«Ήταν οι αρχαίοι Ρωμαίοι εξοικειωμένοι με τον εορτασμό της Πρωτοχρονιάς; Χωρίς αμφιβολία, ειδικά αν λάβει κανείς υπόψη του την αυτοκρατορική Ρώμη. . . . Τέτοιες εορταστικές εκδηλώσεις ήταν περιστάσεις μεγάλης ευθυμίας και χαλαρότητας. Το γεγονός αυτό με τη σειρά του επηρέασε τη στάση των πρώτων Χριστιανών απέναντι στον εορτασμό της επίσημης πρώτης μέρας του έτους. Θεωρούσαν το έθιμο σκανδαλώδες και πέρα για πέρα ειδωλολατρικό, αντίθετο με τους πιστούς μιας φωτισμένης θρησκείας, σ’ ό,τι αφορά τη μορφή και το πνεύμα. Άλλωστε, σ’ αυτές τις γιορτές προσφέρονταν και θυσίες στους θεούς. Γι’ αυτόν το λόγο, η εκκλησία κατηγορηματικά απαγόρευε στους πιστούς να έχουν οποιαδήποτε συμμετοχή στον εορτασμό της Πρωτοχρονιάς, και ειδικά στις πανηγυρικές εκδηλώσεις».
Ο καθηγητής στη συνέχεια εξηγεί πώς ορίστηκε η ημερομηνία των Χριστουγέννων:
«Το ρωμαϊκό έθιμο του εορτασμού της 25ης Δεκεμβρίου επικράτησε μόνο από τον τέταρτο αιώνα και ύστερα. Έτσι, έγινε δυνατόν να εκχριστιανιστεί η δημοφιλής γιορτή του Ανίκητου Ήλιου.
»Παρά την πτώση της αυτοκρατορίας της, η Ρώμη αργά αλλά σταθερά εξανάγκασε πρώτα το Δυτικό πολιτισμό και τελικά ολόκληρο τον κόσμο να αποδεχτεί τις παραδόσεις της και τη βούλησή της σ’ ό,τι αφορά και τις δυο αυτές ημερομηνίες. Ωστόσο, η καθιέρωση της 1ης Ιανουαρίου ως αρχής του καινούριου έτους αποτέλεσε θρίαμβο της παράδοσης που περιελάμβανε πάρτι, πανηγύρια, γαμήλια γλέντια, προσφορά δώρων και ευχές, κι αυτό παρά την έντονη αποστροφή των πρώτων Χριστιανών».
Έχοντας αποδείξει ότι ο εορτασμός της Πρωτοχρονιάς είναι ειδωλολατρικής προέλευσης, πώς βλέπει ο καθηγητής Κράφτσουκ τη συμμετοχή των Χριστιανών σ’ αυτές τις εορταστικές εκδηλώσεις; Η επιθυμία του για τους Χριστιανούς είναι η εξής:
«Θα πρέπει [οι Χριστιανοί] από ηθική άποψη να βρίσκονται σε τέτοια κατάσταση ώστε να μπορούν να επαναλάβουν τα λόγια των ομοπίστων τους της αρχαιότητας. Όταν τους ειρωνεύονταν οι ειδωλολάτρες λέγοντας: ‘Τι είδους θρησκεία είναι αυτή, χωρίς μεγαλοπρεπείς ναούς με εικόνες και αγάλματα, χωρίς πολύτιμα ενδύματα ή λειτουργικά σκεύη;’ οι πρώτοι Χριστιανοί απαντούσαν: ‘Είναι αλήθεια ότι είμαστε φτωχοί. Αλλά για ναούς έχουμε τις καρδιές που είναι γεμάτες αγάπη για τον Θεό και τον πλησίον· για λειτουργικά ενδύματα έχουμε τη σεμνότητα, την εργατικότητα, την υποτακτικότητα και την ταπεινότητα· και για σκεύη έχουμε τις καλές μας πράξεις’».
Ξεκάθαρα, η Αγία Γραφή δηλώνει στα εδάφια 2 Κορινθίους 6:14-18 ότι οι Χριστιανοί δεν πρέπει να «βάζουν τον εαυτό τους σε άνισο ζυγό με απίστους· πώς είναι δυνατόν η δικαιοσύνη να είναι συμμέτοχη της παρανομίας ή τι το κοινό μπορεί να έχει το φως με το σκοτάδι; Πώς μπορεί ο Χριστός να καταλήξει σε συμφωνία με τον Βελίαλ, και ποια μερίδα μπορεί να υπάρξει ανάμεσα σ’ έναν πιστό και σ’ έναν άπιστο; Ο ναός του Θεού δεν μπορεί να συμβιβαστεί με ψεύτικους θεούς, κι εμείς αυτό είμαστε—ο ναός του ζωντανού Θεού. . . . ‘Φύγετε μακριά απ’ αυτούς, εξαγνίστε τους εαυτούς σας’, λέει ο Κύριος. ‘Μην αγγίζετε τίποτα ακάθαρτο’».—Η Νέα Βίβλος της Ιερουσαλήμ (The New Jerusalem Bible), μια Καθολική μετάφραση.