Το Πιστό Παράδειγμα του Πατέρα Μου
ΗΤΑΝ 6 Ιουλίου του 1947, και η οικογένειά μας παρακολουθούσε μια συνέλευση περιφερείας των Μαρτύρων του Ιεχωβά στο Λονδίνο της Αγγλίας. Ο πατέρας μου είχε δάκρυα χαράς στα μάτια του καθώς άπλωνε το χέρι του για να με βοηθήσει να βγω από την πισίνα όπου έγινε το βάφτισμα. Ο πατέρας μου και εγώ είχαμε μόλις βαφτιστεί συμβολίζοντας την αφιέρωσή μας στον Ιεχωβά, τον Δημιουργό και Παγκόσμιο Κυρίαρχο. Η μητέρα μου και οι τρεις αδελφοί μου ήταν επίσης παρόντες σε αυτή τη χαρωπή περίσταση.
Δυστυχώς, όμως, η ενότητα της οικογένειάς μας στη Χριστιανική λατρεία επρόκειτο σύντομα να διασπαστεί. Αλλά προτού σας μιλήσω για αυτό και για το πώς με επηρέασε η πιστότητα του πατέρα μου, επιτρέψτε μου να σας πω λίγα πράγματα για τα πρώτα χρόνια της ζωής του.
Ανατολικό-Δυτικό Παρελθόν
Ο πατέρας μου, ο Λέστερ, γεννήθηκε στο Χονγκ Κονγκ το Μάρτιο του 1908. Ο μπαμπάς του ήταν ο υπολιμενάρχης. Όταν ο πατέρας ήταν παιδί, ο μπαμπάς του τον έπαιρνε μαζί του σε ταξίδια που έκανε με το πλοίο για να ελέγξει τις διάφορες εργασίες που γίνονταν γύρω από το Χονγκ Κονγκ και τα γειτονικά νησιά. Έπειτα, όταν ο πατέρας ήταν μόνο οχτώ χρονών, ο μπαμπάς του πέθανε. Κατόπιν, η μητέρα του ξαναπαντρεύτηκε και η οικογένεια μετακόμισε στη Σαγκάη. Το 1920 η μητέρα του πήρε τον πατέρα μου και τη δεκάχρονη αδελφή του, τη Φιλ, και τους πήγε στην Αγγλία για να σπουδάσουν.
Ο πατέρας πέρασε τα επόμενα χρόνια στη σκιά του Καθεδρικού Ναού του Καντέρμπουρι, έδρα της Αγγλικανικής Εκκλησίας. Εκεί ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με θρησκευτικά ζητήματα παρακολουθώντας τη λειτουργία. Η Φιλ πήγε σε ένα οικοτροφείο βόρεια του Λονδίνου, αλλά εκείνη και ο πατέρας συνδέθηκαν πολύ στενά εκείνα τα χρόνια επειδή περνούσαν μαζί τις σχολικές τους διακοπές. Πέντε χρόνια αργότερα, το 1925, όταν ο πατέρας τελείωσε το σχολείο, η μητέρα του επέστρεψε στην Αγγλία και φρόντισε να βάλει τον πατέρα μου σε κάποια εργασία. Κατόπιν, τον επόμενο χρόνο, γύρισε πίσω στη Σαγκάη, παίρνοντας μαζί της και τη Φιλ.
Προτού φύγει, η μητέρα του Λέστερ του έδωσε ένα αντίτυπο κάποιου βιβλίου που είχε γράψει ο προπάππος του. Ήταν μια ποιητική ιστορία της ζωής του Βούδα, με τίτλο «Το Φως της Ασίας» (“The Light of Asia”). Αυτό έκανε τον πατέρα να αρχίσει να σκέφτεται ποιο είναι το πραγματικό νόημα της ζωής. Στο Καντέρμπουρι είχε εντυπωσιαστεί από το μεγαλείο του καθεδρικού ναού και την ιεροπρέπεια των θρησκευτικών ενεργειών αλλά η έλλειψη πνευματικής εκπαίδευσης τον άφησε με ένα αίσθημα κενού. Έτσι αναρωτήθηκε: ‘Μήπως έχουν οι Ανατολικές θρησκείες τις απαντήσεις;’ Αποφάσισε να κάνει κάποια έρευνα. Στη διάρκεια των χρόνων που ακολούθησαν, εξέτασε το Βουδισμό, το Σιντοϊσμό, τον Ινδουισμό, τον Κομφουκιανισμό και τον Ισλαμισμό. Αλλά καμιά δεν μπόρεσε να απαντήσει στα ερωτήματά του.
Ο πατέρας ζούσε σε μια αθλητική λέσχη την οποία διηύθυνε η εταιρία στην οποία εργαζόταν, και εκείνου του άρεσε να κάνει κωπηλασία, να παίζει ράγκμπι και άλλα αθλήματα. Σύντομα ερωτεύτηκε την Έντνα, ένα ελκυστικό κορίτσι το οποίο είχε την ίδια αγάπη με εκείνον για τα αθλήματα. Παντρεύτηκαν το 1929 και ευλογήθηκαν με τέσσερις γιους στα επόμενα δέκα χρόνια.
Τα Τραυματικά Χρόνια του Πολέμου
Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1930, μαζεύονταν τα βαριά σύννεφα του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, γι’ αυτό ο πατέρας αποφάσισε να μετακομίσουμε από το Λονδίνο στην επαρχία. Μετακομίσαμε λίγους μόνο μήνες προτού ξεσπάσει ο πόλεμος, το Σεπτέμβριο του 1939.
Άρχισε η στρατολόγηση για τις πολεμικές υπηρεσίες, και τα όρια ηλικίας σταδιακά ανέβαιναν καθώς ο πόλεμος παρατεινόταν. Αντί να περιμένει να τον καλέσουν, ο πατέρας κατατάχτηκε εθελοντικά στη Βασιλική Αεροπορία και τον κάλεσαν να παρουσιαστεί το Μάιο του 1941. Μολονότι κάπου-κάπου μπορούσε να έρχεται στο σπίτι με άδεια, πέρασαν έξι χρόνια προτού αποκατασταθούν οι φυσιολογικές οικογενειακές σχέσεις. Το βάρος της φροντίδας των παιδιών—τα δύο μεγαλύτερα μπαίναμε τότε στην εφηβεία—έπεσε στη μητέρα.
Πνευματική Αναζωογόνηση
Περίπου δύο χρόνια προτού απολυθεί ο πατέρας από την Αεροπορία, δύο Μάρτυρες του Ιεχωβά επισκέφτηκαν τη μητέρα και άρχισαν Γραφική μελέτη μαζί της. Η μητέρα έγραψε στον πατέρα και του είπε πόσο απολάμβανε τα όσα μάθαινε. Κάποια φορά, όταν εκείνος ήρθε με άδεια, τον πήγε σε μια εκκλησιαστική μελέτη της Αγίας Γραφής που γινόταν σε ένα ιδιωτικό σπίτι.
Ο πατέρας απολύθηκε από το στρατό το Δεκέμβριο του 1946 και άρχισε να παρακολουθεί τις Γραφικές συζητήσεις που είχε η μητέρα με τις δύο κυρίες που ήταν Μάρτυρες. Εκείνες παρατήρησαν το ενδιαφέρον του και φρόντισαν ώστε ο Έρνι Μπίβορ, ο προεδρεύων επίσκοπος, να επισκεφτεί τον πατέρα. Μέσα σε ένα μόνο βράδυ, ο αδελφός Μπίβορ απάντησε από την Αγία Γραφή σε όλες τις αντιρρήσεις του πατέρα. Στη διάρκεια των επόμενων δύο εβδομάδων, ενώ ταξίδευε κάθε μέρα με το τρένο για να πάει στη δουλειά στο Λονδίνο, διάβασε τα τρία βιβλία που του είχε δώσει ο αδελφός Μπίβορ. Όταν ο αδελφός Μπίβορ τον επισκέφτηκε ξανά, ο πατέρας τον χαιρέτησε λέγοντας: «Αυτή είναι η αλήθεια για την οποία έψαχνα! Τι πρέπει να κάνω;»
Από τότε και έπειτα ο πατέρας άρχισε να παίρνει εμάς τα αγόρια στις συναθροίσεις. Ωστόσο, η μητέρα δεν ήθελε να έρχεται πάντοτε μαζί μας. Το ενδιαφέρον της είχε αρχίσει να μειώνεται. Εντούτοις, όλοι μας πήγαμε στη συνέλευση που έγινε στο Λονδίνο τον Ιούλιο του 1947, όπου ο πατέρας και εγώ βαφτιστήκαμε. Έπειτα από αυτό, η μητέρα ερχόταν μόνο περιοδικά στις συναθροίσεις.
Λίγο καιρό μετά το βάφτισμα εκείνο, η θεία μου, η Φιλ, ήρθε στην Αγγλία να μας επισκεφτεί και, προς μεγάλη χαρά του πατέρα μου, δέχτηκε πρόθυμα τη Βιβλική αλήθεια και βαφτίστηκε. Όταν επέστρεψε στη Σαγκάη, ήρθε σε επαφή με τον Στάνλεϊ Τζόουνς και τον Χάρολντ Κινγκ, δύο ιεραποστόλους των Μαρτύρων του Ιεχωβά οι οποίοι είχαν σταλεί εκεί λίγο νωρίτερα. Αυτοί οι ιεραπόστολοι αργότερα φυλακίστηκαν, επί εφτά και πέντε χρόνια αντίστοιχα, από την κομμουνιστική κυβέρνηση που ήταν τότε στην εξουσία. Αυτοί βοήθησαν τη Φιλ πνευματικά μέχρι που ο σύζυγός της συνταξιοδοτήθηκε από την εργασία του στην Κίνα. Στη συνέχεια, αυτή και ο σύζυγός της επέστρεψαν στην Αγγλία και εγκαταστάθηκαν κοντά μας.
Η Τραγική Διάλυση της Οικογένειας
Στο μεταξύ, η ουσιαστική επικοινωνία μεταξύ της μητέρας και του μπαμπά κατάντησε πρόβλημα. Η μητέρα έβλεπε το ζήλο με τον οποίο ο πατέρας ασχολούνταν με την καινούρια του πίστη και, πιστεύοντας ότι θα απειλούνταν η υλική ασφάλεια της οικογένειας, άρχισε να εναντιώνεται στη Χριστιανική του δραστηριότητα. Τελικά, το Σεπτέμβριο του 1947, τον έφερε αντιμέτωπο με ένα τελεσίγραφο λέγοντας ότι, αν εκείνος δεν άφηνε τη Χριστιανική πίστη μας, εκείνη θα έφευγε.
Ο πατέρας πίστευε ότι είχε καθησυχάσει τους φόβους της μητέρας συζητώντας λογικά μαζί της από τις Γραφές, δείχνοντάς της ότι δεν υπήρχε λόγος να φοβάται. Ωστόσο, το αποκορύφωμα ήρθε χωρίς άλλη προειδοποίηση την 1η Οκτωβρίου 1947. Όταν ο πατέρας επέστρεψε στο σπίτι από τη δουλειά εκείνη τη μέρα, βρήκε ένα άδειο σπίτι και εμένα να κάθομαι στο κατώφλι της πόρτας με τις βαλίτσες μας. Η μητέρα είχε φύγει, παίρνοντας τα πάντα, περιλαμβανομένων και των τριών αδελφών μου. Είπα στον πατέρα ότι είχα προτιμήσει να μείνω μαζί του. Η μητέρα δεν είχε αφήσει ούτε ένα σημείωμα.—Ματθαίος 10:35-39.
Ο Έρνι Μπίβορ έκανε διευθετήσεις να μείνουμε με ένα ηλικιωμένο ζευγάρι μέχρι να βρει ο πατέρας σπίτι. Ήταν πολύ καλοί μαζί μας και μας παρηγόρησαν με τα λόγια του αποστόλου Παύλου που βρίσκονται στο εδάφιο 1 Κορινθίους 7:15: «Αν εκείνος που δεν είναι στην πίστη κάνει βήματα να φύγει, ας φύγει· ο αδελφός ή η αδελφή δεν είναι υποδουλωμένοι κάτω από τέτοιες συνθήκες, αλλά ο Θεός σάς έχει καλέσει σε ειρήνη».
Εμείς τελικά ήρθαμε σε επαφή με την οικογένειά μας και τους επισκεφτήκαμε, αλλά σύντομα συνειδητοποιήσαμε ότι η μόνη αποδεκτή λύση για τη μητέρα θα ήταν να συμβιβάσουμε την πίστη μας. Γνωρίζαμε ότι το να κάνουμε παραχωρήσεις δεν θα έφερνε ευλογίες από τον Ιεχωβά. Έτσι ο πατέρας συνέχισε την κοσμική του εργασία, παρέχοντας στη μητέρα τα οικονομικά μέσα για να συντηρεί τους αδελφούς μου. Όταν σταμάτησα το σχολείο το 1947, βρήκα μια εργασία μερικής απασχόλησης, και τον Ιανουάριο του 1948 έγινε δεκτή η αίτησή μου για να γίνω ολοχρόνιος διάκονος.
Μια Αξέχαστη Γραφική Συζήτηση
Μια μέρα στη διακονία αγρού, όταν ήμουν ακόμα μόνο 17 χρονών, μίλησα με έναν άντρα σε ένα εξοχικό σπίτι. Ενώ ήμουν εκεί, έφτασε ο Ουίνστον Τσόρτσιλ, ο ηγέτης της Βρετανίας στη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Η συζήτησή μου διακόπηκε, αλλά ο κ. Τσόρτσιλ παρατήρησε τη Σκοπιά και με επαίνεσε για το έργο μου.
Μερικές μέρες αργότερα είχα πάει πάλι να κηρύξω και χτύπησα το κουδούνι ενός μεγάλου σπιτιού. Ένας οικονόμος άνοιξε την πόρτα και, όταν ζήτησα να μιλήσω με τον οικοδεσπότη, με ρώτησε αν ήξερα ποιος ήταν αυτός. Δεν είχα ιδέα. «Αυτό είναι το Τσάρτγουελ», είπε, «το σπίτι του Ουίνστον Τσόρτσιλ». Εκείνη τη στιγμή, εμφανίστηκε ο κ. Τσόρτσιλ. Θυμήθηκε την προηγούμενη συνάντησή μας και με προσκάλεσε να περάσω μέσα. Μιλήσαμε για λίγο, πήρε τρία βιβλία και με προσκάλεσε να ξαναπάω.
Αργότερα, ένα ζεστό απόγευμα, ξαναπήγα και με προσκάλεσε ξανά μέσα. Ο κ. Τσόρτσιλ μου πρόσφερε λεμονάδα και, έπειτα από ένα σύντομο χαιρετισμό, είπε: «Θα σου δώσω μισή ώρα για να μου πεις τι πιστεύεις εσύ ότι είναι η Βασιλεία του Θεού, αλλά μετά πρέπει να με αφήσεις να σου πω εγώ τι πιστεύω ότι είναι η Βασιλεία». Αυτό και κάναμε.
Ο κ. Τσόρτσιλ πίστευε ότι η Βασιλεία του Θεού θα εγκαθιδρυόταν μέσω θεοφοβούμενων πολιτικών και ότι, αν οι άνθρωποι δεν μάθαιναν να ζουν ειρηνικά, δεν θα ερχόταν ποτέ. Μπόρεσα να του εξηγήσω την άποψη της Αγίας Γραφής για τη Βασιλεία του Θεού και τις ευλογίες που θα φέρει αυτή. Ο κ. Τσόρτσιλ ήταν πολύ φιλικός και έδειξε ότι σεβόταν το έργο μας.
Δυστυχώς, δεν μπόρεσα ποτέ ξανά να έρθω σε επαφή μαζί του. Αλλά είμαι ευγνώμων για το ότι, παρ’ όλο που ήμουν ακόμα έφηβος, με την εκπαίδευση και την ενθάρρυνση που είχα λάβει από τον πατέρα μου, μπόρεσα να δώσω καλή μαρτυρία σε ένα τόσο εξέχον πολιτικό πρόσωπο του κόσμου.—Ψαλμός 119:46, ΜΝΚ.
Διευρυμένη Διακονία
Το Μάιο του 1950, η μητέρα έγραψε για να μας πει ότι επρόκειτο να μεταναστεύσει στον Καναδά και ότι θα έπαιρνε μαζί της τον Τζον, το μικρότερο αδελφό μου. Ήδη οι αδελφοί μου Πίτερ και Ντέιβιντ φρόντιζαν τον εαυτό τους. Έτσι, έπειτα από 18 χρόνια που δούλευε στην ίδια εταιρία (στα οποία περιλαμβάνονταν και τα χρόνια του πολέμου κατά τα οποία τον είχαν κρατήσει στον κατάλογο των υπαλλήλων τους), ο πατέρας παραιτήθηκε και έκανε αίτηση για την υπηρεσία τακτικού σκαπανέα. Άρχισε την ολοχρόνια διακονία τον Αύγουστο του 1950, αφού επέστρεψε από την τεράστια διεθνή συνέλευση των Μαρτύρων του Ιεχωβά που είχε παρακολουθήσει στη Νέα Υόρκη. Αφού πέρασε ένας χρόνος και κάτι, το Νοέμβριο του 1951, ο πατέρας διορίστηκε περιοδεύων επίσκοπος και άρχισε να επισκέπτεται τις εκκλησίες για να τις ενθαρρύνει. Στο μεταξύ, το φθινόπωρο του 1949, με προσκάλεσαν να υπηρετήσω στο γραφείο τμήματος των Μαρτύρων του Ιεχωβά στο Λονδίνο της Αγγλίας.
Κατόπιν ήρθε μια ακόμα μεγάλη ευλογία—προσκάλεσαν τον πατέρα και εμένα στην 20ή τάξη της ιεραποστολικής σχολής Γαλαάδ στη Νέα Υόρκη. Τα μαθήματα άρχισαν το Σεπτέμβριο του 1952, και εμείς αποφοιτήσαμε τον επόμενο Φεβρουάριο. Στη συνέχεια, υπηρέτησα στα παγκόσμια κεντρικά γραφεία των Μαρτύρων του Ιεχωβά στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης, ενώ ο πατέρας στάλθηκε ως περιοδεύων επίσκοπος στην Ιντιάνα.
Όλα τα άτομα της 20ής τάξης καθυστερήσαμε να φύγουμε για τους ιεραποστολικούς μας διορισμούς, για να μπορέσουμε να παρακολουθήσουμε τη διεθνή συνέλευση που θα γινόταν στη Νέα Υόρκη τον Ιούλιο. Συμπάθησα πάρα πολύ μια από τις αδελφές με την οποία ήμασταν μαζί στη σχολή, την Κέι Γουίτσον, και αποφασίσαμε να παντρευτούμε. Διοριστήκαμε στο έργο περιοχής στο Μίσιγκαν, και κατόπιν, δύο χρόνια αργότερα, μας δόθηκε ιεραποστολικός διορισμός για τη Βόρεια Ιρλανδία.
Όμως, καθώς ήμασταν έτοιμοι να ξεκινήσουμε, η Κέι διαπίστωσε ότι ήταν έγκυος. Έτσι αναλάβαμε έναν άλλο διορισμό, το διορισμό να αναθρέψουμε ένα γιο και τρεις κόρες ώστε να γίνουν επιτυχημένοι ολοχρόνιοι διάκονοι, όπως είχε εκπαιδεύσει ο πατέρας μου εμένα. Το Νοέμβριο του 1953 ο πατέρας έφυγε για την Αφρική, και στις 4 Ιανουαρίου 1954, αυτός έφτασε στον ιεραποστολικό του διορισμό στη Νότια Ροδεσία (τώρα Ζιμπάμπουε).
Ο πατέρας είχε πολλά να μάθει—ένα νέο τρόπο ζωής, νέες συνήθειες και νέες δοκιμασίες της πίστης. Τότε, το 1954, η Νότια Ροδεσία δεν είχε επηρεαστεί και πολύ από το δυτικό τρόπο ζωής. Έπειτα από ένα χρόνο στο γραφείο τμήματος, ο πατέρας στάλθηκε στο έργο περιοδεύοντα ως επίσκοπος περιφερείας. Τον κάλεσαν και πάλι στο γραφείο τμήματος το 1956 και υπηρέτησε εκεί μέχρι το θάνατό του στις 5 Ιουλίου 1991. Είδε το προσωπικό του τμήματος να αυξάνεται από 5 άτομα που ήταν το 1954 σε περισσότερα από 40, και τον αριθμό των ευαγγελιζομένων της Βασιλείας από 9.000 σε 18.000 και πλέον.
Τα Τελευταία Χρόνια του Μπαμπά και της Μαμάς
Ο πατέρας και η μητέρα δεν πήραν ποτέ διαζύγιο. Αφού έφυγε από την Αγγλία, η μητέρα έμεινε για λίγο στον Καναδά και κατόπιν μετακόμισε στις Ηνωμένες Πολιτείες μαζί με τον Τζον. Κανένας από τους αδελφούς μου δεν έγινε Μάρτυρας. Ωστόσο, οι Μάρτυρες ήρθαν σε επαφή με τη μητέρα στα μέσα της δεκαετίας του 1960. Το 1966, αυτή μετακόμισε στη Μομπάσα της Κένυας, όπου άρχισε ξανά να μελετά. Αλλά, τον επόμενο χρόνο έπαθε νευρικό κλονισμό.
Οι αδελφοί μου Πίτερ και Ντέιβιντ διευθέτησαν να πάει στην Αγγλία, όπου υποβλήθηκε σε θεραπεία. Ανέρρωσε και άρχισε ξανά να μελετά με τους Μάρτυρες. Μπορείτε να φανταστείτε τη χαρά του πατέρα μου όταν του έγραψε για να του πει ότι επρόκειτο να βαφτιστεί σε κάποια συνέλευση στο Λονδίνο το 1972. Η σύζυγός μου και εγώ πήγαμε εκεί με το αεροπλάνο από τις Ηνωμένες Πολιτείες για να είμαστε μαζί της τη στιγμή του βαφτίσματός της.
Τον επόμενο χρόνο ο πατέρας επρόκειτο να πάει διακοπές, και όταν βρέθηκε στην Αγγλία, είχε τη χαρά να εργαστεί με τη μητέρα στη διακονία από σπίτι σε σπίτι. Στη συνέχεια, ήρθε για να επισκεφτεί την οικογένειά μας στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο πατέρας και η μητέρα είχαν συζητήσει την περίπτωση να θέσουν τέρμα στο χωρισμό τους, αλλά εκείνη του είπε: «Είμαστε χώρια για τόσο πολύ καιρό. Θα ήταν δύσκολο. Ας περιμένουμε μέχρι το νέο κόσμο, όταν τα πάντα θα είναι εντάξει». Έτσι ο πατέρας επέστρεψε στο διορισμό του. Η ασθένεια που είχε περάσει η μητέρα στην Κένυα άφησε τα σημάδια της πάνω της, και τελικά χρειάστηκε να περιοριστεί σε κάποιο νοσοκομείο, όπου και πέθανε το 1985.
Το 1986 ο πατέρας αρρώστησε βαριά, έτσι ο αδελφός μου, ο Πίτερ, και εγώ τον επισκεφτήκαμε στο σπίτι του στη Ζιμπάμπουε. Αυτό τον ενθάρρυνε πάρα πολύ και φαίνεται πως του έδωσε καινούριο κέφι για ζωή. Οι Αφρικανοί αδελφοί δεν ήξεραν τι να κάνουν για να με ευχαριστήσουν επειδή ήμουν ο γιος του Λέστερ! Είναι αλήθεια ότι το παράδειγμα του πατέρα είχε θετική επιρροή στη ζωή όλων όσων γνώρισε.
Τώρα είμαι και εγώ ο ίδιος άρρωστος. Οι γιατροί λένε ότι μου μένει μόνο λίγος χρόνος ζωής. Λένε ότι έχω αμυλοείδωση, μια σπάνια και θανατηφόρα αρρώστια. Όμως, είμαι ευτυχισμένος που τα παιδιά μου ακολουθούν το παράδειγμά μου, όπως και εγώ ακολούθησα το παράδειγμα του πιστού πατέρα μου. Όλα τους εξακολουθούν να είναι όσια στον Ιεχωβά υπηρετώντας τον μαζί μας. Τι παρηγοριά είναι να ξέρουμε ότι, είτε ζήσουμε είτε πεθάνουμε, έχουμε τη βέβαιη ελπίδα να απολαύσουμε για πάντα τις πλούσιες ευλογίες του στοργικού ουράνιου Πατέρα μας επειδή έχουμε κάνει πιστά το θέλημά του! (Εβραίους 6:10)—Όπως το αφηγήθηκε ο Μάικλ Ντέιβι.a
[Υποσημειώσεις]
a Στις 22 Ιουνίου 1993, ενώ ολοκληρωνόταν αυτή η αφήγηση, ο Μάικλ Ντέιβι κοιμήθηκε τον ύπνο του θανάτου.
[Εικόνα στη σελίδα 21]
Στα αριστερά: Οι γονείς μου με το μεγαλύτερο αδελφό μου και εμένα
[Εικόνα στη σελίδα 22]
Μπόρεσα να μιλήσω εκτενώς στον Ουίνστον Τσόρτσιλ σχετικά με τη Βασιλεία του Θεού
[Ευχαριστίες]
USAF photo
[Εικόνα στη σελίδα 23]
Ο πατέρας μου, Λέστερ, λίγο πριν πεθάνει
[Εικόνα στη σελίδα 24]
Με τη σύζυγό μου, Κέι