«Οι Ναζί Δεν Μπόρεσαν να μας Σταματήσουν!»
ΗΤΑΝ το σπίτι κάποιου που μου ήταν τελείως άγνωστος. Χτύπησα την πόρτα και στάθηκα εκεί τρέμοντας, με την ελπίδα ότι δεν ήταν κανείς στο σπίτι. Ήμουν νέος—μόλις 21 ετών—και αυτή ήταν η πρώτη φορά που πήγαινα στο από πόρτα σε πόρτα έργο κηρύγματος των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Ήταν Νοέμβριος του 1934 και εδώ στη Γερμανία ο Χίτλερ είχε απαγορέψει αυστηρά αυτό το κήρυγμα. Όταν ο διάκονος που διεξήγε τις ολιγομελείς συναθροίσεις μας έκανε σχέδια για να βγούμε να κηρύξουμε, σκέφτηκα: «Δεν μπορεί να εννοεί εμένα!» Στο κάτω-κάτω, δεν είχα βαφτιστεί ακόμη, και ήξερα μόνο ένα εδάφιο. Αλλά έκανα λάθος—όντως εννοούσε εμένα, και να το αποτέλεσμα.
Κανείς δεν ήταν στο σπίτι! Αισθάνθηκα ανακούφιση. Στην επόμενη πόρτα, πάλι δεν απάντησε κανείς, αλλά άκουσα θόρυβο στο εσωτερικό και έτσι άνοιξα την πόρτα. Μια γυναίκα έπλενε κάτι κατσαρόλες και φάνηκε έκπληκτη που με είδε. Άρχισα να εξηγώ με νευρικότητα το μόνο εδάφιο που ήξερα, το Ματθαίος 24:14. Αυτή απλώς με κοίταζε. (Αργότερα έμαθα ότι ήταν κουφή). Ξαφνικά ένας άντρας εμφανίστηκε στο πλάι μου. Υποθέτοντας ότι ήταν ο σύζυγός της, συνέχισα να δίνω μαρτυρία, με αποτέλεσμα να βρεθώ με ένα περίστροφο κολλημένο στα πλευρά μου. Αυτός ο άντρας ήταν αξιωματικός των Ναζί! Ο σύντροφός μου, που κήρυττε στην απέναντι πλευρά του δρόμου, είχε χτυπήσει την πόρτα αυτού του άντρα και για αυτόν το λόγο εκείνος τον είχε πετάξει από τις σκάλες με τις κλωτσιές. Νομίζοντας ότι είχε τερματίσει το κήρυγμα του αδελφού για εκείνη τη μέρα, ο Ναζί κατόπιν εντόπισε εμένα και ήρθε να με συλλάβει. Ενώ ο σύντροφός μου απλώς ξεσκόνισε τα ρούχα του και συνέχισε να κηρύττει, εγώ κατέληξα στη φυλακή επί τέσσερις μήνες. Με αυτόν τον τρόπο άρχισε η σταδιοδρομία μου ως κήρυκα!
Στο Στρατόπεδο Συγκέντρωσης!
Αφού αφέθηκα ελεύθερος, οι αδελφοί με εμπιστεύτηκαν για να βοηθήσω στην επίδοση μαρτυρίας υπό την επιφάνεια. Ωστόσο, οι Ναζί ακολουθούσαν κάθε κίνησή μου και, πριν περάσει καιρός, με συνέλαβαν ξανά. Η τοπική αστυνομία με πήγε στην Γκεστάπο, και η καρδιά μου πάγωσε όταν άκουσα την ετυμηγορία: «Στο στρατόπεδο συγκέντρωσης!» Θα πήγαινα στο Εστερβέγκεν. Εκεί ήμασταν περίπου 120 Μάρτυρες (Bibelforscher), και οι φρουροί των Ες-Ες ήταν αποφασισμένοι να διασπάσουν την ακεραιότητά μας.
Υπήρχε ένας λοχίας, στον οποίο είχαμε δώσει το παρατσούκλι «Σιδερένιος Γκούσταβ», που ήταν αποφασισμένος να μας κάνει να συμβιβαστούμε. Κάποια μέρα μας ανάγκασε όλους να κάνουμε κοπιαστικές σωματικές ασκήσεις κάτω από τον καυτό αυγουστιάτικο ήλιο—χωρίς διακοπή, όλη μέρα. Μέχρι το τέλος της μέρας, οι μισοί αδελφοί είχαν καταρρεύσει ή ήταν πολύ άρρωστοι στο αναρρωτήριο. Δυστυχώς, ο επίσκοπος κάποιας εκκλησίας εξασθένησε και υπέγραψε το «έγγραφο συμβιβασμού», και άλλοι 12 από την εκκλησία του ακολούθησαν την πορεία του και υπέγραψαν.
Ενθουσιασμένος που το βασανιστήριό του φαινόταν να έχει επιτυχία, ο «Σιδερένιος Γκούσταβ» τώρα υποσχέθηκε: «Αύριο όλοι σας θα χαρείτε να υπογράψετε αυτό το έγγραφο, και κανένας Ιεχωβά δεν πρόκειται να σας βοηθήσει». Μπορείτε να φανταστείτε πόσο ένθερμα προσευχηθήκαμε εκείνη τη νύχτα. Το επόμενο πρωί περιμέναμε να εμφανιστεί ο «Σιδερένιος Γκούσταβ». Και περιμέναμε. Τελικά μας είπαν να γυρίσουμε στα παραπήγματά μας. Ακόμη δεν είχε φανεί ο Γκούσταβ! Αργότερα μάθαμε τι είχε συμβεί. Καθώς ερχόταν στο στρατόπεδο εκείνο το πρωινό, ο «Σιδερένιος Γκούσταβ» έμαθε με οδυνηρό τρόπο ότι δεν ήταν φτιαγμένος ακριβώς από σίδερο. Είχε πέσει με τη μοτοσικλέτα του πάνω σε μια από τις κολόνες που ήταν φτιαγμένες με τούβλα και βρίσκονταν στις άκρες της εισόδου του στρατόπεδου—είσοδος που είχε πλάτος πάνω από 9 μέτρα! Τον μετέφεραν εσπευσμένα στο νοσοκομείο με ανοιγμένο κεφάλι και σπασμένο χέρι. Όταν τελικά τον ξαναείδαμε έπειτα από δυο μήνες, μας φώναξε: «Ο Ιεχωβά σας μου το έκανε αυτό!» Κανείς μας δεν αμφέβαλε ούτε στιγμή.
Προς την Ολλανδία
Το Δεκέμβριο του 1935 αφέθηκα ελεύθερος και μου ζητήθηκε να καταταγώ στο γερμανικό στρατό. Αντίθετα, αποφάσισα να πάω στην Ισπανία μέσω της Ολλανδίας και να συνεχίσω να κηρύττω εκεί. Μόλις κατάφερα να φτάσω στην Ολλανδία, έψαξα να βρω τους Μάρτυρες, και εκείνοι με παρακίνησαν να μείνω στην Ολλανδία. Τι ευχαρίστηση ήταν να κηρύττω και πάλι ελεύθερα και να είμαι με τους αδελφούς και τις αδελφές μου στις Χριστιανικές συναθροίσεις! Γυρνούσαμε με ποδήλατο στην ολλανδική ύπαιθρο, κηρύτταμε τη μέρα και κοιμόμασταν σε σκηνές τη νύχτα. Κατά μέσο όρο, δαπανούσαμε στο κήρυγμα 200 ως 220 ώρες κάθε μήνα.
Τα χρήματα για να αγοράζουμε τρόφιμα και να καλύπτουμε άλλες δαπάνες ήταν λιγοστά. Θυμάμαι καθαρά κάποιον αγρότη ο οποίος, όταν είδε πώς προετοιμάζαμε τα φτωχικά γεύματά μας το βράδυ, μας κάλεσε για φαγητό. Μας περίμενε ένα τραπέζι στρωμένο με τα πιο νόστιμα φαγητά! Από τότε και έπειτα, αυτή η στοργική οικογένεια κάλυπτε τις βασικές μας ανάγκες για βούτυρο, αβγά, τυρί και ψωμί, και μας βοηθούσε ακόμη και στο πλύσιμο των ρούχων. Όλα τα μέλη της οικογένειας έγιναν Μάρτυρες. Αυτοί αποτέλεσαν ένα ζωτικό σύνδεσμο στη διάρκεια του έργου που ακολούθησε.
Το 1936 διεξάχτηκε μια συνέλευση στη Βέρνη της Ελβετίας. Ο Ιωσήφ Φ. Ρόδερφορντ, τότε πρόεδρος της Εταιρίας Σκοπιά, μίλησε εκεί. Τότε ήταν που, έπειτα από όλο τον καιρό που είχα δαπανήσει ως ολοχρόνιος ευαγγελιστής, τελικά βαφτίστηκα!
Η Χάγη
Διορίστηκα στην περιοχή της Χάγης. Πολλές οικογένειες δέχτηκαν την αλήθεια του Λόγου του Θεού εκεί. Εξακολουθώ να επικοινωνώ με μερικές από αυτές μέχρι σήμερα. Το 1939 με συνέλαβε η ολλανδική αστυνομία—ως κατάσκοπο των Ναζί, αν μη τι άλλο! Συνέχισα τη μαρτυρία μου όσο καλύτερα μπορούσα με επιστολές από τη φυλακή, γνωρίζοντας καλά ότι ο δικαστής διάβαζε όλη την εξερχόμενη αλληλογραφία μου. Έπειτα από πέντε μήνες, από τους οποίους οι τελευταίοι δύο ήταν στην απομόνωση, αφέθηκα ελεύθερος. Λίγες μέρες μόνο αφότου επέστρεψα στο σπίτι μου στη Χάγη, η γερμανική Λούφτβαφε άρχισε να βομβαρδίζει την περιοχή! Ήξερα ότι η Γκεστάπο θα ακολουθούσε σύντομα μετά τους εισβολείς στρατιώτες. Ήταν καιρός να αρχίσω πάλι να κινούμαι υπό την επιφάνεια.
Αλλά πώς θα κυκλοφορούσα χωρίς να με εντοπίζουν; Κάποιος αδελφός που είχε κατάστημα με ποδήλατα μου έφτιαξε ένα ειδικό ποδήλατο. Ήταν ακριβώς σαν και αυτά που χρησιμοποιούσε η μυστική αστυνομία—το ίδιο ειδικό χρώμα, με ψηλά χερούλια και υποδοχή για σπαθί. Μάλιστα, οι μυστικοί αστυνομικοί με χαιρετούσαν επειδή νόμιζαν ότι ήμουν δικός τους! Κάποια μέρα, όμως, καθώς ποδηλατούσα σε κάποιο μονοπάτι για ποδήλατα, το οποίο προστατευόταν από το δρόμο με ένα φράχτη, δυο αστυνομικοί που ποδηλατούσαν στην απέναντι πλευρά του δρόμου με εντόπισαν μέσα από ένα κενό στο φράχτη και με αναγνώρισαν ως φυγά. Γυρνούσα τα πετάλια πιο γρήγορα από κάθε άλλη φορά στη ζωή μου! Έπρεπε πρώτα να περάσουν από μια ανισόπεδη διάβαση προτού μπορέσουν να στρίψουν και να με ακολουθήσουν, και, μολονότι με καταδίωξαν με μανία, τελικά τους ξέφυγα.
Πολλές Φορές Γλίτωσα την Τελευταία Στιγμή
Τώρα η αστυνομία ήξερε ότι βρισκόμουν στη Χάγη. Άρχισα να κοιμάμαι σε διαφορετικά σπίτια για λόγους ασφαλείας. Σε κάποια περίπτωση κοιμήθηκα στο σπίτι μιας οικογένειας με τρία παιδιά. Ως συνήθως, άπλωσα τα ρούχα μου με τρόπο που να μπορώ να ντυθώ γρήγορα σε περίπτωση εφόδου. Επίσης είχα βάλει δυο από τα παιδιά να κοιμηθούν μαζί, ώστε φεύγοντας να μπορέσω να μεταφέρω το ένα παιδί στο άδειο κρεβάτι μου. Με αυτόν τον τρόπο, οι Ναζί δεν θα έβρισκαν ένα ζεστό, άδειο κρεβάτι.
Στις πέντε το πρωί, αυτές οι προφυλάξεις φάνηκαν χρήσιμες. Ακούστηκε ένα δυνατό, επίμονο χτύπημα στην πόρτα. Μόλις που πρόλαβα να βάλω το εννιάχρονο αγόρι στο κρεβάτι μου, να στοιβάξω τα ρούχα μου στο χαρτοφύλακά μου, να φορέσω το καπέλο και το πανωφόρι μου και να πηδήξω ξυπόλητος από το πίσω παράθυρο στο χιόνι. Ευτυχώς, δεν είχαν σκεφτεί να βάλουν ένα φρουρό στην πίσω αυλή. Έτρεξα στο σπίτι μιας οικογένειας με την οποία μελετούσα την Αγία Γραφή. Παρά το ότι η ώρα ήταν 5:30 π.μ. και παρά το σκοτάδι της χειμωνιάτικης νύχτας, αυτός ο άντρας με έβαλε μέσα χωρίς δεύτερη κουβέντα και με έκρυψε. Και τα τρία μέλη της οικογένειάς του αργότερα έγιναν Μάρτυρες.
Όταν η Γκεστάπο ανέκρινε την οικογένεια από την οποία μόλις είχα φύγει, έστρεψαν την προσοχή τους στο μικρό αγόρι. Μάλιστα του πρόσφεραν χρήματα για να τους πει αν τους είχε επισκεφτεί κάποιος «θείος» πρόσφατα. Αυτό τους είπε: «Ναι, πριν από πολύ καιρό». Πόσο πολύ; Δεν ήξερε. Έφυγαν απογοητευμένοι. Αργότερα, η μητέρα του αγοριού το ρώτησε γιατί είχε απαντήσει με αυτόν τον τρόπο, αφού ήξερε πως ο «Θείος Τομ» (το όνομα που χρησιμοποιούσα υπό την επιφάνεια) είχε περάσει εκεί τη νύχτα. Αυτό απάντησε: «Εικοσιτέσσερις ώρες είναι πολύς καιρός, με πάρα πολλά λεπτά». Και αυτό είναι αλήθεια!
Ο επόμενος διορισμός μου ήταν στο Χρόνινχεν. Ο φόβος είχε καταλάβει μερικούς Μάρτυρες σε εκείνη την πόλη, και το έργο κηρύγματος είχε ουσιαστικά πάψει. Αλλά σύντομα οι αδελφοί έγιναν και πάλι άφοβοι, αψηφώντας την απάνθρωπη ολλανδική Γκεστάπο. Μάλιστα, κάποια νύχτα του 1942 λάβαμε μέρος σε μια «επιδρομή», διανέμοντας χιλιάδες Γραφικά φυλλάδια σε ολόκληρη την πόλη στη διάρκεια μιας προκαθορισμένης δεκάλεπτης περιόδου. Όλες οι εφημερίδες ανέφεραν ότι η Βασιλική Πολεμική Αεροπορία της Βρετανίας είχε διανείμει εκατομμύρια φυλλάδια για χάρη των Μαρτύρων του Ιεχωβά! Είχαμε «ενημερώσει» την Γκεστάπο ότι ήμασταν ζωντανοί και υγιείς. Οι Ναζί δεν μπόρεσαν να μας σταματήσουν—ποτέ!
Ο πόλεμος συνεχίστηκε, και γινόταν όλο και πιο επικίνδυνο να περπατάει κανείς στους δρόμους. Μια νύχτα, καθώς έφευγα μαζί με έναν αδελφό από μια μυστική συνάθροιση στο Χιλβέρσουμ, κάποιος έπεσε πάνω μου από πίσω, και ένα αντικείμενο έπεσε στο έδαφος μπροστά στα πόδια μου. Το σήκωσα και με τρόμο αντίκρισα το κράνος ενός Γερμανού στρατιώτη! Ο κάτοχός του στεκόταν δίπλα στο ποδήλατό του και τώρα έστρεφε το φακό του προς το μέρος μου. Προχώρησα κοντά του· αυτός άρπαξε το κράνος από τα χέρια μου, τράβηξε το περίστροφό του και φώναξε: «Συλλαμβάνεσαι!»
Έτρεμα. Αν με συνελάμβανε, αυτό πιθανότατα θα ήταν το τέλος μου. Προσευχήθηκα στον Θεό για βοήθεια. Ακούγοντας το θόρυβο, σχηματίστηκε ένα πλήθος. Όταν παρατήρησα ότι ο στρατιώτης τρίκλιζε ελαφρά, κατάλαβα ότι ήταν μεθυσμένος. Τότε θυμήθηκα ότι οι στρατιωτικοί κανόνες των Γερμανών επέτρεπαν στους αξιωματικούς να περιφέρονται με πολιτικά ρούχα. Έτσι, έκανα ένα βήμα προς το στρατιώτη και φώναξα με όση εξουσία μπόρεσα να συγκεντρώσω: «Δεν ξέρεις ποιος είμαι;» Ο στρατιώτης κεραυνοβολήθηκε. Φόρεσε βιαστικά το κράνος του και με χαιρέτησε στρατιωτικά! Σίγουρος ότι είχε προσβάλει έναν αξιωματικό, έφυγε δειλά-δειλά και εξαφανίστηκε στο σκοτάδι. Οι παρόντες διασκορπίστηκαν. Το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να ευχαριστήσω τον Ιεχωβά που με βοήθησε να γλιτώσω την τελευταία στιγμή και πάλι!
Η Ζωή υπό την Επιφάνεια στο Βέλγιο
Ο επόμενος διορισμός μου ήταν σε μια άλλη χώρα: στο Βέλγιο. Έγινα προεδρεύων διάκονος στην Αμβέρσα. Λόγω της απαγόρευσης, διεξήγα πολλές ολιγομελείς συναθροίσεις σε διαφορετικά σπίτια κάθε εβδομάδα. Ήμουν επίσης αγγελιοφόρος, άλλος ένας κρίκος στη θαυμαστή αλυσίδα που διατήρησε τη ροή της πνευματικής τροφής όλα αυτά τα δύσκολα χρόνια.
Το ραντεβού μας για την κρυφή εισαγωγή εντύπων από τα σύνορα με την Ολλανδία ήταν ένα εστιατόριο. Το κτίριο αυτό καθαυτό ήταν στο Βέλγιο, αλλά ο κήπος ήταν στην Ολλανδία, έτσι ήταν ιδανικό μέρος για να συναντώ το σύνδεσμό μου και να ανταλλάσσουμε χαρτοφύλακες. Ο ιδιοκτήτης συμπέρανε ότι ήμασταν πράκτορες της Βρετανικής Κατασκοπείας και συνεργαζόταν μαζί μας. Μάλιστα είπε στον αξιωματικό υπηρεσίας να μας αφήνει μόνους. Αλλά κάποια μέρα ένας νέος αστυφύλακας είχε υπηρεσία, ένας φιλοναζιστής Βέλγος που δεν ήξερε τίποτα για εμένα. Όταν με είδε με μια μεγάλη δερμάτινη τσάντα, επέμενε να την ανοίξω. Αρνήθηκα· εξάλλου ήταν γεμάτη με τριακόσια ή τετρακόσια περιοδικά Η Σκοπιά. Έτσι με συνέλαβε και με πήγε στο αστυνομικό τμήμα. Ο αξιωματικός υπηρεσίας εκεί είπε στον αστυφύλακα να φύγει επειδή θα με αναλάμβανε αυτός. Κατόπιν μου είπε ήσυχα: «Δεν θέλω να δω το περιεχόμενο της τσάντας. Απλώς σας παρακαλώ την επόμενη φορά να έρθετε με μικρότερες τσάντες». Και πάλι δεν μπορούσα να κάνω τίποτα άλλο από το να ευχαριστήσω τον Ιεχωβά!
Μετά την 6η Ιουνίου 1944, όταν οι Συμμαχικές δυνάμεις άρχισαν την εισβολή στο Βέλγιο, ο πόλεμος ξέσπασε μέσα στην Αμβέρσα. Η επίδοση μαρτυρίας και η παρακολούθηση των συναθροίσεων έγιναν πραγματική πρόκληση, καθώς πυροβολισμοί και οβίδες, και από τις δυο πλευρές, έπεφταν στην πόλη. Όταν ο πόλεμος είχε σχεδόν τελειώσει, ο υπηρέτης τμήματος εσφαλμένα νόμισε ότι δεν ήταν πλέον ανάγκη να παραμένω υπό την επιφάνεια. Υπάκουσα παρά τη συμβουλή κάποιου φιλικού διευθυντή της αστυνομίας που πίστευε ότι ήταν πολύ νωρίς για να φανερωθώ. Έντεκα μήνες αργότερα τελείωσε η πιο φρικιαστική εμπειρία της ζωής μου. Οι αρχές δεν πίστεψαν την ιστορία μου. Πεπεισμένοι ότι ήμουν πράκτορας της Γκεστάπο, με φυλάκισαν κάτω από τις πιο απάνθρωπες συνθήκες που είχα δει μέχρι τότε. Πολλοί άντρες νεότεροί μου αρρώστησαν και πέθαναν αυτούς τους μήνες. Αφού τελικά αφέθηκα ελεύθερος, κατέρρευσα εντελώς από σωματική άποψη.
Η Πιστή Υπηρεσία Συνεχίζεται
Αφού πέρασα και άλλες αποκαρδιωτικές καθυστερήσεις, ανακρίσεις και φυλακίσεις, τελικά μπόρεσα να επιστρέψω στη Γερμανία—δέκα χρόνια από τη μέρα που είχα φύγει! Συναντήθηκα ξανά με τη μητέρα μου, η οποία ήταν πιστή Μάρτυρας, και είχαμε να μοιραστούμε πολλές εμπειρίες. Καθώς επανακτούσα σταδιακά την υγεία μου, έγινα και πάλι ολοχρόνιος κήρυκας, αυτή τη φορά στο Σβάινφουρτ. Και τι χαρά ήταν να βοηθήσω στις προετοιμασίες της πρώτης μεταπολεμικής μας συνέλευσης, η οποία διεξάχτηκε στη Νυρεμβέργη, εκεί ακριβώς όπου ο Χίτλερ με υπεροψία διέταξε να παρελάσουν τα στρατεύματά του! Αργότερα κατενθουσιάστηκα όταν έγινα δεκτός στη Σχολή Γαλαάδ της Σκοπιάς στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου θα εκπαιδευόμουν ως ιεραπόστολος.
Σε μια συνάθροιση, λίγο πριν φύγω για τη Γαλαάδ, συνάντησα τη Λίλιαν Γκομπάιτας που είχε παίξει σημαντικό ρόλο στον αγώνα για τη θρησκευτική ελευθερία στο ζήτημα του χαιρετισμού της σημαίας στις Ηνωμένες Πολιτείες. Μου είπε ότι της άρεσε ο τρόπος που έψελνα στη συνάθροιση, και εγώ απλώς χαμογελούσα επειδή δεν την καταλάβαινα. Εγώ συνέχιζα να χαμογελώ και αυτή συνέχιζε να μιλάει. Στο τέλος παντρευτήκαμε! Φυσικά, αυτό έγινε αφού είχαμε και οι δυο μας αποφοιτήσει από τη Γαλαάδ και εργαζόμασταν ως ιεραπόστολοι στην Αυστρία.
Με τον καιρό, τα προβλήματα της υγείας μου μας ανάγκασαν να επιστρέψουμε στις Ηνωμένες Πολιτείες. Από τότε αποκτήσαμε δυο θαυμάσια παιδιά, ένα γιο και μια κόρη. Με χαρά είδαμε και τα δυο να ασπάζονται την αλήθεια. Καθώς η υγεία μου βελτιώθηκε, βοήθησα εκκλησίες στις Ηνωμένες Πολιτείες και στον Καναδά. Το έργο δεν σταματά ποτέ, και εμείς προσπαθούμε να συμβαδίζουμε με αυτό. Ακόμη αναπολώ με στοργή εκείνα τα χρόνια του έργου υπό την επιφάνεια. Οι Ναζί δεν μπόρεσαν να μας σταματήσουν, επειδή ο Ιεχωβά ήταν μαζί μας. Είναι φανερό ότι αυτός ακόμη ευλογεί το έργο, και τίποτα δεν πρόκειται να το σταματήσει ώσπου να ολοκληρωθεί με τρόπο που θα τον ικανοποιήσει!—Όπως το αφηγήθηκε ο Έρβιν Κλόζε.
[Εικόνα στη σελίδα 18]
Έρβιν Κλόζε