Η Ζωή της Πόλης στις Λοφοπλαγιές του Καράκας
Από τον ανταποκριτή του Ξύπνα! στη Βενεζουέλα
ΚΑΡΑΚΑΣ, Βενεζουέλα. Ψηλά, σύγχρονα συγκροτήματα γραφείων υψώνονται πάνω από τη θορυβώδη κίνηση, τα πολυσύχναστα καταστήματα και τα γεμάτα κόσμο εστιατόρια. Οι τουρίστες τριγυρίζουν στις πλατείες, φορώντας σορτς και καπέλα για τον ήλιο, και έχοντας κρεμασμένες πάνω τους φωτογραφικές μηχανές. Τα πεζοδρόμια βρίθουν από ανθρώπους.
Αλλά υπάρχει και μια άλλη όψη του Καράκας. Πέρα από το χρώμιο, το ατσάλι και το γυαλί βρίσκονται οι λος σέρος (οι λόφοι), ασυνήθιστες κοινότητες που είναι χτισμένες σε λοφοπλαγιές. Αυτές οι κοινότητες είναι γαντζωμένες στις απότομες πλαγιές που περιβάλλουν την πόλη από τα ανατολικά, τα δυτικά και τα νότια. Σχεδόν δύο εκατομμύρια άνθρωποι ζουν εκεί, σε εκατοντάδες γειτονιές που ονομάζονται μπάριο.
Πώς ήρθαν σε ύπαρξη αυτές οι κοινότητες; Το 1958 η κυβέρνηση κατάρτισε ένα πρόγραμμα χρηματοδότησης των άνεργων κατοίκων της πόλης. Έτσι, οι άνθρωποι κατέκλυσαν την πρωτεύουσα για να επωφεληθούν από αυτή την παροχή. Πολλοί εγκατέλειψαν την επαρχία για να βρουν τα αγαθά της πόλης—νοσοκομεία, σχολεία, πανεπιστήμια.
Επίσης, η πολιτική βία και η οικονομική κρίση στις γειτονικές χώρες πυροδότησαν μια μετανάστευση καθώς άνθρωποι ήρθαν στο Καράκας αναζητώντας εργασία. Σύντομα η επίπεδη περιοχή της κοιλάδας του Καράκας κατοικήθηκε πλήρως, αναγκάζοντας τους ανθρώπους να μετακινηθούν ψηλότερα σε αναζήτηση ενός μέρους για να ζήσουν. Έτσι ήρθαν σε ύπαρξη οι κοινότητες στις λοφοπλαγιές.
Ανηφορική Διαδρομή
Αρχίζουμε το ταξίδι μας μπαίνοντας στην ουρά μαζί με πολλούς άλλους ανθρώπους. Αυτοί δεν περιμένουν το λεωφορείο αλλά το τζιπ, που ταιριάζει καλύτερα στην απότομη ανάβαση που μας περιμένει. Ένα τζιπ με μακρύ σασί πλησιάζει και δώδεκα άνθρωποι σκαρφαλώνουν βιαστικά σε αυτό. Πέντε κάθονται στον καθένα από τους δυο πάγκους που βρίσκονται τοποθετημένοι κατά μήκος στο πίσω μέρος· δυο μοιράζονται το ποθητό μπροστινό κάθισμα. Σύντομα διπλωνόμαστε στα δύο για να μπούμε από την πίσω πόρτα. Στριμωχνόμαστε σε ένα κενό που υπάρχει στον πάγκο, μαζεύουμε τα γόνατά μας κάτω από το σαγόνι μας και προσπαθούμε να μην πατήσουμε τη σακούλα με τα λαχανικά κάποιας κυρίας.
Αρχίζουμε την απότομη ανάβαση. Οι δρόμοι είναι στενοί και συνήθως στριφογυριστοί. Μερικές φορές φαίνονται σχεδόν κάθετοι. Ο οδηγός βάζει την αγαπημένη του κασέτα και σύντομα τα πόδια αρχίζουν να χτυπούν στο ρυθμό Λάτιν. Ξαφνικά κάποιος φωνάζει στον οδηγό: «Ντόντε πουέντα!» (Όπου μπορείς!) Φαίνεται παράξενος τρόπος για να του ζητήσει να σταματήσει. Αλλά είναι καλύτερα να εμπιστευτεί κανείς στην κρίση του. Αν το τζιπ σταματούσε σε ένα από τα πιο απότομα μέρη του δρόμου, μπορεί να μην ξεκινούσε ξανά—τουλάχιστον όχι προς τα εμπρός! Λίγοι αναμαλλιασμένοι επιβάτες κατρακυλούν από την πίσω πόρτα, πατώντας μερικά δάχτυλα στο πέρασμά τους.
Σύντομα, βρισκόμαστε πίσω από ένα αργοκίνητο όχημα που στάζει από κάθε ένωση. Είναι το υδροφόρο που μεταφέρει το πολύτιμο φορτίο του σε σπίτια όπου το τρεχούμενο νερό είναι ουσιαστικά άγνωστη πολυτέλεια. Οι άνθρωποι συνήθως το αποθηκεύουν σε δεξαμενές ή άδεια βαρέλια πετρελαίου.
Το τζιπ προχωράει με τραντάγματα και φτάνει σε άλλη μια από τις πολλές στάσεις του, και εμείς συνειδητοποιούμε ότι είναι ώρα να κατεβούμε. Έχουμε σχεδόν ξεχάσει πώς είναι να πατάει κανείς σε στερεό έδαφος, και σταματάμε για να προσανατολιστούμε.
Τα Σπίτια στη Λοφοπλαγιά
Τα σπίτια είναι χτισμένα οπουδήποτε και όπως τύχει. Φαίνεται ότι απλώς προστίθενται επιπλέον δωμάτια ή ακόμη και επιπλέον όροφοι καθώς οι οικογένειες μεγαλώνουν. Μερικά είναι συμπαγείς μικρές κατοικίες φτιαγμένες από τούβλα τερακότας. Άλλα, όμως, είναι φτιαγμένα από μαδέρια, λαμαρίνες ή και κουτιά συσκευασίας που έχουν ακόμη την ένδειξη «Αυτή η Όψη Προς τα Επάνω».
Είναι αρκετά ήσυχα τώρα που το τζιπ έχει απομακρυνθεί μουγκρίζοντας. Η θέα σού κόβει την ανάσα. Εκεί, πολύ χαμηλότερα, βρίσκεται το κέντρο του Καράκας. Ξαφνικά μια φωνή σπάζει τη σιωπή καθώς διαλαλεί βραχνά από ένα μεγάφωνο: «Εδώ τα καλά κρεμμύδια. Εδώ οι καλές πατάτες, γιούκα και πλαντάγο». Στρίβοντας, βλέπουμε ότι ένα φορτηγό που ήταν παρκαρισμένο ήσυχα εκεί κοντά έχει γεμίσει κόσμο. Ένα αγόρι εξυπηρετεί τους πελάτες από το πίσω μέρος του φορτηγού.
Υπάρχουν κατά προσέγγιση 500 μπάριο στο Καράκας. Μερικά έχουν πάρει το όνομα «αγίων», άλλα γνωστών ημερομηνιών ή πολιτικών προσώπων. Κάποια άλλα ονόματα αντανακλούν τους πόθους των κατοίκων μάλλον παρά την πραγματικότητα. Παραδείγματα: Ελ Προγκρέσο (Πρόοδος), Νουέβο Μούντο (Νέος Κόσμος) και Ελ Ενκάντο (Απόλαυση).
Η Ζωή στο Μπάριο
Εδώ ακμάζει το κοινοτικό πνεύμα. Συχνά, καταβάλλονται ενωμένες προσπάθειες για να απαλλαχτεί ένα μπάριο από τα ναρκωτικά ή το έγκλημα. Τα περισσότερα μπάριο έχουν μποντέγκα—καταστήματα γενικού εμπορίου—καθώς και σχολείο και φαρμακείο, στο οποίο ο φαρμακοποιός είναι πάντα έτοιμος να βοηθήσει στη διάγνωση και να συστήσει θεραπείες για μικροασθένειες.
Ωστόσο, η ζωή εδώ είναι δύσκολη. Τα προβλήματα περιγράφονται από τον εγκληματολόγο Δρ Έλιο Γκόμες Γκρίλο: «Προς το παρόν σε αυτές τις περιθωριακές ζώνες ζουν δυο εκατομμύρια άνθρωποι οι οποίοι μετά βίας έχουν τα μέσα για να καλύψουν τις βασικές ανάγκες της ζωής. Το ποσοστό εγκληματικότητας παρουσιάζει εκρηκτική αύξηση . . . Οι αυτοκτονίες, οι κλοπές, οι ληστείες τραπεζών και οι ένοπλες ληστείες που καταλήγουν σε ανθρωποκτονίες είναι ανησυχητικές». Η έλλειψη νερού και οι διακοπές ρεύματος βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη.
Την περίοδο των βροχών, οι λος σέρος αλλάζουν εντελώς. Το χώμα γίνεται λάσπη, τα σκαλιά γίνονται καταρράκτες σε μικρογραφία και τα σκουπίδια κατρακυλούν στα ποτάμια που σχηματίζονται στις άκρες των δρόμων. Ο θόρυβος της βροχής στις τσίγκινες σκεπές είναι εκκωφαντικός· οι συζητήσεις στο εσωτερικό του σπιτιού παύουν καθώς οι κάτοικοι συγκεντρώνονται στο να βρουν λεκάνες και κουβάδες για να βάλουν εκεί που στάζει. Αλλά σύντομα ξαναβγαίνει ο ήλιος, στεγνώνοντας τις μουσκεμένες σκεπές και τους δρόμους. Παρόμοια, το ακατάβλητο πνεύμα των κατοίκων της Βενεζουέλας έρχεται και πάλι στην επιφάνεια. Η ζωή συνεχίζεται.
Συνεχίζουμε Ανηφορίζοντας με τα Πόδια
Το ταξίδι μας δεν τελείωσε ακόμη. Πρέπει τώρα να φτάσουμε στο σπίτι των φίλων μας. Μεταξύ δυο σπιτιών, μια απότομη, ανώμαλη τσιμεντένια σκάλα ανεβαίνει το λόφο. Την προσοχή μας διεκδικούν πινακίδες που βρίσκονται πάνω σε στριμωγμένα σπίτια τα οποία φαίνεται να συναγωνίζονται για χώρο: Πέγκο Σιέρες (Ράβω Φερμουάρ)· Κόρτες ντε Πέλο (Κουρέματα)· Σε Βέντεν Ελάντος (Πωλείται Παγωτό). Οι κάτοικοι επινοούν κάθε τρόπο για να βγάλουν το ψωμί τους. Μερικοί βάφουν αυτοκίνητα με σπρέι, αλλάζουν λάδια και κάνουν επισκευές—όλα αυτά ακριβώς εκεί στο δρόμο.
Σταματάμε για να πάρουμε μια αναπνοή μόλις φτάνουμε στην κορυφή της σκάλας, και κατόπιν στρίβουμε και μπαίνουμε σε ένα λαβύρινθο με στενά περάσματα ανάμεσα στα σπίτια. Βγαίνουμε από αυτόν το δαίδαλο και ανοιγοκλείνουμε τα μάτια μας στο λαμπρό φως του ήλιου. Το σπίτι των φίλων μας είναι κάπου σε αυτό το άστρωτο μονοπάτι. Εδώ δεν υπάρχουν αριθμοί στα σπίτια—ούτε ταχυδρομική υπηρεσία. Η μυρωδιά φρεσκοψημένου καφέ πλανιέται στον αέρα. Χωρίς αμφιβολία οι οικοδεσπότες μας θα μας καλωσορίσουν με καφέ σερβιρισμένο σε μικρά φλιτζάνια, μαζί με αρέπα (ένα γλυκό ψωμί από καλαμπόκι που νοστιμεύει με διάφορες γεμίσεις).
Μας Καλωσορίζουν
Όπως το περιμέναμε, η οικογένεια μας καλωσορίζει παρέχοντάς μας την παραδοσιακή φιλοξενία στο λιτό αλλά καθαρό τους ραντσίτο, όπως λέγονται αυτά τα μικρά σπίτια. «Εστάν εν σου κάσα» (Σαν στο σπίτι σας) είναι ένα από τα πρώτα πράγματα που λένε.
Καθώς ο ήλιος χτυπάει την τσίγκινη σκεπή, είμαστε ευγνώμονες για το αεράκι που φυσάει μέσα από τα παράθυρα που δεν έχουν τζάμια. Ωστόσο, τα παράθυρα έχουν κάγκελα, καθώς οι διαρρήξεις είναι αρκετά συνηθισμένες. Παρατηρώντας ότι ζεσταινόμαστε, οι οικοδεσπότες μας βγάζουν έναν ηλεκτρικό ανεμιστήρα, πράγμα που, όπως το ψυγείο και η τηλεόραση, αποτελεί καθιερωμένο εξοπλισμό εδώ. Το δάπεδο είναι τσιμεντένιο. Πολλοί από τους γείτονες δεν έχουν παρά μόνο χωμάτινο δάπεδο.
Ο σύζυγος, πατέρας πέντε μικρών παιδιών, μετακόμισε στο Καράκας από την επαρχία όταν ήταν έφηβος σε αναζήτηση καλύτερων προοπτικών στη μεγάλη πόλη. Πήγε να ζήσει με το μεγαλύτερο, παντρεμένο αδελφό του ο οποίος, όπως τόσοι άλλοι προηγουμένως, είχε απλώς διεκδικήσει για τον εαυτό του ένα κομμάτι ακατοίκητης γης ψηλά στη λοφοπλαγιά. Όταν ο φίλος μας αργότερα συνάντησε τη μελλοντική σύζυγό του, ο αδελφός του γενναιόδωρα είπε ότι μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν το διαθέσιμο κομμάτι γης που βρισκόταν δίπλα στο σπίτι του για να χτίσουν ένα αυτοσχέδιο σπίτι. Με τη βοήθεια των γειτόνων και των συγγενών, αυτό το ζευγάρι έχτισε το πλίνθινο σπίτι του σιγά-σιγά, ακριβώς σε εκείνο το σημείο.
Η οικογένεια έχει την άποψη ότι η τοποθεσία είναι κάθε άλλο παρά ιδανική, αλλά την έχουν δεχτεί ως κάτι το αναπόφευκτο. Αξιοποιούν στο πλήρες ό,τι έχουν. ‘Ίσως κάποια μέρα μπορέσουμε να μετακομίσουμε χαμηλότερα στο λόφο’, λένε, «σι Ντίος κιέρε» (αν θέλει ο Θεός).
Περνάμε ένα πολύ ευχάριστο απόγευμα με αυτή τη φτωχή αλλά ευγενική οικογένεια. Κατά καιρούς, η συζήτηση διακόπτεται από μικρά παιδιά που έρχονται να αγοράσουν ζαχαρωτά στο μπροστινό παράθυρο. Με αυτόν τον τρόπο η σύζυγος συμπληρώνει το εισόδημα του συζύγου της.
Η Κατάβαση
Θέλουμε να φύγουμε προτού σκοτεινιάσει. Σήμερα είναι Παρασκευή, και το μπάριο ζωντανεύει καθώς οι άντρες επιστρέφουν στο σπίτι με το μισθό τους. Τα μποντέγκα κάνουν χρυσές δουλειές πουλώντας μπίρα, και οι ήχοι των ρυθμών σάλσα και μερέγκα συμβάλλουν στην άνετη ατμόσφαιρα του σαββατοκύριακου.
Όταν φτάνουμε κάτω, περπατάμε προς τον κοντινότερο σταθμό του υπόγειου σιδηρόδρομου. Από εκεί ένα γρήγορο τρένο θα μας μεταφέρει στο κέντρο της πόλης. Νιώθουμε κάποια ανακούφιση που επιστρέφουμε σε πιο γνωστό έδαφος. Αλλά καθώς κοιτάζουμε πίσω, ψηλά στους λος σέρος, τα οποία τώρα έχουν γίνει αναρίθμητα φώτα που λαμπυρίζουν στο σκοτάδι, χαιρόμαστε που μπορέσαμε να εξοικειωθούμε καλύτερα με αυτή την άλλη όψη του Καράκας.