Μέρος 3ο
Επιστήμη—Η Συνεχής Αναζήτηση του Ανθρώπου για την Αλήθεια
Θρησκεία και Επιστήμη—Ατυχής Συνδυασμός
ΧΙΛΙΑΔΕΣ χρόνια αναζήτησης της επιστημονικής αλήθειας φαίνεται ότι έθεσαν μια στερεή βάση για μεταγενέστερη έρευνα. Σίγουρα τίποτα δεν μπορούσε να σταθεί στο δρόμο της περαιτέρω προόδου. Παρ’ όλα αυτά, λέει Το Βιβλίο της Εκλαϊκευμένης Επιστήμης (The Book of Popular Science), «η πορεία της επιστήμης δεν ήταν καθόλου καλή στη διάρκεια του τρίτου, του τέταρτου και του πέμπτου αιώνα μ.Χ.».
Δυο γεγονότα συνέβαλαν σημαντικά σε αυτή την κατάσταση. Στη διάρκεια του πρώτου αιώνα εγκαινιάστηκε μια νέα θρησκευτική εποχή με τον Ιησού Χριστό. Και μερικές δεκαετίες νωρίτερα, το 31 Π.Κ.Χ., γεννήθηκε μια νέα πολιτική εποχή με την ίδρυση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Ανόμοια με τους Έλληνες φιλοσόφους οι οποίοι προηγήθηκαν, οι Ρωμαίοι «ενδιαφέρονταν περισσότερο για την επίλυση των καθημερινών προβλημάτων της ζωής παρά για την αναζήτηση της αφηρημένης αλήθειας», παρατηρεί το παραπάνω σύγγραμμα. Λογικά, λοιπόν, «η συμβολή τους στη θεωρητική επιστήμη ήταν πολύ μικρή».
Οι Ρωμαίοι, όμως, λειτούργησαν ως μέσο για τη διάδοση της επιστημονικής γνώσης που είχε συσσωρευτεί ως εκείνον τον καιρό. Για παράδειγμα, στη διάρκεια του πρώτου αιώνα ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος συνέταξε μια επιστημονική συλλογή που ονομάστηκε Φυσική Ιστορία (Natural History). Αν και δεν ήταν άπταιστη, διέσωσε ωστόσο διάφορα είδη επιστημονικών πληροφοριών τα οποία ειδάλλως θα ήταν χαμένα για τις επόμενες γενιές.
Στο θρησκευτικό μέτωπο, η γοργά επεκτεινόμενη Χριστιανική εκκλησία δεν ασχολούνταν με την επιστημονική έρευνα εκείνου του καιρού. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι Χριστιανοί εναντιώνονταν στην έρευνα αυτή καθαυτήν, αλλά η Χριστιανική προτεραιότητα, όπως τέθηκε από τον ίδιο τον Χριστό, επικεντρωνόταν στην κατανόηση και στη διάδοση της θρησκευτικής αλήθειας.—Ματθαίος 6:33· 28:19, 20.
Πριν από το τέλος του πρώτου αιώνα, οι αποστάτες Χριστιανοί είχαν ήδη αρχίσει να νοθεύουν τη θρησκευτική αλήθεια την οποία είχαν επιφορτιστεί να διαδώσουν. Αυτό αργότερα τους οδήγησε στην ίδρυση μιας αποστατικής μορφής Χριστιανοσύνης, πράγμα που είχε προειπωθεί. (Πράξεις 20:30· 2 Θεσσαλονικείς 2:3· 1 Τιμόθεον 4:1) Τα γεγονότα που επακολούθησαν έδειξαν ότι η από μέρους τους απόρριψη της θρησκευτικής αλήθειας συνοδεύτηκε από μια στάση αδιαφορίας—κατά καιρούς ακόμη και ανταγωνισμού—προς την επιστημονική αλήθεια.
Η «Χριστιανική» Ευρώπη Χάνει το Προβάδισμα
Η Παγκόσμια Εγκυκλοπαίδεια του Βιβλίου (The World Book Encyclopedia) εξηγεί ότι στη διάρκεια του Μεσαίωνα (από τον 5ο ως το 15ο αιώνα) «στην Ευρώπη, οι λόγιοι ενδιαφέρονταν περισσότερο για τη θεολογία, δηλαδή τη μελέτη της θρησκείας, παρά για τη μελέτη της φύσης». Και αυτή «η έμφαση στη σωτηρία και όχι στην εξερεύνηση της φύσης», υποδεικνύει η Κόλιερς Ενσαϊκλοπίντια (Collier’s Encyclopedia), «ήταν περισσότερο εμπόδιο παρά κίνητρο για την επιστήμη».
Οι διδασκαλίες του Χριστού δεν είχαν σκοπό να αποτελέσουν τέτοιο εμπόδιο. Ωστόσο, ο λαβύρινθος των απατηλών θρησκευτικών αντιλήψεων του Χριστιανικού κόσμου, μεταξύ των οποίων και η υπερβολική έμφαση στη σωτηρία της υποτιθέμενης αθάνατης ψυχής, προώθησε αυτή την εξέλιξη. Η μάθηση, ως επί το πλείστον, ήταν υπό τον έλεγχο της εκκλησίας και καλλιεργούνταν κυρίως στα μοναστήρια. Αυτή η θρησκευτική στάση επιβράδυνε την αναζήτηση της επιστημονικής αλήθειας.
Τα επιστημονικά ζητήματα έγιναν δευτερεύοντα σε σχέση με τη θεολογία από την αρχή κιόλας της Κοινής Χρονολογίας. Ουσιαστικά, η μόνη αξιομνημόνευτη επιστημονική εξέλιξη επιτελέστηκε στο χώρο της ιατρικής. Για παράδειγμα, ο Ρωμαίος ιατρικός συγγραφέας Αύλος Κέλσος του πρώτου αιώνα Κ.Χ., ο οποίος αποκαλείται ο «Ιπποκράτης των Ρωμαίων», έγραψε ένα έργο που σήμερα θεωρείται κλασικό στην ιατρική. Ο Έλληνας φαρμακολόγος Πεδάνιος Διοσκουρίδης, γιατρός στα ρωμαϊκά στρατεύματα του Νέρωνα, συμπλήρωσε ένα σημαντικό φαρμακολογικό εγχειρίδιο το οποίο χρησιμοποιούνταν ευρύτατα επί αιώνες. Ο Γαληνός, ένας Έλληνας του δεύτερου αιώνα, θεμελιώνοντας την πειραματική φυσιολογία, επηρέασε την ιατρική θεωρία και πρακτική από τις μέρες του ως και το Μεσαίωνα.
Η περίοδος της επιστημονικής στασιμότητας συνεχίστηκε ακόμη και μετά το 15ο αιώνα. Ναι, οι Ευρωπαίοι επιστήμονες έκαναν πράγματι ανακαλύψεις εκείνον τον καιρό, αλλά ως επί το πλείστον αυτές δεν ήταν αυθεντικές. Το περιοδικό Τάιμ (Time) παρατηρεί: «[Οι Κινέζοι] είχαν την παγκόσμια πρωτοπορία στην επιστήμη. Πολύ πριν από τους Ευρωπαίους, ήξεραν πώς να χρησιμοποιούν την πυξίδα, πώς να φτιάχνουν χαρτί και πυρίτιδα, [και] πώς να τυπώνουν με κινητά στοιχεία».
Γι’ αυτό, λόγω του γενικού κενού της «Χριστιανικής» Ευρώπης στον τομέα της επιστημονικής σκέψης, οι μη Χριστιανικοί πολιτισμοί πήραν το προβάδισμα.
Επιστημονική Πρόοδος
Τον ένατο αιώνα, οι γοργά ανερχόμενοι πρωτοπόροι στα ζητήματα της επιστήμης ήταν οι Άραβες επιστήμονες. Ιδιαίτερα στη διάρκεια του 10ου και του 11ου αιώνα—ενώ ο Χριστιανικός κόσμος ήταν στην αδράνεια—αυτοί απολάμβαναν ένα χρυσό αιώνα επιτευγμάτων. Η συμβολή τους στην ιατρική, στη χημεία, στη βοτανική, στη φυσική, στην αστρονομία και, πάνω από όλα, στα μαθηματικά ήταν πολύτιμη. (Βλέπε πλαίσιο, σελίδα 20). Ο Μαάν Ζ. Μαντίνα, υφηγητής της αραβικής στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια, λέει ότι η «σύγχρονη τριγωνομετρία καθώς και η άλγεβρα και η γεωμετρία είναι σε μεγάλο βαθμό δημιουργήματα των Αράβων».
Κατά μεγάλο μέρος αυτή η επιστημονική γνώση ήταν αυθεντική. Αλλά σε κάποιο βαθμό ήταν βασισμένη στο ευρύ θεμέλιο της ελληνικής φιλοσοφίας και, κατά παράξενο τρόπο, διαδόθηκε με την ανάμειξη της θρησκείας.
Σχετικά στις αρχές της Κοινής Χρονολογίας, ο Χριστιανικός κόσμος εξαπλώθηκε στην Περσία και κατόπιν στην Αραβία και στην Ινδία. Στη διάρκεια του πέμπτου αιώνα, ο Νεστόριος, πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης, αναμείχτηκε σε μια διαμάχη η οποία οδήγησε σε σχίσμα μέσα στους κόλπους της Ανατολικής εκκλησίας. Αυτό με τη σειρά του οδήγησε στην απόσχιση μιας ομάδας, των Νεστοριανών.
Τον έβδομο αιώνα, όταν η νέα θρησκεία του Ισλάμ έκανε ξαφνικά την εμφάνισή της στην παγκόσμια σκηνή και άρχισε την επεκτατική της εκστρατεία, οι Νεστοριανοί γρήγορα μετέδωσαν τις γνώσεις τους στους Άραβες κατακτητές τους. Σύμφωνα με την Εγκυκλοπαίδεια της Θρησκείας (The Encyclopedia of Religion), «οι Νεστοριανοί ήταν οι πρώτοι που προώθησαν την ελληνική επιστήμη και φιλοσοφία μεταφράζοντας ελληνικά κείμενα στη συριακή και έπειτα στην αραβική γλώσσα». Αυτοί ήταν επίσης «οι πρώτοι που εισήγαγαν την ελληνική ιατρική στη Βαγδάτη». Οι Άραβες επιστήμονες άρχισαν να οικοδομούν πάνω στα πράγματα που έμαθαν από τους Νεστοριανούς. Η αραβική αντικατέστησε τη συριακή ως γλώσσα της επιστήμης στην αραβική αυτοκρατορία και αποδείχτηκε μια γλώσσα ιδιαίτερα κατάλληλη για επιστημονικά συγγράμματα.
Οι Άραβες, όμως, δεν πήραν μόνο, αλλά έδωσαν κιόλας. Όταν οι Μαυριτανοί πέρασαν διαμέσου της Ισπανίας στην Ευρώπη—όπου παρέμειναν επί 700 και πλέον χρόνια—έφεραν μαζί τους ένα διαφωτισμένο Μουσουλμανικό πολιτισμό. Επίσης, στη διάρκεια των οχτώ λεγόμενων Χριστιανικών Σταυροφοριών, μεταξύ του 1096 και του 1272, οι Δυτικοί σταυροφόροι εντυπωσιάστηκαν από τον προηγμένο Ισλαμικό πολιτισμό με τον οποίο ήρθαν σε επαφή. Επέστρεψαν, όπως το έθεσε ένας συγγραφέας, με «πλήθος νέες εντυπώσεις».
Η Μαθηματική Απλοποίηση των Αράβων
Μια σημαντική προσφορά των Αράβων στην Ευρώπη ήταν η εισαγωγή των αραβικών αριθμών που αντικατέστησαν το ρωμαϊκό σύστημα της χρήσης γραμμάτων. Στην πραγματικότητα, η ονομασία «αραβικοί αριθμοί» είναι εσφαλμένη. Ένας ακριβέστερος, ίσως, όρος είναι «ινδοαραβικοί αριθμοί». Πράγματι, ο Άραβας μαθηματικός και αστρονόμος του ένατου αιώνα Αλ-Χουαριζμί ήταν εκείνος που έγραψε σχετικά με αυτό το σύστημα, αλλά το δανείστηκε από Ινδούς μαθηματικούς οι οποίοι το είχαν επινοήσει τουλάχιστον χίλια χρόνια προηγουμένως, τον τρίτο αιώνα Π.Κ.Χ.
Αυτό το σύστημα ήταν ελάχιστα γνωστό στην Ευρώπη προτού ο διακεκριμένος μαθηματικός Λεονάρντο Φιμπονάτσι (επίσης γνωστός ως Λεονάρντο της Πίζας) το εισαγάγει το 1202 στο Λίμπερ αμπάκι (Βιβλίο Αριθμητικής). Καταδεικνύοντας το πλεονέκτημα αυτού του συστήματος, ο ίδιος εξήγησε: «Τα εννιά ινδικά ψηφία είναι: 9 8 7 6 5 4 3 2 1. Με αυτά τα εννιά ψηφία και με το σύμβολο 0 . . . μπορεί να γραφτεί κάθε αριθμός». Αρχικά οι Ευρωπαίοι άργησαν να ανταποκριθούν. Αλλά καθώς τελείωνε ο Μεσαίωνας είχαν αποδεχτεί το νέο σύστημα αρίθμησης, και η απλότητά του προώθησε την επιστημονική πρόοδο.
Αν αμφιβάλλετε για το ότι οι ινδοαραβικοί αριθμοί είναι απλούστεροι σε σύγκριση με τους ρωμαϊκούς αριθμούς που χρησιμοποιούνταν προηγουμένως, δοκιμάστε να αφαιρέσετε το LXXIX από το MCMXCIII. Μπερδευτήκατε; Ίσως είναι κάπως ευκολότερο να αφαιρέσετε το 79 από το 1.993.
Αναζωπυρώνεται η Φλόγα στην Ευρώπη
Από το 12ο αιώνα, η φλόγα της μάθησης που έκαιγε λαμπρή στο Μουσουλμανικό κόσμο άρχισε να σβήνει. Αναζωπυρώθηκε, όμως, στην Ευρώπη καθώς ομάδες λογίων άρχισαν να σχηματίζουν τους προδρόμους των σύγχρονων πανεπιστημίων. Στα μέσα του 12ου αιώνα, ήρθαν σε ύπαρξη τα πανεπιστήμια του Παρισιού και της Οξφόρδης. Το Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ ακολούθησε στις αρχές του 13ου αιώνα, και μετά της Πράγας και της Χαϊδελβέργης μαζί, το 14ο αιώνα. Το 19ο αιώνα, τα πανεπιστήμια είχαν ήδη εξελιχτεί σε σημαντικά κέντρα επιστημονικής έρευνας.
Αρχικά, αυτές οι σχολές επηρεάζονταν σε μεγάλο βαθμό από τη θρησκεία, καθώς οι περισσότερες σπουδές επικεντρώνονταν ή έκλιναν στη θεολογία. Αλλά ταυτόχρονα, οι ίδιες σχολές αποδέχονταν την ελληνική φιλοσοφία, ιδιαίτερα τα συγγράμματα του Αριστοτέλη. Σύμφωνα με την Εγκυκλοπαίδεια της Θρησκείας, «η Σχολαστική μέθοδος . . . σε όλο το Μεσαίωνα . . . ήταν δομημένη σύμφωνα με την Αριστοτέλεια λογική του ορισμού, του χωρισμού και της λογίκευσης ως προς την ερμηνεία του κειμένου και την ανάλυση των δυσκολιών του».
Ένας λόγιος του 13ου αιώνα που αποφάσισε να συνδυάσει την Αριστοτέλεια μάθηση με τη Χριστιανική θεολογία ήταν ο Θωμάς ο Ακινάτης, ο οποίος αργότερα επονομάστηκε ο «Χριστιανός Αριστοτέλης». Αλλά διέφερε σε μερικά σημεία από τον Αριστοτέλη. Ο Ακινάτης αρνούνταν, για παράδειγμα, τη θεωρία ότι ο κόσμος υπήρχε ανέκαθεν, συμφωνώντας με τις Γραφές οι οποίες έλεγαν ότι είχε δημιουργηθεί. Εμμένοντας «σταθερά στην πεποίθηση ότι το σύμπαν μας είναι εύτακτο και ότι μπορεί να κατανοηθεί υπό το φως της λογικής», λέει Το Βιβλίο της Εκλαϊκευμένης Επιστήμης, αυτός «συνέβαλε σημαντικά στην εξέλιξη της σύγχρονης επιστήμης».
Ως επί το πλείστον, όμως, οι διδασκαλίες του Αριστοτέλη, του Πτολεμαίου και του Γαληνού αντιμετωπίζονταν ως αναμφισβήτητη αλήθεια, με κύρος ισοδύναμο με εκείνο του ευαγγελίου, ακόμη και από την εκκλησία. Το σύγγραμμα που αναφέρθηκε παραπάνω εξηγεί: «Στο Μεσαίωνα, τότε που το ενδιαφέρον για το επιστημονικό πείραμα και την άμεση παρατήρηση γνώριζε κάμψη, ο λόγος του Αριστοτέλη ήταν νόμος. Ίπσε ντίξιτ (‘Το είπε ο ίδιος’) ήταν το επιχείρημα που χρησιμοποιούσαν οι καθηγητές του μεσαίωνα για να αποδείξουν την αλήθεια μιας ‘επιστημονικής’ παρατήρησης. Με αυτές τις συνθήκες τα λάθη του Αριστοτέλη, ιδιαίτερα στη φυσική και στην αστρονομία, καθυστέρησαν την επιστημονική πρόοδο επί αιώνες».
Κάποιος που αμφισβήτησε αυτή την τυφλή προσκόλληση σε προηγούμενες απόψεις ήταν ο Φραγκισκανός μοναχός της Οξφόρδης Ρότζερ Μπέικον που έζησε το 13ο αιώνα. Ο Μπέικον αποκαλείται «η μεγαλύτερη μορφή της μεσαιωνικής επιστήμης» και ήταν σχεδόν ο μόνος που υποστήριζε τον πειραματισμό ως μέσο ανακάλυψης των επιστημονικών αληθειών. Λέγεται ότι ήδη από το 1269, σαφώς αιώνες μπροστά από την εποχή του, πρόβλεψε αυτοκίνητα, αεροπλάνα και μηχανοκίνητα πλοία.
Όμως, παρά τις εύστοχες προβλέψεις του και το λαμπρό του μυαλό, ο Μπέικον περιορίστηκε στη δική του γνώση των γεγονότων. Πίστευε ακράδαντα στην αστρολογία, στη μαγεία και στην αλχημεία. Αυτό καταδεικνύει ότι η επιστήμη είναι πράγματι μια συνεχής αναζήτηση της αλήθειας και ότι πάντα υπόκειται σε αναθεωρήσεις.
Αν και φάνηκε ότι η επιστημονική έρευνα βρισκόταν σε λήθαργο το 14ο αιώνα, καθώς ο 15ος αιώνας έφτανε στο τέλος του, η αναζήτηση του ανθρώπου για την επιστημονική αλήθεια κάθε άλλο παρά είχε τελειώσει. Στην πραγματικότητα, τα επόμενα 500 χρόνια θα επισκίαζαν κατά πολύ όσα είχαν προηγηθεί. Ο κόσμος στεκόταν στο κατώφλι μιας επιστημονικής επανάστασης. Όπως, λοιπόν, αληθεύει με κάθε επανάσταση, έτσι και αυτή θα είχε τους ήρωές της, τα μιάσματά της και, πάνω από όλα, τα θύματά της. Μάθετε περισσότερα στο 4ο Μέρος της σειράς «Επιστήμη—Η Συνεχής Αναζήτηση του Ανθρώπου για την Αλήθεια» στο επόμενο τεύχος μας.
[Πλαίσιο στη σελίδα 20]
Ο Χρυσός Αιώνας της Αραβικής Επιστήμης
Αλ-Χουαριζμί (όγδοος-ένατος αιώνας), Ιρακινός μαθηματικός και αστρονόμος· ξακουστός για την καθιέρωση του όρου «άλγεβρα» που προέρχεται από τη λέξη al-jebr και στην αραβική σημαίνει «η ένωση των σπασμένων κομματιών».
Αμπού Μουσά Τζαμπίρ ιμπν Χαγιάν (όγδοος-ένατος αιώνας), αλχημιστής· αποκαλείται ο πατέρας της αραβικής χημείας.
Αλ-Μπατάνι (ένατος-δέκατος αιώνας), αστρονόμος και μαθηματικός· έκανε βελτιώσεις στους αστρονομικούς υπολογισμούς του Πτολεμαίου, και έτσι υπολόγισε με μεγαλύτερη ακρίβεια μεγέθη όπως η διάρκεια του έτους και των εποχών.
Αρ-Ραζί (ένατος-δέκατος αιώνας), ένας από τους πιο γνωστούς Πέρσες γιατρούς· ήταν ο πρώτος που έκανε διαχωρισμό μεταξύ ευλογιάς και ιλαράς και ταξινόμησε όλες τις ουσίες σε ζωικές, φυτικές και ορυκτές.
Αμπού Αλή Αλ-Χασάν ιμπν Αλ-Χαϊτάμ (Αλχάζεν) από τη Βασόρα (10ος-11ος αιώνας), μαθηματικός και φυσικός· συνέβαλε σημαντικά στη θεωρία της οπτικής, περιλαμβανομένης της διάθλασης, της ανάκλασης, της διόφθαλμης όρασης και της ατμοσφαιρικής διάθλασης· ήταν ο πρώτος που ερμήνευσε ορθά την όραση ως αποτέλεσμα του φωτός που φτάνει στο μάτι από ένα αντικείμενο.
Ομάρ Καγιάμ (11ος-12ος αιώνας), περίφημος Πέρσης μαθηματικός, φυσικός, αστρονόμος, γιατρός και φιλόσοφος· πιο γνωστός στη Δύση για την ποίησή του.
[Εικόνες στη σελίδα 18]
Ο Αριστοτέλης (πάνω) και ο Πλάτων (κάτω) επηρέασαν δραστικά την επιστημονική σκέψη στο πέρασμα των αιώνων
[Ευχαριστίες]
Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών
Musei Capitolini, Roma