Νικητές Ενόψει του Θανάτου
«Ωστόσο, προς έκπληξη των Ναζί, [οι Μάρτυρες] δεν ήταν δυνατόν να εξαλειφτούν. Όσο πιο σκληρά τους πίεζαν τόσο πιο σταθεροί γίνονταν, και η αντίστασή τους γινόταν σκληρή σαν το διαμάντι. Ο Χίτλερ εξαπέλυσε εναντίον τους έναν εσχατολογικό πόλεμο και αυτοί κράτησαν την πίστη τους. . . . Η εμπειρία τους είναι πολύτιμο υλικό για όλους όσοι μελετάνε το ζήτημα της επιβίωσης κάτω από υπερβολική πίεση. Γιατί τελικά επέζησαν».—Αποδίδεται στη Δρ Κριστίν Κινγκ, ιστορικό, από την εφημερίδα Μαζί (Together).
ΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΤΟΥ ΙΕΧΩΒΑ θα πρέπει να ξεχωρίζουν στην ιστορία του 20ού αιώνα ως η πιο ευρέως δυσφημιζόμενη και διωκόμενη θρησκευτική ομάδα που βρίσκεται στη γη. Τους έχουν παρεξηγήσει και συχνά τους έχουν κακομεταχειριστεί απλώς και μόνο λόγω της στάσης Χριστιανικής ουδετερότητας που κρατούν και της άρνησής τους να εκπαιδευτούν για πόλεμο ή να λάβουν μέρος σε αυτόν. Το γεγονός ότι δεν έχουν κανέναν πολιτικό δεσμό έχει επιφέρει πάνω τους την οργή των ολοκληρωτικών κυβερνητών σε πολλές χώρες. Ωστόσο, μια από τις προσφορές τους στη σύγχρονη ιστορία είναι το υπόμνημά τους σταθερής ουδετερότητας και αλύγιστης ακεραιότητας.a
Ο Βρετανός ιστορικός Άρνολντ Τόινμπι έγραψε το 1966: «Στην εποχή μας στη Γερμανία υπήρξαν Χριστιανοί μάρτυρες οι οποίοι προτίμησαν να δώσουν τη ζωή τους αντί να υποταχτούν στον ανεξέλεγκτο Εθνικισμό τον οποίο αντιπροσώπευε εκεί ο ανθρώπινος θεός Αδόλφος Χίτλερ». Τα γεγονότα δείχνουν ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά πρωτοστάτησαν μεταξύ αυτών των μαρτύρων. Μερικές εμπειρίες μπορούν να δείξουν παραστατικά πώς αντιμετώπισαν διωγμό, ακόμη και θάνατο, λόγω της ακεραιότητάς τους—και αυτό όχι μόνο στη διάρκεια της ναζιστικής περιόδου. Σε πολλά μέρη του κόσμου, το υπόμνημα της νίκης τους ενόψει του θανάτου είναι διαρκές και απαράμιλλο.
Η Ιστορία του Ανάνι Γκρόγκουλ από την Ουκρανία
«Οι γονείς μου έγιναν Μάρτυρες του Ιεχωβά στη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, το 1942, όταν ήμουν 13 χρονών. Λίγο αργότερα, συνέλαβαν τον πατέρα μου, τον έριξαν στη φυλακή και κατόπιν τον μετέφεραν στα σοβιετικά στρατόπεδα στα Ουράλια Όρη. Όταν ήμουν 15 χρονών, το 1944, οι στρατιωτικές αρχές με κάλεσαν να παρουσιαστώ για προπαρασκευαστική υπηρεσία στις ένοπλες δυνάμεις. Έχοντας ήδη ακλόνητη πίστη στον Ιεχωβά, αρνήθηκα να μάθω τον πόλεμο. Για αυτόν το λόγο, σε εκείνη την τρυφερή ηλικία, καταδικάστηκα σε πέντε χρόνια φυλάκιση.
»Κατόπιν ήρθε η πολύ δύσκολη χρονιά του 1950. Με συνέλαβαν ξανά και με καταδίκασαν σε 25 χρόνια φυλάκιση λόγω των δραστηριοτήτων μου ως Μάρτυρα. Ήμουν 21 χρονών. Κατάφερα να επιζήσω ύστερα από εφτά χρόνια και τέσσερις μήνες που πέρασα στα στρατόπεδα εργασίας. Είδα πολλούς ανθρώπους να πεθαίνουν, πρησμένοι από την πείνα και καταπονημένοι από τη σκληρή καταναγκαστική εργασία.
»Μετά το θάνατο του Στάλιν το 1953, οι συνθήκες άρχισαν να αλλάζουν, και το 1957 οι αρχές με αποφυλάκισαν. Ένιωσα και πάλι την ‘ελευθερία’. Αλλά αυτή τη φορά με εξόρισαν δέκα χρόνια στη Σιβηρία».
Απάνθρωπος Βασανισμός της Αδελφής Μου
«Στη Σιβηρία βρήκα τη σαρκική αδελφή μου, η οποία είχε ήδη μείνει ανάπηρη. Την είχαν συλλάβει το 1950, ακριβώς δυο εβδομάδες έπειτα από εμένα. Η ανάκριση στην περίπτωσή της διεξάχτηκε με εντελώς παράνομο τρόπο. Την κλείδωσαν στην απομόνωση και κατόπιν άφησαν ελεύθερους αρουραίους στο κελί της. Αυτοί δάγκωναν τα πόδια της και σκαρφάλωναν στο σώμα της. Στο τέλος, οι βασανιστές της την έβαλαν να σταθεί όρθια μέσα σε παγωμένο νερό που έφτανε ως το στήθος της ενώ την παρατηρούσαν που αγωνιούσε. Καταδικάστηκε σε 25 χρόνια φυλάκιση επειδή κήρυττε. Και τα δυο της πόδια παρέλυσαν, αλλά μπορούσε να χρησιμοποιεί τα χέρια της και τα μπράτσα της. Πέντε χρόνια την κράτησαν στο νοσοκομείο κάποιου στρατοπέδου και τελικά την ξέγραψαν σαν να ήταν νεκρή. Κατόπιν τη μετέφεραν να ζήσει εδώ με τους γονείς μας, οι οποίοι είχαν εξοριστεί ισόβια στη Σιβηρία το 1951».
Επιστροφή στην Ουκρανία και Περισσότερος Διωγμός
«Στη Σιβηρία γνώρισα τη Νάντια, η οποία έγινε σύζυγός μου και μητέρα των παιδιών μας. Ακόμη και στη Σιβηρία συνεχίζαμε το έργο μας κηρύγματος. Μου είχαν εμπιστευτεί την παραγωγή και την ανατύπωση Γραφικών εντύπων. Κάθε βράδυ ο αδελφός μου Γιάκομπ και εγώ ασχολούμασταν με την ανατύπωση της Σκοπιάς στο υπόγειο, σε ένα μέρος που είχαμε σκάψει. Είχαμε δυο γραφομηχανές και ένα αυτοσχέδιο μηχάνημα ανατύπωσης. Η αστυνομία έψαχνε τακτικά το σπίτι μας. Κάθε φορά έφευγαν με άδεια χέρια.
»Η εξορία μου έφτασε στο τέλος. Μαζί με όλη την οικογένειά μου, μετακόμισα στην Ουκρανία, αλλά ο διωγμός μάς ακολούθησε. Διορίστηκα να υπηρετώ ως περιοδεύων επίσκοπος. Έπρεπε να δουλέψω για να συντηρήσω την οικογένειά μου. Αρκετές φορές κάθε μήνα, μέλη της Κρατικής Ασφάλειας έρχονταν στον τόπο της εργασίας μου και προσπαθούσαν να με πείσουν να συμβιβάσω την πίστη μου. Κάποια φορά ένιωσα τη βοήθεια του Ιεχωβά με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο. Με συνέλαβαν και με οδήγησαν στα γραφεία της Κρατικής Ασφάλειας στο Κίεβο, όπου με κράτησαν έξι μέρες. Όλο αυτό το διάστημα προσπαθούσαν με αθεϊστική προπαγάνδα να μου προκαλέσουν σύγχυση. Με τον άθεο τρόπο τους, έκαναν σχόλια σχετικά με τη Σκοπιά και άλλες εκδόσεις της Εταιρίας Σκοπιά. Η πίεση έγινε σχεδόν αβάσταχτη. Στο μπάνιο, έπεφτα στα γόνατα και ξέσπαγα σε δάκρυα, επικαλούμενος με κραυγές τον Ιεχωβά. Όχι, δεν ζητούσα απελευθέρωση αλλά δύναμη για να υπομείνω και να μην προδώσω τους αδελφούς μου.
»Κατόπιν ήρθε να με δει ο αρχηγός της αστυνομίας, κάθησε μπροστά μου και με ρώτησε αν ήμουν πράγματι πεπεισμένος για αυτά τα οποία υπερασπιζόμουν. Του έδωσα σύντομη μαρτυρία και δήλωσα ότι ήμουν πρόθυμος να πεθάνω για την αλήθεια. Η απάντησή του ήταν η εξής: ‘Είσαι ευτυχισμένος. Αν εγώ ήμουν πεπεισμένος ότι αυτή είναι η αλήθεια, θα ήμουν έτοιμος να μείνω στη φυλακή όχι μόνο 3 ή 5 χρόνια, αλλά 60 χρόνια και να στέκομαι στο ένα πόδι μάλιστα’. Κάθησε σκεφτικός για λίγο χωρίς να μιλάει και μετά συνέχισε: ‘Είναι θέμα αιώνιας ζωής. Μπορείς να φανταστείς τι σημαίνει πραγματικά αιώνια ζωή;’ Έπειτα από μια σύντομη παύση, είπε: ‘Πήγαινε στο σπίτι σου!’ Εκείνα τα λόγια μου έδωσαν απροσδόκητη δύναμη. Δεν πεινούσα πια. Ήθελα μόνο να φύγω. Ήμουν βέβαιος ότι ο Ιεχωβά ήταν αυτός που με είχε ενισχύσει.
»Τα πρόσφατα χρόνια τα πράγματα στην πρώην Σοβιετική Ένωση έχουν αλλάξει. Τώρα υπάρχουν άφθονα Γραφικά έντυπα. Μπορούμε να παρακολουθούμε συνελεύσεις περιοχής και περιφερείας, και συμμετέχουμε σε κάθε είδος κηρύγματος, περιλαμβανομένης και της διακονίας από σπίτι σε σπίτι. Πράγματι, ο Ιεχωβά μάς έχει χαρίσει τη νίκη ενόψει πολλών δοκιμασιών!»
Δοκιμασία της Ακεραιότητας στην Αφρική
Στα τέλη της δεκαετίας του 1960, η Νιγηρία είχε εμπλακεί σε έναν ερημωτικό εμφύλιο πόλεμο. Οι στρατιώτες της περιοχής που είχε αποσχιστεί και είχε τότε μετονομαστεί σε Μπιάφρα, αντιμετωπίζοντας ολοένα και μεγαλύτερες απώλειες, στρατολογούσαν δια της βίας νέους άντρες. Λόγω του ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά είναι πολιτικά ουδέτεροι και αρνούνται τη συμμετοχή στον πόλεμο, πολλοί Μάρτυρες στην Μπιάφρα καταδιώχτηκαν, υπέστησαν κτηνώδη κακοποίηση και δολοφονήθηκαν. Ένας Μάρτυρας του Ιεχωβά είπε τα εξής: «Ήμασταν σαν τα ποντίκια. Έπρεπε να κρυβόμαστε κάθε φορά που ακούγαμε να έρχονται στρατιώτες». Συχνά δεν προλάβαιναν να κρυφτούν.
Μια Παρασκευή πρωί του 1968, ο Φίλιπ, ένας 32χρονος ολοχρόνιος διάκονος, βρισκόταν στο χωριό Ουμουίμο και κήρυττε σε έναν ηλικιωμένο άντρα όταν όρμησαν στον οικισμό στρατιώτες της Μπιάφρας σε μια εκστρατεία στρατολόγησης.
«Τι κάνεις εδώ;» ρώτησε ο επικεφαλής της μονάδας. Ο Φίλιπ είπε ότι μιλούσε για την ερχόμενη Βασιλεία του Ιεχωβά.
«Δεν είναι καιρός για κήρυγμα!» φώναξε ένας άλλος στρατιώτης. «Έχουμε πόλεμο και δεν θέλουμε να βλέπουμε γερούς άντρες να τριγυρίζουν εδώ και εκεί χωρίς να κάνουν τίποτα». Μετά, οι στρατιώτες έγδυσαν τον Φίλιπ, του έδεσαν τα χέρια και τον πήραν από εκεί. Ο Ίσραελ, ένας 43χρονος Χριστιανός πρεσβύτερος, δεν πρόλαβε και αυτός να κρυφτεί. Τον συνέλαβαν ενώ ετοίμαζε φαγητό για τα παιδιά του. Κατά τις 2:00 μ.μ. οι στρατιώτες είχαν συγκεντρώσει πάνω από εκατό άντρες. Υποχρέωσαν τους κρατουμένους να διανύσουν τρέχοντας τα 25 χιλιόμετρα μέχρι το στρατόπεδο στην Ουμουάτσα Μπεντεάλα. Όσοι αργοπορούσαν μαστιγώνονταν.
Στον Ίσραελ είπαν ότι θα του έδιναν ένα βαρύ πολυβόλο· ο Φίλιπ επρόκειτο να εκπαιδευτεί στη χρήση ενός ελαφρού πολυβόλου. Όταν οι δυο άντρες εξήγησαν ότι δεν μπορούσαν να καταταχτούν στο στρατό επειδή το απαγορεύει ο Ιεχωβά, ο διοικητής διέταξε να τους κλείσουν στο πειθαρχείο. Στις 4:00 μ.μ., δόθηκε εντολή να παραταχτούν στη σειρά όλοι οι νεοσύλλεκτοι, περιλαμβανομένων και όσων ήταν στο πειθαρχείο. Κατόπιν, οι στρατιώτες ζήτησαν από τον καθένα να υπογράψει ένα χαρτί που θα έδειχνε ότι συμφωνούσε να καταταχτεί στο στρατό. Όταν ήρθε η σειρά τού Φίλιπ να υπογράψει, εκείνος αναφέρθηκε στα λόγια των εδαφίων 2 Τιμόθεον 2:3, 4 και είπε στο διοικητή: «Είμαι ήδη ‘καλός στρατιώτης του Χριστού’. Δεν μπορώ να μάχομαι για τον Χριστό και παράλληλα να μάχομαι και για κάποιο άλλο πρόσωπο. Αν το κάνω αυτό, ο Χριστός θα με θεωρήσει προδότη». Ο διοικητής τον χτύπησε στο κεφάλι λέγοντας: «Η θητεία σου ως στρατιώτη του Χριστού έληξε! Τώρα είσαι στρατιώτης της Μπιάφρας».
Ο Φίλιπ απάντησε: «Ο Ιησούς δεν με ειδοποίησε ακόμη ότι έληξε η θητεία μου ως στρατιώτη του, και η θητεία μου θα ισχύει ωσότου λάβω τέτοια ειδοποίηση». Έπειτα από αυτά, οι στρατιώτες σήκωσαν τον Φίλιπ και τον Ίσραελ στον αέρα και τους πέταξαν στο έδαφος. Τους έσυραν από εκεί ζαλισμένους και αιμόφυρτους, με το αίμα να τρέχει από τα μάτια, τη μύτη και το στόμα.
Μπροστά στο Εκτελεστικό Απόσπασμα
Αργότερα, την ίδια μέρα, ο Ίσραελ και ο Φίλιπ βρέθηκαν αντιμέτωποι με ένα εκτελεστικό απόσπασμα. Αλλά οι στρατιώτες δεν τους πυροβόλησαν. Αντί για αυτό, τους χτύπησαν με τις γροθιές τους και με τους υποκόπανους από τα τουφέκια τους. Μετά, ο διοικητής του στρατοπέδου αποφάσισε να τους υποβάλει σε ξυλοδαρμό μέχρι θανάτου. Αυτό το ανέθεσε σε 24 στρατιώτες. Έξι θα χτυπούσαν τον Φίλιπ και άλλοι έξι τον Ίσραελ. Οι υπόλοιποι 12 στρατιώτες θα εφοδίαζαν τους άλλους με καινούρια ραβδιά και θα τους αντικαθιστούσαν όταν κουράζονταν.
Ο Φίλιπ και ο Ίσραελ ήταν δεμένοι χειροπόδαρα. Ο Ίσραελ θυμάται: «Δεν μπορώ να μετρήσω πόσα χτυπήματα δεχτήκαμε εκείνη τη νύχτα. Όποτε κουραζόταν ένας στρατιώτης αναλάμβανε άλλος. Συνέχισαν να μας χτυπούν επί πολλή ώρα ακόμη και όταν μείναμε αναίσθητοι». Ο Φίλιπ λέει: «Στη διάρκεια των βασανιστηρίων ήρθε στο νου μου το εδάφιο Ματθαίος 24:13, το οποίο μιλάει για εγκαρτέρηση μέχρι τέλους, και αυτό με ενίσχυσε. Ένιωσα τον πόνο από το ξύλο μόνο για λίγα δευτερόλεπτα. Ήταν σαν να είχε στείλει ο Ιεχωβά έναν από τους αγγέλους του για να μας βοηθήσει, όπως έκανε και στον καιρό του Δανιήλ. Διαφορετικά, δεν θα μπορούσαμε να επιζήσουμε εκείνη τη φρικτή νύχτα».
Όταν σταμάτησαν οι στρατιώτες, νόμιζαν ότι ο Ίσραελ και ο Φίλιπ ήταν νεκροί. Έβρεχε. Οι δύο Χριστιανοί δεν ανέκτησαν τις αισθήσεις τους παρά μόνο το επόμενο πρωί. Όταν οι στρατιώτες είδαν ότι ήταν ακόμη ζωντανοί, τους έσυραν πάλι στο πειθαρχείο.
«Τα Πτώματά σας Μυρίζουν από Τώρα»
Εξαιτίας του ξυλοδαρμού η σάρκα τους είχε κοκκινίσει και καταγδαρθεί, και τα σώματά τους ήταν γεμάτα πληγές. Ο Ίσραελ θυμάται: «Δεν μας επέτρεπαν να πλύνουμε τις πληγές μας. Ύστερα από μερικές μέρες, είχαμε γίνει τροφή για τις μύγες που δεν μας άφηναν στιγμή. Από τα βασανιστήρια δεν μπορούσαμε να φάμε. Πέρασε μια ολόκληρη εβδομάδα μέχρι να μπορέσουμε να βάλουμε στο στόμα μας κάτι άλλο εκτός από νερό».
Κάθε πρωί, οι στρατιώτες τούς χτυπούσαν με ένα μαστίγιο—24 φορές τον καθένα. Με σαδισμό, οι στρατιώτες το αποκαλούσαν αυτό «πρωινό» ή «ζεστό πρωινό τσάι». Κάθε μεσημέρι, οι στρατιώτες τούς έβγαζαν έξω κατάντικρυ στον τροπικό ήλιο, μέχρι τις 1:00 μ.μ. Αφού πέρασαν μερικές μέρες με αυτού του είδους τη μεταχείριση, ο διοικητής τούς κάλεσε και τους ρώτησε αν είχαν αποκηρύξει τη στάση τους. Εκείνοι είπαν όχι.
«Θα πεθάνετε μέσα στο κελί σας», είπε ο διοικητής. «Στην πραγματικότητα, τα πτώματά σας μυρίζουν από τώρα».
Ο Φίλιπ αποκρίθηκε: «Ακόμη και αν πεθάνουμε, γνωρίζουμε ότι ο Χριστός, για τον οποίο μαχόμαστε, θα μας αναστήσει».
Πώς επέζησαν από αυτές τις φρικτές ώρες; Ο Ίσραελ λέει: «Ο Φίλιπ και εγώ ενθαρρύναμε ο ένας τον άλλον σε όλη τη διάρκεια της δοκιμασίας μας. Στην αρχή του είπα: ‘Μη φοβάσαι. Ό,τι και αν γίνει, ο Ιεχωβά θα μας βοηθήσει. Όσο για εμένα, τίποτα δεν θα με κάνει να καταταχτώ στο στρατό. Ακόμη και αν χρειαστεί να πεθάνω, αυτά εδώ τα χέρια δεν πρόκειται να κρατήσουν όπλο’». Ο Φίλιπ είπε ότι είχε πάρει την ίδια απόφαση. Μαζί έφερναν στη μνήμη τους και συζητούσαν διάφορα εδάφια.
Ένας νέος διοικητής αποφάσισε να μεταφέρει γύρω στους εκατό νεοσύλλεκτους στο Ιμπίμα, ένα στρατόπεδο εκπαίδευσης στην περιοχή Μπάνο, την τωρινή πολιτεία Ίμο. Ο Ίσραελ αφηγείται τα όσα συνέβησαν τότε: «Το μεγάλο φορτηγό ήταν έτοιμο και όλοι οι νεοσύλλεκτοι ήταν μέσα. Η σύζυγός μου, η Τζουν, πήγε τρέχοντας στους στρατιώτες και θαρραλέα τους ικέτεψε να μη μας πάρουν από εκεί. Όταν αρνήθηκαν να την ακούσουν, αυτή γονάτισε κοντά στο φορτηγό, προσευχήθηκε και τελειώνοντας είπε ένα δυνατό αμήν. Κατόπιν το φορτηγό έφυγε».
Συνάντηση με ένα Σπλαγχνικό Μισθοφόρο
Το φορτηγό του στρατού έφτασε στο στρατόπεδο του Ιμπίμα το επόμενο απόγευμα. Ο άντρας που, όπως φαινόταν, ήταν ο επικεφαλής εκεί ήταν ένας Ισραηλινός μισθοφόρος. Όταν είδε πόσο κακοποιημένοι και αδύναμοι ήταν ο Φίλιπ και ο Ίσραελ, τους πλησίασε και τους ρώτησε γιατί ήταν σε αυτή τη φοβερή κατάσταση. Αυτοί εξήγησαν ότι ήταν Μάρτυρες του Ιεχωβά και ότι είχαν αρνηθεί τη στρατιωτική εκπαίδευση. Θυμωμένα στράφηκε στους άλλους στρατιωτικούς αξιωματούχους εκεί. «Είναι σίγουρο ότι η Μπιάφρα θα χάσει αυτόν τον πόλεμο», είπε. «Όποια εμπόλεμη χώρα παρενοχλεί τους Μάρτυρες του Ιεχωβά χάνει· αυτό είναι σίγουρο. Δεν έπρεπε να στρατολογήσετε Μάρτυρες του Ιεχωβά. Αν κάποιος Μάρτυρας συμφωνεί να πολεμήσει, πολύ ωραία. Αλλά αν αρνείται, αφήστε τον ήσυχο».
Ο γιατρός του στρατοπέδου ρώτησε αν οι δυο Μάρτυρες είχαν κάνει τα σχετικά εμβόλια και αν είχαν ιατρικά πιστοποιητικά που να βεβαιώνουν ότι ήταν στρατεύσιμοι. Δεν είχαν, και έτσι ο μισθοφόρος απέρριψε όλους τους νεοσύλλεκτους και διέταξε να τους γυρίσουν πίσω στην Ουμουάτσα.
«Πηγαίνετε, Υπηρετήστε τον Θεό Σας»
Αργότερα, η σύζυγος του Ίσραελ και η μητέρα του Φίλιπ αποφάσισαν να επισκεφτούν το στρατόπεδο στην Ουμουάτσα με την ελπίδα να μάθουν νέα. Ενώ πλησίαζαν, άκουσαν φασαρία στο στρατόπεδο. Στην πύλη, ο φρουρός είπε: «Μάρτυρα του Ιεχωβά! Η προσευχή σου απαντήθηκε. Η ομάδα που πήραν από εδώ πριν από τρεις μέρες ξαναγύρισε».
Την ίδια μέρα, ο Φίλιπ και ο Ίσραελ αφέθηκαν ελεύθεροι από το στρατόπεδο. Ο διοικητής είπε στην Τζουν: «Ξέρεις ότι εξαιτίας της προσευχής που έκανες απέβηκαν άκαρπες οι ενέργειές μας;» Μετά είπε στον Ίσραελ και στον Φίλιπ: «Πηγαίνετε, υπηρετήστε τον Θεό σας, και συνεχίστε να διακρατείτε την ακεραιότητά σας στον Ιεχωβά σας».
Όσο για τον Ίσραελ και τον Φίλιπ, συνήλθαν και συνέχισαν τις Χριστιανικές τους δραστηριότητες. Μετά τον πόλεμο, ο Ίσραελ ενασχολήθηκε δυο χρόνια στο ολοχρόνιο κήρυγμα και συνεχίζει να υπηρετεί ως Χριστιανός πρεσβύτερος. Ο Φίλιπ υπηρέτησε δέκα χρόνια ως περιοδεύων επίσκοπος και ενασχολείται ακόμη στο ολοχρόνιο κήρυγμα. Επίσης και αυτός είναι πρεσβύτερος σε μια εκκλησία.
Αρνήθηκαν να Συνεισφέρουν για Όπλα
Ο Ζεμπούλαν Κουμάλο και ο Πολάιτ Μογκάνε είναι δυο νεαροί ολοχρόνιοι διάκονοι στη Νότια Αφρική. Ο Ζεμπούλαν εξηγεί: «Ένα κυριακάτικο πρωινό, ήρθε στο σπίτι μας μια ομάδα από άντρες απαιτώντας 20 ραντ (περ. 1.400 δρχ.) για την αγορά όπλων. Με σεβασμό τους ζητήσαμε να ξαναπεράσουν το βράδυ, επειδή το πρόγραμμά μας την Κυριακή ήταν τόσο φορτωμένο που δεν μπορούσαμε να συζητήσουμε το θέμα εκείνη τη στιγμή. Παραδόξως, συμφώνησαν. Το ίδιο βράδυ, ήρθαν 15 άντρες. Από την έκφραση που είχαν τα πρόσωπά τους ήταν φανερό ότι είχαν πάρει το ζήτημα στα σοβαρά. Αφού συστηθήκαμε ευγενικά, τους ρωτήσαμε τι ήθελαν. Εξήγησαν ότι χρειάζονταν χρήματα για να αγοράσουν μεγαλύτερα και καλύτερα όπλα για να πολεμήσουν την αντιμαχόμενη πολιτική φατρία.
»Τους ρώτησα: ‘Είναι δυνατόν να σβήσει η φωτιά με βενζίνη;’
»‘Όχι, αυτό θα ήταν αδύνατον’, αποκρίθηκαν.
»Εξηγήσαμε τότε ότι κατά παρόμοιο τρόπο, η βία θα προωθούσε μόνο βία και πράξεις εκδικητικότητας.
»Αυτή η δήλωση φάνηκε να δυσαρέστησε αρκετούς από τους άντρες που ήταν εκεί. Τώρα, η απαίτησή τους έγινε προκλητική απειλή. ‘Αυτή η ανταλλαγή απόψεων είναι χάσιμο χρόνου’, φώναξαν. ‘Η υποχρεωτική συνεισφορά δεν είναι διαπραγματεύσιμη. Ή θα πληρώσετε ή θα υποστείτε τις συνέπειες!’
»Εκείνη τη στιγμή», θυμάται ο Ζεμπούλαν, «όταν η κατάσταση είχε αρχίσει να γίνεται ανεξέλεγκτη, μπήκε μέσα ο αρχηγός τους. Ήθελε να μάθει τι πρόβλημα υπήρχε. Εξηγήσαμε τη στάση μας και αυτός άκουγε προσεκτικά. Φέραμε ως παράδειγμα τη δική τους αφοσίωση στις πολιτικές τους πεποιθήσεις. Τους ρωτήσαμε ποια αντίδραση θα ανέμενε η οργάνωσή τους από έναν εκπαιδευμένο στρατιώτη αν τον έπιαναν αιχμάλωτο και τον ανάγκαζαν να συμβιβάσει τη στάση του. Είπαν ότι ένα τέτοιο άτομο θα έπρεπε να είναι έτοιμο να πεθάνει για τις πεποιθήσεις του. Χαμογέλασαν όταν τους επαινέσαμε για την απάντησή τους· δεν αντιλήφτηκαν ότι μας είχαν δώσει μια χρυσή ευκαιρία για να δείξουμε παραστατικά την περίπτωσή μας. Εξηγήσαμε ότι είμαστε διαφορετικοί από τις εκκλησίες του Χριστιανικού κόσμου. Ως υποστηρικτές της Βασιλείας του Θεού, βασίζουμε το ‘σύνταγμά’ μας στην Αγία Γραφή η οποία καταδικάζει κάθε μορφή φόνου. Για το λόγο αυτόν, δεν ήμασταν διατεθειμένοι να συνεισφέρουμε ούτε ένα σεντ για την αγορά όπλων.
»Στο μεταξύ, και καθώς η συζήτηση κορυφωνόταν, σιγά-σιγά τρύπωναν και άλλοι στο σπίτι ώσπου στο τέλος απευθυνόμασταν σε ένα μεγάλο ακροατήριο. Ούτε που φαντάζονταν αυτοί πόσο ένθερμα προσευχόμασταν να έχει η συζήτηση ευνοϊκή κατάληξη.
»Όταν κάναμε σαφή τη στάση μας, ακολούθησε μια μακρά σιωπή. Τελικά, ο αρχηγός τους είπε στην ομάδα του: ‘Κύριοι, καταλαβαίνω τη θέση αυτών των αντρών. Αν θέλαμε χρήματα για να χτίσουμε ένα γηροκομείο ή αν κάποιος γείτονάς μας χρειαζόταν χρήματα για να πάει στο νοσοκομείο, αυτοί οι άντρες θα έβαζαν βαθιά το χέρι στην τσέπη τους. Αλλά δεν είναι διατεθειμένοι να μας δώσουν χρήματα για να σκοτώσουμε. Προσωπικά, δεν είμαι ενάντιος στα πιστεύω τους’.
»Έπειτα από αυτό, όλοι σηκώθηκαν. Ανταλλάξαμε χειραψίες και τους ευχαριστήσαμε για την υπομονή τους. Αυτό που είχε ξεκινήσει ως μια απειλητική κατάσταση η οποία θα μπορούσε να μας στοιχίσει τη ζωή κατέληξε σε μεγαλειώδη νίκη».
Όχλοι Υποκινούνται από Ιερείς
Όπως το αφηγήθηκε ο Πολωνός Μάρτυρας Γέρζι Κουλέσα:
«Ο πατέρας μου, Αλεξάντερ Κουλέσα, έδειχνε υποδειγματικό ζήλο και έδινε το παράδειγμα με το να θέτει πρώτα τα συμφέροντα της Βασιλείας. Για αυτόν, η υπηρεσία αγρού, οι Χριστιανικές συναθροίσεις και η προσωπική και οικογενειακή μελέτη ήταν στ’ αλήθεια ιερά πράγματα. Ούτε η χιονοθύελλα ούτε ο παγετός ούτε ο δυνατός άνεμος ούτε ο καύσωνας αποτελούσαν εμπόδιο για αυτόν. Το χειμώνα φορούσε τα χιονοπέδιλά του, φορτωνόταν ένα σάκο με Γραφικά έντυπα στην πλάτη και έφευγε προς μερικές απομονωμένες περιοχές της Πολωνίας για λίγες μέρες. Συνήθως αντιμετώπιζε διάφορους κινδύνους, μεταξύ των οποίων και βίαιες ομάδες ανταρτών.
»Μερικές φορές οι ιερείς ξεσήκωναν διωγμό εναντίον των Μαρτύρων, υποκινώντας όχλους. Τους περιγελούσαν, τους πετούσαν πέτρες και τους χτυπούσαν. Αλλά αυτοί επέστρεφαν στο σπίτι, ευτυχισμένοι που είχαν υπομείνει προσβολές για τον Χριστό.
»Στη διάρκεια εκείνων των πρώτων χρόνων μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι αρχές δεν ήταν σε θέση να επιβάλουν το νόμο και την τάξη στη χώρα. Επικρατούσε το χάος και η καταστροφή. Η αστυνομία και τα σώματα ασφαλείας κυβερνούσαν τη μέρα, ενώ τη νύχτα δρούσαν οι αντάρτες και διάφορες συμμορίες. Οι κλοπές και οι ληστείες οργίαζαν, και συχνά γίνονταν λιντσαρίσματα. Οι ανυπεράσπιστοι Μάρτυρες του Ιεχωβά αποτελούσαν εύκολη λεία, ιδιαίτερα καθώς μερικές από τις ομάδες που υποκινούσαν οι ιερείς συγκέντρωναν την προσοχή τους στους Μάρτυρες. Αυτοί δικαιολογούσαν την εισβολή στα σπίτια μας με το πρόσχημα ότι υπερασπίζονταν την Καθολική πίστη των πατέρων τους. Σε τέτοιες περιπτώσεις έσπαζαν τζάμια, έκλεβαν ζώα και κατέστρεφαν ρούχα, τρόφιμα και έντυπα. Τις Γραφές τις πετούσαν στο πηγάδι».
Απροσδόκητος Μαρτυρικός Θάνατος
«Κάποια μέρα τον Ιούνιο του 1946, προτού συναντηθούμε για να πάμε με τα ποδήλατά μας σε κάποιον απομονωμένο τομέα, ένας νεαρός αδελφός, ο Καζίμιερς Κόντζελα, μας επισκέφτηκε και μίλησε χαμηλόφωνα στον πατέρα μου. Ο πατέρας μου μας έστειλε στον τομέα αλλά δεν ήρθε μαζί μας, πράγμα που μας εξέπληξε. Θα μαθαίναμε το λόγο αργότερα. Όταν επιστρέψαμε στο σπίτι, μάθαμε ότι την προηγούμενη νύχτα είχαν ξυλοκοπήσει άγρια την οικογένεια Κόντζελα, και ο πατέρας μου είχε πάει να φροντίσει τους σοβαρά τραυματισμένους αδελφούς και αδελφές.
»Όταν αργότερα μπήκα στο δωμάτιο όπου κείτονταν αυτοί, το θέαμα μου έφερε δάκρυα. Οι τοίχοι και το ταβάνι ήταν πιτσιλισμένα με αίμα. Στα κρεβάτια κείτονταν άνθρωποι τυλιγμένοι με επιδέσμους, μελανιασμένοι από τα χτυπήματα, πρησμένοι, με σπασμένα πλευρά και άκρα. Μόλις που μπορούσες να τους αναγνωρίσεις. Η αδελφή Κόντζελα, η μητέρα της οικογένειας, ήταν πολύ άσχημα χτυπημένη. Ο πατέρας μου τους βοηθούσε και προτού φύγει είπε μερικά βαρυσήμαντα λόγια: ‘Ω, Θεέ μου, εγώ είμαι τόσο υγιής και ικανός άντρας [τότε ήταν 45 χρονών και δεν είχε αρρωστήσει ποτέ], και δεν είχα το προνόμιο να υποφέρω για εσένα. Γιατί να συμβεί κάτι τέτοιο στην ηλικιωμένη αυτή αδελφή;’ Δεν ήξερε τι τον περίμενε.
»Όταν έδυσε ο ήλιος, επιστρέψαμε στο σπίτι μας που βρισκόταν τρία χιλιόμετρα μακριά. Μια ομάδα από 50 ένοπλους άντρες είχε περικυκλώσει το σπίτι μας. Είχαν φέρει μέσα και την οικογένεια Βινσέντσουκ, έτσι ήμασταν εννιά άτομα εκεί. Μας ρώτησαν έναν-έναν: ‘Είσαι Μάρτυρας του Ιεχωβά;’ Μόλις απαντούσαμε ναι, μας χτυπούσαν. Κατόπιν, δυο από αυτούς τους κτηνώδεις δολοφόνους χτυπούσαν εναλλάξ τον πατέρα μου ενώ τον ρωτούσαν αν θα σταματούσε να διαβάζει την Αγία Γραφή και να την κηρύττει. Ρωτούσαν αν θα πήγαινε στην εκκλησία και αν θα εξομολογούνταν τις αμαρτίες του. Τον χλεύασαν λέγοντας: ‘Σήμερα θα σε χρίσουμε επίσκοπο’. Ο πατέρας μου δεν είπε ούτε λέξη, δεν έβγαλε από το στόμα του ούτε ένα βογκητό. Υπέμεινε τα μαρτύριά τους, ήσυχα σαν πρόβατο. Το χάραμα, περίπου 15 λεπτά αφότου είχαν φύγει αυτοί οι θρήσκοι παλικαράδες, πέθανε αφού τον είχαν χτυπήσει μέχρι θανάτου. Αλλά προτού φύγουν, διάλεξαν εμένα ως το επόμενο θύμα τους. Τότε ήμουν 17 χρονών. Ενώ με χτυπούσαν, έχασα αρκετές φορές τις αισθήσεις μου. Με χτύπησαν τόσο που το σώμα μου έγινε μαύρο από τη μέση και πάνω. Μας έδερναν έξι ώρες. Όλα αυτά επειδή είμαστε Μάρτυρες του Ιεχωβά!»
Η Υποστήριξη μιας Πιστής Συζύγου
«Ήμουν ένας από τους 22 Μάρτυρες οι οποίοι ήταν επί δυο μήνες φυλακισμένοι σε ένα σκοτεινό κελί, μικρότερο από δέκα τετραγωνικά μέτρα. Στο τέλος αυτής της περιόδου, μείωσαν τις μερίδες του φαγητού μας. Κάθε μέρα, μας έδιναν λίγο ψωμί και μια μικρή κούπα πικρό καφέ. Για να μπορέσει να ξαπλώσει κανείς και να κοιμηθεί στο κρύο τσιμεντένιο πάτωμα έπρεπε να πάρουν κάποιον έξω από το κελί για ανάκριση στη διάρκεια της νύχτας.
»Είχα φυλακιστεί λόγω της Χριστιανικής μου δράσης πέντε φορές, συνολικά οχτώ χρόνια. Ως κρατούμενος είχα ‘ειδική’ μεταχείριση. Υπήρχε ένα σχετικό σημείωμα στον προσωπικό μου φάκελο που έλεγε: ‘Να παρενοχλείτε τον Κουλέσα ώσπου να χάσει κάθε επιθυμία να ξαναρχίσει τη δράση του’. Ωστόσο, κάθε φορά που με άφηναν ελεύθερο, προσφερόμουν για τη Χριστιανική υπηρεσία. Οι αρχές επίσης έκαναν τη ζωή δύσκολη για τη σύζυγό μου Ούρσουλα και για τις δυο μικρές κόρες μας. Για παράδειγμα, επί δέκα χρόνια ο δικαστικός κλητήρας, αυθαίρετα, έπαιρνε μέρος από τα χρήματα που με κόπο κέρδιζε η σύζυγός μου. Αυτό έλεγε ότι ήταν φόρος που έπρεπε να επιβληθεί σε εμένα επειδή ετοίμαζα Γραφικά έντυπα ‘υπογείως’. Κατέσχεσαν τα πάντα εκτός από τα πράγματα που θεωρούσαν απαραίτητα για τη ζωή. Είμαι ευγνώμων στον Ιεχωβά για τη γενναία σύζυγό μου, η οποία υπομονετικά άντεξε μαζί μου όλα αυτά τα βάσανα και με υποστήριζε πραγματικά συνεχώς.
»Έχουμε δει να επιτυγχάνεται μια πνευματική νίκη εδώ στην Πολωνία· τώρα έχουμε ένα νόμιμο γραφείο τμήματος της Εταιρίας Σκοπιά στο Ναντάρτσιν, κοντά στη Βαρσοβία. Έπειτα από δεκαετίες διωγμού, υπάρχουν τώρα 108.000 και πλέον Μάρτυρες, που είναι συνταυτισμένοι με 1.348 εκκλησίες».
Γιατί Τόσο Πολλοί Μάρτυρες;
Το υπόμνημα ακεραιότητας των Μαρτύρων του Ιεχωβά σε αυτόν τον 20ό αιώνα θα μπορούσε κυριολεκτικά να γεμίσει τόμους—χιλιάδες έχουν πεθάνει ως μάρτυρες ή έχουν υποστεί φυλάκιση και απερίγραπτα βασανιστήρια, βιασμούς και λεηλασίες, σε μέρη όπως η Μαλάουι και η Μοζαμβίκη, στην Ισπανία υπό το φασισμό, στην Ευρώπη υπό το ναζισμό, στην Ανατολική Ευρώπη υπό τον κομμουνισμό και στις Ηνωμένες Πολιτείες στη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Εγείρεται το ερώτημα: Γιατί; Επειδή οι άκαμπτοι πολιτικοί και θρησκευτικοί ηγέτες υπήρξαν απρόθυμοι να σεβαστούν τη Γραφικά εκπαιδευμένη συνείδηση των ειλικρινών Χριστιανών που αρνούνται να μάθουν να σκοτώνουν και δεν μετέχουν σε καμιά πολιτική δραστηριότητα. Συμβαίνει ακριβώς ό,τι είχε πει ο Χριστός ότι θα συνέβαινε, όπως καταγράφτηκε στα εδάφια Ιωάννης 15:17-19: «Ταύτα σας παραγγέλλω, να αγαπάτε αλλήλους. Εάν ο κόσμος σας μισή, εξεύρετε ότι εμέ πρότερον υμών εμίσησεν. Εάν ήσθε εκ του κόσμου, ο κόσμος ήθελεν αγαπά το ιδικόν του· επειδή όμως δεν είσθε εκ του κόσμου, αλλ’ εγώ σας εξέλεξα εκ του κόσμου, δια τούτο σας μισεί ο κόσμος».
Παρά τον παγκόσμιο αυτό διωγμό, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά έχουν αυξηθεί—από 126.000 σε 54 χώρες το 1943 σε σχεδόν 4.500.000 σε 229 χώρες το 1993. Έχουν γευτεί νίκες ακόμη και ενόψει του θανάτου. Είναι αποφασισμένοι να συνεχίσουν το μοναδικό εκπαιδευτικό τους έργο της αναγγελίας των καλών νέων της Βασιλείας, ώσπου ο Ιεχωβά να αποφασίσει ότι έχει τελειώσει.—Ησαΐας 6:11, 12· Ματθαίος 24:14· Μάρκος 13:10.
[Υποσημειώσεις]
a «Ακεραιότητα» ορίζεται «η αμετακίνητη προσκόλληση σε ένα σταθερό ηθικό ή δεοντολογικό κώδικα».—Λεξικό The American Heritage Dictionary, Τρίτη Έκδοση.
[Πλαίσιο/Εικόνα στη σελίδα 6]
Μαρτυρικός Θάνατος στη Γερμανία
Ο ΑΟΥΓΚΟΥΣΤ ΝΤΙΚΜΑΝ ήταν 23 χρονών όταν ο Χάινριχ Χίμλερ, ηγέτης των Ες-Ες, διέταξε να τον πυροβολήσουν μπροστά σε όλους τους άλλους Μάρτυρες του στρατοπέδου συγκέντρωσης Σαξενχάουζεν. Ο Γκουστάφ Άουσνερ, αυτόπτης μάρτυρας, ανέφερε: «Πυροβόλησαν τον αδελφό Ντίκμαν και μας είπαν ότι θα μας πυροβολούσαν όλους αν δεν υπογράφαμε τη δήλωση αποκήρυξης της πίστης μας. Θα μας πήγαιναν στον αμμόλακκο 30 ως 40 άτομα κάθε φορά, και θα μας τουφέκιζαν όλους. Την επόμενη μέρα, τα Ες-Ες έφεραν σε όλους μας να υπογράψουμε ένα χαρτί, αλλιώς θα μας πυροβολούσαν. Έπρεπε να βλέπατε την απογοήτευση ζωγραφισμένη στο πρόσωπό τους καθώς έφευγαν χωρίς να έχουν πάρει ούτε μια υπογραφή. Έλπιζαν ότι θα μας φόβιζαν με τη δημόσια εκτέλεση. Αλλά εμείς φοβόμασταν περισσότερο μήπως δυσαρεστήσουμε τον Ιεχωβά από ό,τι φοβόμασταν τις σφαίρες τους. Δεν τουφέκισαν πια δημόσια κανέναν άλλον από εμάς».
[Πλαίσιο/Εικόνα στη σελίδα 9]
Το Ύψιστο Τίμημα
ΜΕΡΙΚΕΣ φορές, η νίκη ενόψει του θανάτου μπορεί να περιλαμβάνει την πληρωμή του ύψιστου τιμήματος. Μια επιστολή που έστειλε η Εκκλησία Νσελένι, από το βόρειο μέρος της επαρχίας Νατάλ στη Νότια Αφρική, αφηγείται μια τραγική ιστορία: «Σας γράφουμε αυτή την επιστολή για να σας αναφέρουμε την απώλεια του προσφιλούς μας αδελφού Μόουζες Νιαμουσούα. Ήταν οξυγονοκολλητής και επισκεύαζε αυτοκίνητα. Σε κάποια περίπτωση, μέλη μιας πολιτικής παράταξης του ζήτησαν να κολλήσει τα αυτοσχέδια όπλα τους, πράγμα που αρνήθηκε να κάνει. Έπειτα, στις 16 Φεβρουαρίου 1992, είχαν ένα πολιτικό συλλαλητήριο, όπου συγκρούστηκαν βίαια με οπαδούς της αντίπαλης παράταξης. Το απόγευμα της ίδιας μέρας καθώς επέστρεφαν από τη μάχη τους, συνάντησαν τον αδελφό καθώς πήγαινε στο εμπορικό κέντρο. Εκεί τον σκότωσαν με τις λόγχες τους. Ποιος ήταν ο λόγος τον οποίο επικαλέστηκαν; ‘Αρνήθηκες να κολλήσεις τα όπλα μας, και τώρα οι σύντροφοί μας πέθαναν στη μάχη’.
»Αυτό ήταν πολύ μεγάλο σοκ για τους αδελφούς», λέει ο αδελφός Ντουμακούντε, γραμματέας της εκκλησίας. «Αλλά», προσθέτει, «εξακολουθούμε να επιτελούμε τη διακονία μας».
[Πλαίσιο/Εικόνα στη σελίδα 11]
Μαρτυρικός Θάνατος στην Πολωνία
ΤΟ 1944, όταν τα γερμανικά στρατεύματα αποσύρονταν γρήγορα και καθώς το μέτωπο του πολέμου πλησίαζε σε μια πόλη στο ανατολικό τμήμα της Πολωνίας, τα στρατεύματα κατοχής ανάγκαζαν τους πολίτες να σκάβουν ορύγματα για να εμποδίσουν την προέλαση των τανκς. Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά αρνήθηκαν να συμμετάσχουν. Ο Στέφαν Κιερίλο, ένας νεαρός Μάρτυρας—που είχε βαφτιστεί μόλις δυο μήνες νωρίτερα—εξαναγκάστηκε να συμπεριληφτεί σε ένα σώμα εργασίας αλλά αυτός θαρραλέα κράτησε την ίδια ουδέτερη στάση. Διάφορα μέτρα πάρθηκαν για να διασπάσουν την ακεραιότητά του.
Τον έδεσαν γυμνό σε ένα δέντρο στην ελώδη περιοχή που υπήρχε εκεί ώστε να του επιτεθούν σκνίπες και άλλα έντομα. Άντεξε αυτό και άλλα βασανιστήρια, έτσι τον άφησαν ήσυχο. Ωστόσο, όταν ένας ανώτερος αξιωματικός επιθεώρησε το σώμα εργασίας, κάποιος του είπε ότι υπήρχε ένας άντρας που δεν υπάκουε με κανέναν τρόπο στην εντολή του. Ο Στέφαν διατάχτηκε τρεις φορές να σκάψει το όρυγμα. Αυτός αρνήθηκε ακόμη και να πιάσει το φτυάρι. Τον πυροβόλησαν και τον σκότωσαν. Εκατοντάδες άτομα που παρακολουθούσαν τη σκηνή τον ήξεραν προσωπικά. Ο μαρτυρικός του θάνατος αποτέλεσε μαρτυρία για τη μεγάλη δύναμη που μπορεί να προμηθέψει ο Ιεχωβά.
[Εικόνα στη σελίδα 7]
Ανάνι Γκρόγκουλ
[Εικόνα στη σελίδα 10]
Γέρζι Κουλέσα