Δεν Υποστηρίξαμε τον Πόλεμο του Χίτλερ
ΟΠΩΣ ΤΟ ΑΦΗΓΗΘΗΚΕ Ο ΦΡΑΝΤΣ ΒΟΛΦΑΡΤ
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ μου, Γκρέγκορ Βόλφαρτ, υπηρέτησε στον αυστριακό στρατό στη διάρκεια του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου (1914 ως 1918) και πολέμησε κατά της Ιταλίας. Συνολικά εκατοντάδες χιλιάδες Αυστριακοί και Ιταλοί σφαγιάστηκαν. Η φρίκη αυτής της εμπειρίας άλλαξε εντελώς την άποψη του πατέρα για τη θρησκεία και τον πόλεμο.
Ο πατέρας είδε Αυστριακούς ιερείς να ευλογούν τους στρατιώτες, και έμαθε ότι Ιταλοί ιερείς στην άλλη παράταξη έκαναν το ίδιο. Έτσι ρώτησε: «Γιατί Καθολικοί στρατιώτες παροτρύνονται να σκοτώνουν άλλους Καθολικούς; Πρέπει οι Χριστιανοί να πολεμούν ο ένας εναντίον του άλλου;» Οι ιερείς δεν είχαν ικανοποιητικές απαντήσεις.
Απαντήσεις στα Ερωτήματα του Πατέρα
Μετά τον πόλεμο, ο πατέρας παντρεύτηκε και εγκαταστάθηκε στα βουνά της Αυστρίας κοντά στα ιταλικά και στα γιουγκοσλαβικά σύνορα. Εγώ γεννήθηκα εκεί το 1920 και ήμουν το πρώτο από έξι παιδιά. Όταν ήμουν έξι χρονών, μετακομίσαμε λίγα χιλιόμετρα προς τα ανατολικά στο Σανκτ Μάρτιν κοντά στο θέρετρο Πέρτσαχ.
Ενώ ζούσαμε εκεί, διάκονοι των Μαρτύρων του Ιεχωβά (που τότε ονομάζονταν Σπουδαστές της Γραφής) επισκέφτηκαν τους γονείς μου. Το 1929 τους άφησαν το βιβλιάριο Ευημερία Βεβαία, το οποίο απάντησε σε πολλά από τα ερωτήματα του πατέρα. Αυτό έδειχνε από την Αγία Γραφή ότι ο κόσμος βρισκόταν υπό τον έλεγχο ενός αόρατου άρχοντα που λεγόταν Διάβολος και Σατανάς. (Ιωάννης 12:31· 2 Κορινθίους 4:4· Αποκάλυψη 12:9) Η επιρροή του στη θρησκεία, στην πολιτική και στο εμπόριο αυτού του κόσμου ευθυνόταν για τη φρίκη που είδε ο πατέρας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τελικά ο πατέρας είχε βρει τις απαντήσεις για τις οποίες έψαχνε.
Γεμάτη Ζήλο Διακονία
Ο πατέρας παρήγγειλε έντυπα από τη Βιβλική και Φυλλαδική Εταιρία Σκοπιά και άρχισε να τα διανέμει στους συγγενείς του και έπειτα από σπίτι σε σπίτι. Ο Χανς Στόσιρ, ένας γείτονας που ήταν μόνο 20 χρονών, σύντομα ενώθηκε μαζί του στη διακονία από σπίτι σε σπίτι. Σε λίγο, πέντε από τους συγγενείς μας έγιναν και αυτοί Μάρτυρες—ο αδελφός του πατέρα, ο Φραντς, η σύζυγός του Άννα, αργότερα ο γιος τους Άντον, η αδελφή του πατέρα, η Μαρία, και ο σύζυγός της Χέρμαν.
Αυτό έφερε κάποια αναστάτωση στο μικρό χωριό μας, το Σανκτ Μάρτιν. Στο σχολείο μια μαθήτρια ρώτησε τον Καθολικό δάσκαλό μας: «Πάτερ Λοΐγκε, ποιος είναι ο νέος θεός Ιεχωβά που λατρεύουν οι Βόλφαρτ;»
«Όχι, όχι, παιδιά», αποκρίθηκε ο ιερέας. «Δεν είναι νέος θεός. Ο Ιεχωβά είναι ο Πατέρας του Ιησού Χριστού. Αν αυτοί διαδίδουν το άγγελμα από αγάπη για αυτόν τον Θεό, κάνουν πολύ καλά».
Θυμάμαι ότι ο πατέρας μου πολλές φορές έφευγε από το σπίτι στη 1:00 π.μ. φορτωμένος με Γραφικά έντυπα και ένα σάντουιτς. Έξι ή εφτά ώρες αργότερα έφτανε στο μακρύτερο σημείο του τομέα στον οποίο κήρυττε, κοντά στα ιταλικά σύνορα. Εγώ τον συνόδευα στα κοντινότερα ταξίδια.
Παρά τη δημόσια διακονία του, ο πατέρας δεν παραμελούσε τις πνευματικές ανάγκες της δικής του οικογένειας. Όταν ήμουν περίπου δέκα χρονών, άρχισε μια τακτική εβδομαδιαία Γραφική μελέτη και με τα έξι παιδιά, χρησιμοποιώντας το βιβλίο Η Κιθάρα του Θεού. Άλλες φορές το σπίτι μας γέμιζε από ενδιαφερόμενους γείτονες και συγγενείς. Σύντομα υπήρχε μια εκκλησία με 26 διαγγελείς της Βασιλείας στο μικρό χωριό μας.
Ο Χίτλερ Αποκτά Ισχύ
Ο Χίτλερ κατέλαβε την εξουσία στη Γερμανία το 1933, και λίγο αργότερα εντάθηκε ο διωγμός των Μαρτύρων του Ιεχωβά εκεί. Το 1937 ο πατέρας παρακολούθησε μια συνέλευση στην Πράγα της Τσεχοσλοβακίας. Οι εκπρόσωποι έλαβαν την προειδοποίηση ότι ενώπιόν τους βρίσκονταν δοκιμασίες· έτσι όταν επέστρεψε ο πατέρας μάς παρότρυνε όλους να προετοιμαστούμε για διωγμό.
Στο μεταξύ, σε ηλικία 16 χρονών, έγινα μαθητευόμενος ελαιοχρωματιστής. Ζούσα με έναν τεχνίτη και παρακολουθούσα μια τεχνική σχολή. Ένας ηλικιωμένος ιερέας που είχε φύγει από τη Γερμανία για να γλιτώσει από το ναζιστικό καθεστώς διεξήγε το μάθημα των θρησκευτικών στη σχολή. Όταν οι μαθητές τον χαιρέτησαν λέγοντας «Χάιλ Χίτλερ!», αυτός έδειξε δυσαρέσκεια και ρώτησε: «Τι δεν πάει καλά με την πίστη μας;»
Εγώ εκμεταλλεύτηκα την ευκαιρία και ρώτησα γιατί οι Καθολικοί χρησιμοποιούν τίτλους όπως «Πανιερότατε» και «Άγιε Πατέρα», εφόσον ο Ιησούς είπε ότι όλοι οι ακόλουθοί του είναι αδελφοί. (Ματθαίος 23:8-10) Ο ιερέας παραδέχτηκε ότι αυτό ήταν εσφαλμένο και είπε ότι και ο ίδιος είχε προβλήματα επειδή αρνήθηκε να γονατίσει μπροστά στον επίσκοπο και να φιλήσει το χέρι του. Τότε ρώτησα: «Πώς είναι δυνατόν να σκοτώνουμε άλλους Καθολικούς με την ευλογία της Εκκλησίας;»
«Αυτή είναι η μεγαλύτερη ντροπή!» αναφώνησε ο ιερέας. «Δεν πρέπει να συμβεί ποτέ ξανά. Είμαστε Χριστιανοί και η Εκκλησία δεν θα έπρεπε να αναμειγνύεται στον πόλεμο».
Στις 12 Μαρτίου 1938, ο Χίτλερ εισέβαλε χωρίς αντίσταση στην Αυστρία και σύντομα την προσάρτησε στη Γερμανία. Οι εκκλησίες γρήγορα συμμάχησαν μαζί του. Στην πραγματικότητα, λιγότερο από μια εβδομάδα αργότερα, και οι έξι Αυστριακοί επίσκοποι περιλαμβανομένου του Καρδινάλιου Τέοντορ Ίνιτζερ υπέγραψαν μια ενθουσιώδη «ιερή διακήρυξη» στην οποία έλεγαν ότι στις ερχόμενες εκλογές «είναι υποχρέωση και εθνικό καθήκον ως Γερμανοί εμείς οι Επίσκοποι να ψηφίσουμε υπέρ του γερμανικού Ράιχ». (Βλέπε σελίδα 9). Δόθηκε μια μεγάλη δεξίωση στη Βιέννη όπου ο Καρδινάλιος Ίνιτζερ ήταν από τους πρώτους που χαιρέτησαν τον Χίτλερ με το ναζιστικό χαιρετισμό. Ο καρδινάλιος διέταξε όλες τις αυστριακές εκκλησίες να υψώσουν τη σβάστικα, να χτυπήσουν τις καμπάνες τους και να προσευχηθούν για το ναζιστή δικτάτορα.
Φαινομενικά μέσα σε μια νύχτα το πολιτικό κλίμα στην Αυστρία άλλαξε. Τα τάγματα εφόδου με τις καφέ στολές και τις σβάστικες στα περιβραχιόνια ξεπετάγονταν σαν τα μανιτάρια. Ο ιερέας που νωρίτερα είχε πει ότι η Εκκλησία δεν θα έπρεπε να αναμειγνύεται στον πόλεμο ήταν ένας από τους ελάχιστους ιερείς που αρνήθηκαν να πουν «Χάιλ Χίτλερ!». Την επόμενη εβδομάδα ένας νέος ιερέας τον αντικατέστησε. Το πρώτο πράγμα που έκανε όταν μπήκε στην τάξη ήταν να χτυπήσει τα τακούνια του, να σηκώσει το χέρι του για να χαιρετήσει, και να πει: «Χάιλ Χίτλερ!»
Πίεση για Συμμόρφωση
Όλοι δέχονταν πίεση από τους Ναζί. Όταν χαιρετούσα τους ανθρώπους λέγοντας «Γκούτεν Ταγκ» (Καλημέρα) αντί να πω «Χάιλ Χίτλερ», αυτοί θύμωναν. Περίπου 12 φορές με κατήγγειλαν στην Γκεστάπο. Κάποτε ένα τάγμα εφόδου απείλησε τον τεχνίτη με τον οποίο ζούσα, λέγοντας ότι αν δεν χαιρετούσα και αν δεν γραφόμουν στη Νεολαία του Χίτλερ θα με έστελναν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Ο ελαιοχρωματιστής, που ήταν υπέρ των Ναζί, τους ζήτησε να είναι υπομονετικοί μαζί μου επειδή ήταν σίγουρος ότι με τον καιρό θα άλλαζα. Εξήγησε ότι δεν ήθελε να με χάσει επειδή ήμουν καλός εργάτης.
Με την κατάληψη της εξουσίας από τους Ναζί, γίνονταν μεγάλες παρελάσεις που συνεχίζονταν ως αργά τη νύχτα, και οι άνθρωποι φώναζαν με φανατισμό διάφορα συνθήματα. Κάθε μέρα τα ραδιόφωνα αντηχούσαν ομιλίες του Χίτλερ, του Γκέμπελς και άλλων. Η υποταγή της Καθολικής Εκκλησίας στον Χίτλερ μεγάλωσε, καθώς οι ιερείς τακτικά προσεύχονταν για τον Χίτλερ και τον ευλογούσαν.
Ο πατέρας μού θύμιζε την ανάγκη να πάρω μια σταθερή στάση και να αφιερώσω τη ζωή μου στον Ιεχωβά και να βαφτιστώ. Επίσης μου μιλούσε για τη Μαρία Στόσιρ, τη μικρότερη αδελφή του γείτονά μας του Χανς, η οποία είχε πάρει τη στάση της υπέρ της Βιβλικής αλήθειας. Η Μαρία και εγώ είχαμε συμφωνήσει να παντρευτούμε, και ο πατέρας με παρότρυνε να αποτελώ ενθάρρυνση για αυτήν από πνευματική άποψη. Η Μαρία και εγώ βαφτιστήκαμε τον Αύγουστο του 1939 από τον αδελφό της Χανς.
Η Υποδειγματική Ακεραιότητα του Πατέρα
Την επομένη κάλεσαν τον πατέρα για στρατιωτική υπηρεσία. Αν και η κακή του υγεία, η οποία ήταν αποτέλεσμα των δυσχερειών που υπέφερε στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, δεν θα του επέτρεπε να υπηρετήσει έτσι και αλλιώς, ο πατέρας είπε στους εξεταστές ότι ως Χριστιανός ποτέ δεν θα έπαιρνε ξανά μέρος σε πόλεμο όπως είχε κάνει όταν ήταν Καθολικός. Για αυτό το σχόλιο τον κράτησαν για περαιτέρω ανάκριση.
Δυο εβδομάδες αργότερα, όταν η Γερμανία εισέβαλε στην Πολωνία, γεγονός το οποίο αποτέλεσε το έναυσμα του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, τον μετέφεραν στη Βιέννη. Ενώ τον κρατούσαν εκεί, ο δήμαρχος της περιφέρειάς μας έγραψε ισχυριζόμενος ότι ο πατέρας ήταν υπεύθυνος για την άρνηση άλλων Μαρτύρων να υποστηρίξουν τον Χίτλερ, και ότι συνεπώς ο πατέρας θα έπρεπε να εκτελεστεί. Ως αποτέλεσμα, έστειλαν τον πατέρα στο Βερολίνο και λίγο αργότερα τον καταδίκασαν σε αποκεφαλισμό. Τον είχαν αλυσοδεμένο μέρα νύχτα στη φυλακή Μοάμπιτ.
Στο μεταξύ, έγραψα στον πατέρα εκ μέρους της οικογένειας και του είπα ότι ήμασταν αποφασισμένοι να ακολουθήσουμε το πιστό του παράδειγμα. Ο πατέρας γενικά δεν ήταν συναισθηματικός άντρας, αλλά μπορούσαμε να δούμε πώς ένιωθε όταν το τελευταίο γράμμα που μας έστειλε ήταν ποτισμένο από δάκρυα. Ήταν πολύ ευτυχισμένος επειδή είχαμε καταλάβει τη στάση του. Έστειλε λόγια ενθάρρυνσης, αναφέροντας τον καθένα από εμάς ονομαστικά και παροτρύνοντάς μας να παραμείνουμε πιστοί. Η ελπίδα του στην ανάσταση ήταν ισχυρή.
Εκτός από τον πατέρα, περίπου 24 άλλοι Μάρτυρες κρατούνταν στη φυλακή Μοάμπιτ. Ανώτεροι αξιωματούχοι του Χίτλερ προσπάθησαν να τους πείσουν να εγκαταλείψουν την πίστη τους αλλά χωρίς επιτυχία. Το Δεκέμβριο του 1939, περίπου 25 Μάρτυρες εκτελέστηκαν. Μόλις έμαθε για την εκτέλεση του πατέρα, η μητέρα εξέφρασε την ευγνωμοσύνη της στον Ιεχωβά που είχε δώσει στον πατέρα τη δύναμη να παραμείνει πιστός μέχρι θανάτου.
Αρχίζουν οι Δικές μου Δοκιμασίες
Λίγες εβδομάδες αργότερα, με κάλεσαν στην υπηρεσία εργασίας, αλλά σύντομα έμαθα ότι η κύρια δραστηριότητα ήταν η στρατιωτική εκπαίδευση. Εξήγησα ότι δεν θα υπηρετούσα στο στρατό αλλά θα έκανα άλλες εργασίες. Ωστόσο, όταν αρνήθηκα να τραγουδήσω πολεμικά ναζιστικά τραγούδια, οι αξιωματικοί εξαγριώθηκαν.
Το επόμενο πρωί εμφανίστηκα με πολιτικά ρούχα και όχι με τη στρατιωτική στολή που μας είχαν δώσει. Ο αξιωματικός υπηρεσίας είπε ότι δεν είχε άλλη επιλογή από το να με ρίξει στο μπουντρούμι. Εκεί τρεφόμουν μόνο με ψωμί και νερό. Αργότερα μου είπαν ότι θα γινόταν μια τελετή χαιρετισμού της σημαίας, και με προειδοποίησαν ότι αν αρνιόμουν να συμμετάσχω το αποτέλεσμα θα ήταν να τουφεκιστώ.
Στα εκπαιδευτήρια υπήρχαν 300 νεοσύλλεκτοι καθώς και αξιωματικοί του στρατού. Με διέταξαν να περπατήσω ενώπιον των αξιωματικών και της σβάστικας και να αποδώσω το χιτλερικό χαιρετισμό. Αντλώντας πνευματική δύναμη από τη Γραφική αφήγηση των τριών Εβραίων, απλώς είπα: «Γκούτεν Ταγκ» (Καλημέρα), καθώς περνούσα. (Δανιήλ 3:1-30) Με διέταξαν να παρελάσω ξανά. Αυτή τη φορά δεν είπα τίποτε, μόνο χαμογέλασα.
Όταν τέσσερις αξιωματικοί με οδήγησαν πίσω στο μπουντρούμι, μου είπαν ότι έτρεμαν επειδή περίμεναν ότι θα τουφεκιζόμουν. «Πώς είναι δυνατόν», ρωτούσαν, «εσύ να χαμογελάς και εμείς να είμαστε τόσο νευρικοί;» Είπαν ότι εύχονταν να είχαν το θάρρος μου.
Λίγες μέρες αργότερα έφτασε στο στρατόπεδο ο Δρ Αλμεντίνγκερ, ένας ανώτερος αξιωματικός από το αρχηγείο του Χίτλερ στο Βερολίνο. Με κάλεσαν να παρουσιαστώ ενώπιόν του. Αυτός εξήγησε ότι οι νόμοι είχαν γίνει πολύ αυστηρότεροι. «Δεν ξέρεις καθόλου τι σε περιμένει», είπε.
«Πώς δεν ξέρω», αποκρίθηκα. «Ο πατέρας μου αποκεφαλίστηκε για τον ίδιο λόγο μόλις πριν από μερικές εβδομάδες». Έμεινε εμβρόντητος και σιωπηλός.
Αργότερα έφτασε ένας άλλος ανώτερος αξιωματικός από το Βερολίνο, και προσπάθησε και αυτός να μου αλλάξει γνώμη. Αφού άκουσε τους λόγους για τους οποίους δεν ήθελα να παραβώ τους νόμους του Θεού, πήρε το χέρι μου και, με δάκρυα να κυλούν στο πρόσωπό του, είπε: «Θέλω να σώσω τη ζωή σου!» Όλοι οι αξιωματικοί που παρακολουθούσαν συγκινήθηκαν πολύ. Κατόπιν με οδήγησαν ξανά στο μπουντρούμι όπου πέρασα συνολικά 33 μέρες.
Δίκη και Φυλάκιση
Το Μάρτιο του 1940 με μετέφεραν σε μια φυλακή στο Φίρστενφελτ. Λίγες μέρες αργότερα, με επισκέφτηκε η αρραβωνιαστικιά μου, η Μαρία και ο αδελφός μου, ο Γκρέγκορ. Ο Γκρέγκορ ήταν μόλις ενάμιση χρόνο μικρότερός μου, και είχε πάρει σταθερή στάση υπέρ της Βιβλικής αλήθειας στο σχολείο. Θυμάμαι ότι παρότρυνε τους μικρότερους αδελφούς μας να είναι προετοιμασμένοι για διωγμό, λέγοντας πως υπήρχε μόνο μία λύση, η υπηρεσία προς τον Ιεχωβά! Η πολύτιμη ώρα που περάσαμε ενθαρρύνοντας ο ένας τον άλλον ήταν η τελευταία φορά που τον είδα ζωντανό. Αργότερα, στο Γκρατς, με καταδίκασαν σε πέντε χρόνια καταναγκαστικά έργα.
Το φθινόπωρο του 1940, με έβαλαν σε ένα τρένο με προορισμό κάποιο στρατόπεδο εργασίας στην Τσεχοσλοβακία, αλλά με κράτησαν στη Βιέννη και με φυλάκισαν εκεί. Οι συνθήκες ήταν φριχτές. Όχι μόνο υπέφερα από την πείνα, αλλά τα βράδια με τσίμπαγαν μεγάλοι κοριοί που έκαναν τη σάρκα μου να ματώνει και να καίει. Για λόγους που τότε δεν γνώριζα, με μετέφεραν ξανά στη φυλακή στο Γκρατς.
Έδειξαν ενδιαφέρον για την περίπτωσή μου επειδή η Γκεστάπο περιέγραφε τους Μάρτυρες του Ιεχωβά ως φανατικούς μάρτυρες που ήθελαν τη θανατική καταδίκη για να αποκτήσουν ουράνια αμοιβή. Ως αποτέλεσμα, επί δυο μέρες είχα μια θαυμάσια ευκαιρία να μιλώ σε έναν καθηγητή και οχτώ φοιτητές από το Πανεπιστήμιο του Γκρατς, εξηγώντας ότι μόνο 144.000 άτομα θα παίρνονταν στον ουρανό για να κυβερνήσουν με τον Χριστό. (Αποκάλυψη 14:1-3) Η ελπίδα μου, είπα, ήταν να απολαύσω αιώνια ζωή σε παραδεισένιες συνθήκες στη γη.—Ψαλμός 37:29· Αποκάλυψη 21:3, 4.
Έπειτα από δυο μέρες ερωτήσεων, ο καθηγητής είπε: «Έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι πατάς και με τα δυο πόδια στη γη. Δεν επιθυμείς να πεθάνεις και να πας στον ουρανό». Εξέφρασε τη λύπη του για το διωγμό των Μαρτύρων του Ιεχωβά και μου ευχήθηκε ό,τι καλύτερο.
Στις αρχές του 1941, βρέθηκα σε ένα τρένο που κατευθυνόταν προς το στρατόπεδο καταναγκαστικών έργων Ρόλβαλτ στη Γερμανία.
Σκληρή Ζωή στο Στρατόπεδο
Το Ρόλβαλτ βρισκόταν ανάμεσα στις πόλεις Φρανκφούρτη και Ντάρμστατ και στέγαζε περίπου 5.000 κρατουμένους. Κάθε μέρα άρχιζε στις 5:00 π.μ. με ονομαστική αναφορά, η οποία διαρκούσε περίπου δυο ώρες επειδή οι αξιωματικοί ενημέρωναν τη λίστα των κρατουμένων με την ησυχία τους. Έπρεπε να στεκόμαστε ασάλευτοι, και πολλοί κρατούμενοι δέχτηκαν άγριο ξυλοδαρμό επειδή δεν στέκονταν τελείως ακίνητοι.
Το πρωινό αποτελούνταν από ψωμί το οποίο ήταν φτιαγμένο από αλεύρι, πριονίδι και πατάτες που συχνά ήταν σάπιες. Κατόπιν πηγαίναμε να δουλέψουμε στο βάλτο, σκάβοντας αυλάκια για την αποστράγγιση της γης για αγροτικούς σκοπούς. Αφού δουλεύαμε στο βάλτο όλη μέρα χωρίς κατάλληλα υποδήματα, τα πόδια μας φούσκωναν σαν σφουγγάρια. Κάποτε τα πόδια μου έμοιαζαν σαν να είχαν πάθει γάγγραινα, και φοβήθηκα ότι θα χρειάζονταν ακρωτηριασμό.
Το μεσημέρι στο χώρο εργασίας, μας σέρβιραν ένα πειραματικό παρασκεύασμα που το αποκαλούσαν σούπα. Αυτό είχε γεύση γογγυλιού ή λάχανου και μερικές φορές περιλάμβανε αλεσμένα κουφάρια άρρωστων ζώων. Το στόμα και ο λαιμός μας έκαιγαν, και πολλοί από εμάς έβγαζαν μεγάλα σπυριά. Το βράδυ μας έδιναν και άλλη «σούπα». Πολλοί κρατούμενοι έχασαν τα δόντια τους, αλλά εμένα μου είχαν πει πόσο σπουδαίο ήταν να διατηρώ δραστήρια τα δόντια μου. Μασούσα ένα κομμάτι ξύλο πεύκου ή κλαδάκια από φουντουκιές, και δεν έχασα ούτε ένα από τα δικά μου.
Παραμένω Ισχυρός Πνευματικά
Στην προσπάθειά τους να διαρρήξουν την πίστη μου, οι φρουροί με απομόνωσαν από τους άλλους Μάρτυρες. Επειδή δεν είχα Γραφικά έντυπα, έφερνα στο νου εδάφια που είχα απομνημονεύσει, όπως το Παροιμίαι 3:5, 6, το οποίο μας προτρέπει να ‘εμπιστευόμαστε στον Ιεχωβά με όλη μας την καρδιά’, και το 1 Κορινθίους 10:13, το οποίο υπόσχεται ότι ο Ιεχωβά δεν θα ‘μας αφήσει να πειραστούμε πέρα από αυτό που μπορούμε να αντέξουμε’. Ανασκοπώντας τέτοια εδάφια στο μυαλό μου και στηριζόμενος στον Ιεχωβά με προσευχή, ενδυναμώθηκα.
Μερικές φορές κατάφερνα να δω κάποιο Μάρτυρα τον οποίο μετέφεραν από άλλο στρατόπεδο. Αν δεν είχαμε την ευκαιρία να μιλήσουμε, ενθαρρύναμε ο ένας τον άλλον να παραμείνει σταθερός με ένα νεύμα του κεφαλιού ή με μια σηκωμένη σφιγμένη γροθιά. Κάπου κάπου έπαιρνα γράμματα από τη Μαρία και τη μητέρα μου. Σε κάποιο από αυτά έμαθα για το θάνατο του αγαπημένου μου αδελφού, του Γκρέγκορ, και σε ένα άλλο, προς το τέλος του πολέμου, για την εκτέλεση του Χανς Στόσιρ, του αδελφού της Μαρίας.
Αργότερα, μεταφέρθηκε στο στρατόπεδό μας ένας κρατούμενος που γνώρισε τον Γκρέγκορ όταν ήταν μαζί στη φυλακή Μοάμπιτ στο Βερολίνο. Από αυτόν έμαθα λεπτομέρειες για το τι συνέβη. Ο Γκρέγκορ είχε καταδικαστεί να πεθάνει στη λαιμητόμο, αλλά σε μια προσπάθεια να διαρρήξουν την ακεραιότητά του είχαν παρατείνει τη συνηθισμένη περίοδο αναμονής πριν από την εκτέλεση στους τέσσερις μήνες. Εκείνη την περίοδο άσκησαν επάνω του κάθε είδους πίεση για να τον κάνουν να συμβιβαστεί—έδεσαν βαριές αλυσίδες στα χέρια του και στα πόδια του, και σπάνια του έδιναν φαγητό. Ωστόσο, αυτός ποτέ δεν αμφιταλαντεύτηκε. Ήταν πιστός ως το τέλος—στις 14 Μαρτίου 1942. Αν και τα νέα με λύπησαν, με ενδυνάμωσαν να παραμείνω πιστός στον Ιεχωβά, ό,τι και αν συνέβαινε.
Με τον καιρό έμαθα επίσης ότι οι μικρότεροι αδελφοί μου Κρίστιαν και Βίλιμπαλτ και οι μικρότερες αδελφές μου Ίντα και Άνι μεταφέρθηκαν σε ένα μοναστήρι το οποίο λειτουργούσε ως αναμορφωτήριο στο Λαντάου της Γερμανίας. Τα αγόρια τα έδειραν άσχημα επειδή αρνούνταν να απευθύνουν χαιρετισμό στον Χίτλερ.
Ευκαιρίες για Επίδοση Μαρτυρίας
Οι περισσότεροι από αυτούς που βρίσκονταν στα παραπήγματα όπου ζούσα ήταν πολιτικοί κρατούμενοι και εγκληματίες. Συχνά περνούσα ολόκληρα απογεύματα δίνοντάς τους μαρτυρία. Ένας ήταν Καθολικός ιερέας από το Κάπφενμπεργκ, ο Γιόχαν Λιστ. Αυτός είχε φυλακιστεί επειδή είχε μιλήσει στο εκκλησίασμά του για πράγματα που άκουσε στη Βρετανική Ραδιοφωνία.
Ο Γιόχαν δυσκολευόταν πολύ επειδή δεν ήταν μαθημένος σε σκληρή σωματική εργασία. Ήταν ευχάριστος άνθρωπος και τον βοηθούσα να φτάνει το όριο της απαιτούμενης εργασίας ώστε να μην έχει προβλήματα. Έλεγε ότι ντρεπόταν επειδή ήταν φυλακισμένος για πολιτικούς λόγους και όχι γιατί υποστήριζε τις Χριστιανικές αρχές. «Εσύ υποφέρεις πραγματικά ως Χριστιανός», έλεγε ο ίδιος. Όταν αποφυλακίστηκε περίπου ένα χρόνο αργότερα, υποσχέθηκε να επισκεφτεί τη μητέρα μου και την αρραβωνιαστικιά μου, υπόσχεση την οποία κράτησε.
Η Ζωή μου Βελτιώνεται
Στα τέλη του 1943, ήρθε νέος διοικητής στο στρατόπεδο, ονόματι Καρλ Στουμπφ, ένας ψηλός, ασπρομάλλης άντρας που άρχισε να βελτιώνει τις συνθήκες στο στρατόπεδό μας. Ήταν καιρός να βαφτεί η βίλα του, και όταν έμαθε ότι το επάγγελμά μου ήταν ελαιοχρωματιστής μου έδωσε τη δουλειά. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που μου ζήτησαν να εργαστώ μακριά από το βάλτο.
Η σύζυγος του διοικητή δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί είχα φυλακιστεί, μολονότι ο σύζυγός της εξήγησε ότι βρισκόμουν εκεί λόγω της πίστης μου ως Μάρτυρας του Ιεχωβά. Αυτή με λυπήθηκε επειδή ήμουν τόσο κοκαλιάρης και μου έδωσε φαγητό. Επίσης φρόντισε να υπάρχουν και άλλες δουλειές για εμένα ώστε να μπορέσω να δυναμώσω από φυσική άποψη.
Όταν καλούσαν τους κρατουμένους του στρατοπέδου να πολεμήσουν στην πρώτη γραμμή προς το τέλος του 1943, η καλή σχέση που είχα με τον διοικητή Στουμπφ με έσωσε. Του εξήγησα ότι θα με σκότωναν προτού γίνω ένοχος αίματος συμμετέχοντας στον πόλεμο. Αν και η στάση ουδετερότητας που διακρατούσα τον έφερε σε δύσκολη θέση, κατάφερε να μην μπει το όνομά μου στον κατάλογο εκείνων που επιστρατεύτηκαν.
Τελευταίες Μέρες του Πολέμου
Στη διάρκεια του Ιανουαρίου και του Φεβρουαρίου του 1945, αμερικανικά αεροπλάνα που πετούσαν χαμηλά μας ενθάρρυναν ρίχνοντας φυλλάδια που έλεγαν ότι ο πόλεμος έφτανε στο τέλος του. Ο διοικητής Στουμπφ, ο οποίος μου είχε σώσει τη ζωή, μου έδωσε πολιτικά ρούχα και πρόσφερε τη βίλα του ως κρυψώνα. Φεύγοντας από το στρατόπεδο, είδα ένα απερίγραπτο χάος. Παραδείγματος χάρη, παιδιά με πολεμικό εξοπλισμό και με δάκρυα να κυλούν στο πρόσωπό τους έτρεχαν να ξεφύγουν από τους Αμερικανούς. Φοβούμενος ότι θα έπεφτα πάνω σε αξιωματικούς των Ες-Ες οι οποίοι θα αναρωτιούνταν γιατί δεν είχα όπλο, αποφάσισα να επιστρέψω στο στρατόπεδο.
Σύντομα Αμερικανοί στρατιώτες περικύκλωσαν τελείως το στρατόπεδό μας. Στις 24 Μαρτίου 1945 το στρατόπεδο παραδόθηκε, σηκώνοντας λευκές σημαίες. Πόσο έκπληκτος ήμουν όταν έμαθα ότι υπήρχαν και άλλοι Μάρτυρες στο στρατόπεδο τους οποίους επίσης είχε σώσει από την εκτέλεση ο διοικητής Στουμπφ! Τι χαρωπή συνάντηση είχαμε! Όταν φυλακίστηκε ο διοικητής Στουμπφ, πολλοί από εμάς πλησιάσαμε τους Αμερικανούς αξιωματικούς και καταθέσαμε προσωπικά και γραπτώς για λογαριασμό του. Ως αποτέλεσμα, τρεις μέρες αργότερα αφέθηκε ελεύθερος.
Προς έκπληξή μου, ήμουν ο πρώτος από τους περίπου 5.000 κρατουμένους που αφέθηκαν ελεύθεροι. Έπειτα από πέντε χρόνια φυλάκισης, ένιωθα σαν να ονειρευόμουν. Με δάκρυα χαράς, ευχαρίστησα τον Ιεχωβά με προσευχή για το ότι με διατήρησε ζωντανό. Η Γερμανία τελικά παραδόθηκε στις 7 Μαΐου 1945, κάπου έξι εβδομάδες αργότερα.
Μόλις αφέθηκα ελεύθερος, αμέσως ήρθα σε επαφή με άλλους Μάρτυρες στην περιοχή. Οργανώθηκε ένας όμιλος μελέτης της Αγίας Γραφής, και στη διάρκεια των επόμενων εβδομάδων, δαπάνησα πολλές ώρες δίνοντας μαρτυρία στους ανθρώπους της περιοχής γύρω από το στρατόπεδο. Ταυτόχρονα, βρήκα δουλειά ως ελαιοχρωματιστής.
Επιστρέφω και Πάλι στο Σπίτι
Τον Ιούλιο, κατάφερα να αγοράσω μια μοτοσικλέτα και κατόπιν άρχισε το μακρύ ταξίδι μου της επιστροφής. Το ταξίδι διήρκεσε αρκετές μέρες επειδή πολλές από τις γέφυρες κατά μήκος του αυτοκινητόδρομου είχαν ανατιναχτεί. Φτάνοντας τελικά στο σπίτι στο Σανκτ Μάρτιν, καθώς οδηγούσα είδα τη Μαρία να θερίζει σιτάρι. Όταν τελικά με αναγνώρισε ήρθε τρέχοντας. Μπορείτε να φανταστείτε τη χαρούμενη επανένωση. Η μητέρα πέταξε το δρεπάνι της και ήρθε και αυτή τρέχοντας. Τώρα, έπειτα από 49 χρόνια, η μητέρα είναι ηλικίας 96 χρονών και τυφλή. Το μυαλό της είναι ακόμη καθαρό, και αυτή παραμένει πιστή Μάρτυρας του Ιεχωβά.
Η Μαρία και εγώ παντρευτήκαμε τον Οκτώβριο του 1945, και στα χρόνια που πέρασαν έχουμε απολαύσει το να υπηρετούμε τον Ιεχωβά μαζί. Έχουμε ευλογηθεί με τρεις κόρες, ένα γιο, και έξι εγγόνια, που όλοι υπηρετούν με ζήλο τον Ιεχωβά. Στο πέρασμα των χρόνων είχα την ικανοποίηση να βοηθήσω πολλούς ανθρώπους να πάρουν τη στάση τους υπέρ της Βιβλικής αλήθειας.
Θάρρος για να Υπομείνω
Πολλές φορές με έχουν ρωτήσει πώς, ενώ ήμουν ακόμη νέος, κατάφερα να αντιμετωπίσω το θάνατο χωρίς φόβο. Να είστε βέβαιοι ότι ο Ιεχωβά Θεός δίνει τη δύναμη για να υπομείνουμε αν εμείς είμαστε αποφασισμένοι να παραμείνουμε όσιοι. Πολύ γρήγορα μαθαίνει κάποιος να εμπιστεύεται πλήρως σε αυτόν μέσω προσευχής. Και η γνώση τού ότι άλλοι, όπως και ο ίδιος μου ο πατέρας και ο αδελφός μου, υπέμειναν πιστά μέχρι θανάτου με βοήθησε να παραμείνω και εγώ όσιος.
Δεν ήταν μόνο στην Ευρώπη που ο λαός του Ιεχωβά δεν υποστήριξε κάποια παράταξη στον πόλεμο. Θυμάμαι ότι, ενώ διεξάγονταν οι δίκες της Νυρεμβέργης το 1946, ρώτησαν έναν από τους ανώτερους αξιωματικούς του Χίτλερ σχετικά με το διωγμό των Μαρτύρων του Ιεχωβά στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Αυτός έβγαλε από την τσέπη του ένα απόκομμα εφημερίδας που ανέφερε ότι χιλιάδες Μάρτυρες του Ιεχωβά στις Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονταν σε αμερικανικές φυλακές λόγω της ουδετερότητάς τους στη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου.
Πράγματι, οι αληθινοί Χριστιανοί ακολουθούν θαρραλέα το παράδειγμα του Ιησού Χριστού ο οποίος διακράτησε ακεραιότητα στον Θεό ως την τελευταία του πνοή. Μέχρι σήμερα συχνά σκέφτομαι τα 14 μέλη της μικρής μας εκκλησίας στο Σανκτ Μάρτιν στη διάρκεια της δεκαετίας του 1930 τα οποία, από αγάπη για τον Θεό και το συνάνθρωπό τους, αρνήθηκαν να υποστηρίξουν τον πόλεμο του Χίτλερ και για αυτόν το λόγο θανατώθηκαν. Τι μεγαλειώδης επανένωση θα λάβει χώρα όταν αυτοί θα φερθούν πίσω για να απολαύσουν ζωή για πάντα στο νέο κόσμο του Θεού!
[Εικόνα στη σελίδα 8]
Ο πατέρας μου
[Εικόνες στις σελίδες 8, 9]
Κάτω και αριστερά: Ο Καρδινάλιος Ίνιτζερ ψηφίζει υπέρ του γερμανικού Ράιχ
Δεξιά: Η «Ιερή Διακήρυξη» με την οποία έξι επίσκοποι διακηρύττουν ότι είναι ‘εθνικό καθήκον τους να ψηφίσουν υπέρ του γερμανικού Ράιχ’
[Ευχαριστίες]
UPI/Bettmann
[Εικόνα στη σελίδα 10]
Το 1939 η Μαρία και εγώ αρραβωνιαστήκαμε
[Εικόνα στη σελίδα 13]
Η οικογένειά μας. Από αριστερά προς τα δεξιά: Ο Γκρέγκορ (αποκεφαλίστηκε), η Άνι, ο Φραντς, ο Βίλιμπαλτ, η Ίντα, ο Γκρέγκορ (πατέρας, αποκεφαλίστηκε), η Μπάρμπαρα (μητέρα) και ο Κρίστιαν
[Εικόνα στη σελίδα 15]
Με τη Μαρία σήμερα