Το Ντιτζεριντού και οι Συναρπαστικοί Ρυθμοί Του
ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΤΗ ΤΟΥ ΞΥΠΝΑ! ΣΤΗΝ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ
ΕΛΑΤΕ μαζί μας σε ένα κορομπορί (χορό) Αβοριγίνων στο Διαμέρισμα Βορείου Εδάφους της Αυστραλίας, λίγες μόνο ώρες με το αυτοκίνητο από το Ντάργουιν, την πρωτεύουσά του. Αντί να προαναγγέλλουν φυλετικές μάχες, πολλά σύγχρονα κορομπορί γίνονται ειδικά για τους τουρίστες. Αυτό είναι το είδος που πρόκειται να παρακολουθήσουμε.
Οι χορευτές, των οποίων τα σώματα είναι βαμμένα με έντονα χρώματα, στέκονται ήσυχα καθώς περιμένουν να δώσει το σήμα η μουσική για να αρχίσουν το χορό τους. Ξαφνικά η μουσική ξεκινάει, και τη γαλήνη του σούρουπου της υπαίθρου σπάζει ένας ισχυρός, πάλλων ρυθμός. Τη μουσική που παίζει το ντιτζεριντού τη συνοδεύουν χτυπώντας ρυθμικά δυο κοντά ξύλινα ραβδιά.
Ίσως λίγοι έξω από την Αυστραλία έχουν ακούσει το ντιτζεριντού, ένα μουσικό όργανο που υπάρχει μόνο στους Αβορίγινες της Αυστραλίας. Συνήθως κατασκευάζεται από ένα κούφιο κλαδί ευκάλυπτου που έχει μήκος κατά προτίμηση 1 ως 1,5 μέτρο. Ο μουσικός κάθεται στο έδαφος στη μια άκρη του κυρίως χώρου της παράστασης, και φυσάει στο ντιτζεριντού του—ένα φαινομενικά απλό, ωστόσο ενδιαφέρον, όργανο.
Μοναδικός Ήχος
Μολονότι το ντιτζεριντού παράγει ένα σχετικά σταθερό τόνο—κατάλληλα περιγράφεται ως «μπάσα τρομπέτα»—μπορεί να δημιουργήσει περίπλοκους ρυθμούς και τρίλιες. Τη μια στιγμή έχει τον ήχο ενός σόλο οργάνου, αλλά την επόμενη, ο ήχος του μπορεί να έχει άφθονη δύναμη και αίσθημα, σαν μια πλήρης ορχήστρα.
Προτού φτάσουν οι Ευρωπαίοι στην Αυστραλία πριν από 200 χρόνια περίπου, το ντιτζεριντού ήταν γνωστό μόνο στους Αβορίγινες που ζούσαν στα βόρεια μέρη της νησιωτικής ηπείρου. Στα κορομπορί, αυτό παρείχε μουσική συνοδεία σε χορευτικές αναπαραστάσεις της μυθολογίας των Αβοριγίνων σχετικά με τη δημιουργία. Τότε, έτρεφαν μεγάλη εκτίμηση για εκείνους που έπαιζαν καλά το ντιτζεριντού, και ακόμη και σήμερα ένας επιδέξιος μουσικός θεωρείται σπουδαίο μέλος της φυλής.
Οι επιδέξιοι μουσικοί συχνά μιμούνται ζώα και πουλιά με τη φωνή τους και καλύπτουν τις βασικές νότες του ντιτζεριντού. Το γέλιο της κουκαμπούρα, το ουρλιαχτό του άγριου σκύλου της Αυστραλίας, του ντίγκο, το ήρεμο κάλεσμα του περιστεριού και πολλοί άλλοι ήχοι είναι μέρος της επιδέξιας μίμησής τους.
Το Νέο Λεξικό της Μουσικής και των Μουσικών, του Γκρόουβ (The New Grove Dictionary of Music and Musicians) αναφέρει για τον μουσικό του ντιτζεριντού: «Στα γνωρίσματά του περιλαμβάνονται η ακριβής και γρήγορη χρήση της γλώσσας, ο καλός έλεγχος της αναπνοής, το τέλειο σφράγισμα των χειλιών στην άκρη του σωλήνα και η περίφημη μουσική μνήμη. . . . Μολονότι υστερεί σε τεχνολογία και υλικά, και δεν είναι εξοικειωμένος με το επιστόμιο, το γλωσσίδι, τα ολκωτά τμήματα και τις οπές για τα δάχτυλα, εντούτοις [ο Αβορίγινας] έχει μετατρέψει ένα κομμάτι ξύλο σε μουσικό όργανο βιρτουόζων χρησιμοποιώντας μουσική φαντασία και σωματικές επιδεξιότητες υψηλότατου επιπέδου».
Αναμφίβολα η πιο αξιοσημείωτη πλευρά της μουσικής του ντιτζεριντού είναι ο συνεχόμενος ήχος του. Ο μουσικός δίνει την εντύπωση ότι έχει άπειρη χωρητικότητα πνευμόνων, επειδή μπορεί να μην υπάρχει διακοπή στη μουσική επί δέκα συνεχόμενα λεπτά.
Η Κατασκευή του Ντιτζεριντού
Με έμπειρο μάτι, ο ντόπιος τεχνίτης ψάχνει στο δάσος να βρει ένα κατάλληλο δέντρο με σκληρό ξύλο, κατά προτίμηση ευκάλυπτο. Μολονότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί και πιο μαλακό ξύλο, το σκληρό ξύλο παράγει ανώτερο τόνο. Το δέντρο πρέπει να βρίσκεται σχετικά κοντά σε φωλιές τερμιτών επειδή οι τερμίτες είναι οι κατασκευαστές του ντιτζεριντού. Αυτοί κουφώνουν το εσωτερικό των κλαδιών που χρησιμοποιούνται για αυτό το μουσικό όργανο.
Αφού ο τεχνίτης επιλέξει το κλαδί, το κόβει στο επιθυμητό μήκος. Το μήκος που διαλέγει καθορίζει τον τόνο του τελειωμένου οργάνου. Κατόπιν αφαιρεί το φλοιό, ξύνει την επιφάνεια του σομφόξυλου για να μη σκάσει και καθαρίζει το εσωτερικό του. Αν οι τερμίτες έχουν φάει αρκετά το κέντρο, πρέπει να χωράει να περάσει ένα μεγάλο νόμισμα. Το επόμενο βήμα είναι το στόλισμα, το οποίο μπορεί να είναι πολύ ελκυστικό. Αλλά το ντιτζεριντού δεν είναι ακόμη έτοιμο για χρήση.
Το δέρμα γύρω από το στόμα του μουσικού σύντομα θα ερεθιζόταν από το συνεχές τρίψιμο πάνω στο ξύλο. Έτσι γύρω από το άνοιγμα του ντιτζεριντού βάζουν ένα περιστόμιο από κερί μελισσών, αφήνοντας ένα λείο τελείωμα το οποίο δεν ερεθίζει το δέρμα του μουσικού. Σήμερα, όμως, πολλά ντιτζεριντού κατασκευάζονται σε εργοστάσια, συνήθως από μαλακό ξύλο. Αλλά τα βιομηχανοποιημένα ντιτζεριντού συνήθως δεν αγγίζουν τη μοναδική χροιά και τον πλούτο που έχει ο ήχος του φυσικού προϊόντος από σκληρό ξύλο.
Έτσι, καθώς το κορομπορί τελειώνει μαζί με την τροπική βραδιά μας κάτω από τα άστρα, δεν βλέπουμε πια το ντιτζεριντού απλώς σαν κάτι το αξιοπερίεργο. Στ’ αλήθεια, οι αξέχαστες αρμονίες του ντιτζεριντού τιμούν τους μουσικόφιλους ιθαγενείς κατοίκους της Αυστραλίας.
[Εικόνα στη σελίδα 24]
Το ντιτζεριντού βάφεται με έντονα χρώματα
[Εικόνα στη σελίδα 25]
Ένα κορομπορί Αβοριγίνων
[Ευχαριστίες για την προσφορά της εικόνας στη σελίδα 25]
Αβορίγινες στις σελίδες 24, 25: Ευγενής παραχώρηση από Australian Northern Territory Tourist Commission