Κεφάλαιο 3
Χριστιανοί Μάρτυρες του Ιεχωβά τον Πρώτο Αιώνα
«ΘΑ ΕΙΣΤΕ μάρτυρές μου . . . ως το πιο απομακρυσμένο μέρος της γης». (Πράξ. 1:8) Με αυτά τα αποχαιρετιστήρια λόγια ο Ιησούς έδωσε στους μαθητές του την αποστολή να είναι μάρτυρες. Αλλά μάρτυρες τίνος; «Μάρτυρές μου», είπε ο Ιησούς. Μήπως αυτό σημαίνει ότι δεν επρόκειτο να είναι μάρτυρες του Ιεχωβά; Κάθε άλλο!
Στην πραγματικότητα, στους μαθητές του Ιησού δόθηκε ένα άνευ προηγουμένου προνόμιο—το προνόμιο να είναι μάρτυρες και των δύο, και του Ιεχωβά και του Ιησού. Ως πιστοί Ιουδαίοι, οι πρώτοι μαθητές του Ιησού ήταν ήδη μάρτυρες του Ιεχωβά. (Ησ. 43:10-12) Αλλά τώρα επρόκειτο να δώσουν μαρτυρία και για το ζωτικό ρόλο που θα διαδραμάτιζε ο Ιησούς στον αγιασμό του ονόματος του Ιεχωβά μέσω της Μεσσιανικής Βασιλείας Του. Συνεπώς, έδιναν μαρτυρία για τον Ιησού με σκοπό να δοξαστεί ο Ιεχωβά. (Ρωμ. 16:25-27· Φιλιπ. 2:9-11) Πιστοποιούσαν ότι ο Ιεχωβά δεν είχε πει ψέματα, ότι έπειτα από 4.000 και πλέον χρόνια είχε εγείρει επιτέλους τον από πολλού υποσχεμένο Μεσσία ή Χριστό!
Στους Χριστιανούς μάρτυρες του Ιεχωβά του πρώτου αιώνα δόθηκε επίσης μια απαράμιλλη ευθύνη—μια ευθύνη που βαρύνει τους γνήσιους Χριστιανούς μέχρι και σήμερα.
«Πηγαίνετε . . . Κάντε Μαθητές»
Ο Ιησούς, μετά την ανάστασή του από τους νεκρούς, παρουσιάστηκε στους μαθητές του που είχαν συναχτεί σε ένα βουνό στη Γαλιλαία. Εκεί, ο Ιησούς εξέθεσε σε γενικές γραμμές την ευθύνη τους: «Πηγαίνετε, λοιπόν, και κάντε μαθητές από όλα τα έθνη, βαφτίζοντάς τους στο όνομα του Πατέρα και του Γιου και του αγίου πνεύματος, διδάσκοντάς τους να τηρούν όλα όσα σας έχω παραγγείλει. Και να! εγώ είμαι μαζί σας όλες τις ημέρες μέχρι την τελική περίοδο του συστήματος πραγμάτων». (Ματθ. 28:19, 20) Σκεφτείτε τι περιλαμβανόταν σε αυτή τη βαρυσήμαντη αποστολή.
«Πηγαίνετε», είπε ο Ιησούς. Αλλά σε ποιους; Σε ανθρώπους «από όλα τα έθνη». Αυτή ήταν μια καινούρια εντολή, ιδιαίτερα δύσκολη για τους Ιουδαίους πιστούς. (Παράβαλε Πράξεις 10:9-16, 28). Πριν από την εποχή του Ιησού, οι Εθνικοί ήταν ευπρόσδεκτοι όταν πήγαιναν εκείνοι στον Ισραήλ από ενδιαφέρον για την αληθινή λατρεία. (1 Βασ. 8:41-43) Νωρίτερα στη διακονία του, ο Ιησούς είχε πει στους αποστόλους να ‘πάνε να κηρύξουν’, αλλά μόνο «στα χαμένα πρόβατα του οίκου Ισραήλ». (Ματθ. 10:1, 6, 7) Τώρα τους έδινε την εντολή να πάνε σε ανθρώπους από όλα τα έθνη. Για ποιο σκοπό;
«Κάντε μαθητές», ήταν η εντολή του Ιησού. Ναι, οι μαθητές του έλαβαν την αποστολή να κάνουν και άλλους μαθητές. Τι περιλαμβάνει αυτό; Μαθητής είναι κάποιος που μαθαίνει, που διδάσκεται—δεν είναι, όμως, απλώς διδασκόμενος αλλά και οπαδός. Δέχεται την εξουσία του Ιησού, όχι μόνο εσωτερικά με το να πιστεύει σε αυτόν, αλλά και εξωτερικά με το να υπακούει σε αυτόν. Σύμφωνα με το Θεολογικό Λεξικό της Καινής Διαθήκης (Theological Dictionary of the New Testament), η λέξη μαθητής «υποδηλώνει την ύπαρξη μιας προσωπικής προσήλωσης η οποία διαμορφώνει ολόκληρη τη ζωή του ατόμου που χαρακτηρίζεται [μαθητής]».
«Διδάσκοντάς τους», πρόσθεσε ο Ιησούς, «να τηρούν όλα όσα σας έχω παραγγείλει». Προκειμένου να αναπτύξει ένα άτομο προσωπική προσήλωση στον Ιησού, πρέπει να διδαχτεί να ‘τηρεί όλα όσα’ έχει παραγγείλει ο Χριστός, περιλαμβανομένης και της εντολής του να κηρύττονται τα «καλά νέα της βασιλείας». (Ματθ. 24:14) Μόνο κατ’ αυτόν τον τρόπο μπορεί το άτομο να γίνει μαθητής με την πραγματική έννοια της λέξης. Επομένως, μόνο εκείνοι που δέχονται τη διδασκαλία και γίνονται γνήσιοι μαθητές βαφτίζονται.
«Εγώ είμαι μαζί σας», τους διαβεβαίωσε ο Ιησούς, «όλες τις ημέρες μέχρι την τελική περίοδο του συστήματος πραγμάτων». Η διδασκαλία του Ιησού είναι πάντοτε επίκαιρη, δεν είναι ποτέ ξεπερασμένη. Βάσει αυτού, μέχρι σήμερα οι Χριστιανοί έχουν την ευθύνη να κάνουν και άλλους μαθητές.
Έτσι, ανατέθηκε μια υπεύθυνη αποστολή στους ακολούθους του Χριστού, η αποστολή να κάνουν έργο μαθήτευσης σε όλα τα έθνη. Για να κάνουν μαθητές του Χριστού, όμως, θα έπρεπε να δώσουν μαρτυρία για το όνομα και για τη Βασιλεία του Ιεχωβά, επειδή αυτό είχε κάνει το Υπόδειγμά τους, ο Ιησούς. (Λουκ. 4:43· Ιωάν. 17:26) Επομένως, εκείνοι που δέχονταν τη διδασκαλία του Χριστού, και γίνονταν μαθητές, γίνονταν Χριστιανοί μάρτυρες του Ιεχωβά. Το να γίνει κανείς μάρτυρας του Ιεχωβά δεν ήταν πλέον θέμα γέννησης—γέννησης στο Ιουδαϊκό έθνος—αλλά θέμα εκλογής. Εκείνοι που γίνονταν μάρτυρες γίνονταν επειδή αγαπούσαν τον Ιεχωβά και ήθελαν ειλικρινά να υποταχτούν στην κυρίαρχη διακυβέρνησή του.—1 Ιωάν. 5:3.
Αλλά έφεραν σε πέρας οι Χριστιανοί μάρτυρες του Ιεχωβά του πρώτου αιώνα την αποστολή τους να υπηρετήσουν ως μάρτυρες του Θεού και του Χριστού και να ‘κάνουν μαθητές από όλα τα έθνη’;
«Ως το Πιο Απομακρυσμένο Μέρος της Γης»
Λίγο αργότερα από τότε που έδωσε στους μαθητές του την αποστολή τους, ο Ιησούς επέστρεψε στις ουράνιες αυλές του Πατέρα του. (Πράξ. 1:9-11) Έπειτα από δέκα μέρες, τη μέρα της Πεντηκοστής του 33 Κ.Χ., έγινε η έναρξη του εκτεταμένου έργου μαθήτευσης. Ο Ιησούς εξέχυσε το υποσχεμένο άγιο πνεύμα στους μαθητές του που περίμεναν. (Πράξ. 2:1-4· παράβαλε Λουκάς 24:49 και Πράξεις 1:4, 5). Αυτό τους γέμισε με ζήλο να κηρύξουν για τον αναστημένο Χριστό και για τη μελλοντική του επάνοδο με Βασιλική εξουσία.
Πιστοί στις οδηγίες του Ιησού, εκείνοι οι μαθητές του πρώτου αιώνα άρχισαν να δίνουν μαρτυρία για τον Θεό και τον Χριστό εκεί στην Ιερουσαλήμ. (Πράξ. 1:8) Κάνοντας το πρώτο βήμα, στη Γιορτή της Πεντηκοστής, ο απόστολος Πέτρος ‘έδωσε πλήρη μαρτυρία’ σε χιλιάδες Ιουδαίους εορταστές που είχαν έρθει από πολλά έθνη. (Πράξ. 2:5-11, 40) Σύντομα ο αριθμός των πιστών αντρών και μόνο ήταν περίπου 5.000. (Πράξ. 4:4· 6:7) Αργότερα, ο Φίλιππος κήρυξε στους Σαμαρείτες «τα καλά νέα της βασιλείας του Θεού και του ονόματος του Ιησού Χριστού».—Πράξ. 8:12.
Αλλά υπήρχε πολύ περισσότερο έργο που έπρεπε να γίνει. Από το 36 Κ.Χ., με τη μεταστροφή του Κορνήλιου, ενός απερίτμητου Εθνικού, τα καλά νέα άρχισαν να διαδίδονται σε μη Ιουδαίους όλων των εθνών. (Πράξεις, κεφ. 10) Μάλιστα, διαδόθηκαν τόσο γρήγορα, ώστε περίπου το 60 Κ.Χ. ο απόστολος Παύλος μπορούσε να πει ότι τα καλά νέα είχαν ‘κηρυχτεί σε όλη τη δημιουργία που είναι κάτω από τον ουρανό’. (Κολ. 1:23) Έτσι, μέχρι το τέλος του πρώτου αιώνα, οι πιστοί ακόλουθοι του Ιησού είχαν κάνει μαθητές σε ολόκληρη τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία—στην Ασία, στην Ευρώπη και στην Αφρική!
Αφού οι Χριστιανοί μάρτυρες του Ιεχωβά του πρώτου αιώνα πέτυχαν τόσο πολλά σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, εγείρονται τα ερωτήματα: Ήταν οργανωμένοι; Αν ναι, πώς;
Η Οργάνωση της Χριστιανικής Εκκλησίας
Από τον καιρό του Μωυσή και έπειτα, το Ιουδαϊκό έθνος κατείχε μια μοναδική θέση—αποτελούσε την εκκλησία του Θεού. Ο Θεός είχε οργανώσει πλήρως αυτή την εκκλησία υπό την ηγεσία πρεσβυτέρων, κεφαλών, κριτών και αξιωματούχων. (Ιησ. Ναυή 23:1, 2, ΜΝΚ) Αλλά το Ιουδαϊκό έθνος έχασε την προνομιούχα θέση του επειδή απέρριψε τον Γιο του Ιεχωβά. (Ματθ. 21:42, 43· 23:37, 38· Πράξ. 4:24-28) Την Πεντηκοστή του 33 Κ.Χ. η Χριστιανική εκκλησία του Θεού αντικατέστησε την εκκλησία του Ισραήλ.a Πώς ήταν οργανωμένη αυτή η Χριστιανική εκκλησία;
Ήδη από τη μέρα της Πεντηκοστής οι μαθητές ήταν «αφοσιωμένοι στη διδασκαλία των αποστόλων», πράγμα που δείχνει ότι ξεκίνησαν έχοντας ενότητα η οποία βασιζόταν στη διδασκαλία. Από εκείνη την πρώτη μέρα, συναθροίζονταν «σύσσωμοι». (Πράξ. 2:42, 46) Καθώς εξαπλωνόταν το έργο μαθήτευσης, άρχισαν να σχηματίζονται εκκλησίες πιστών, πρώτα στην Ιερουσαλήμ και κατόπιν έξω από την Ιερουσαλήμ. (Πράξ. 8:1· 9:31· 11:19-21· 14:21-23) Ήταν συνήθεια των πιστών να συνάγονται σε δημόσιους χώρους καθώς και σε ιδιωτικά σπίτια.—Πράξ. 19:8, 9· Ρωμ. 16:3, 5· Κολ. 4:15.
Τι εμπόδισε την επεκτεινόμενη Χριστιανική εκκλησία να γίνει μια χαλαρή ένωση ανεξάρτητων τοπικών εκκλησιών; Οι εκκλησίες ήταν ενωμένες υπό έναν Ηγέτη. Ευθύς εξαρχής, ο Ιησούς Χριστός ήταν ο διορισμένος Κύριος και η διορισμένη Κεφαλή της εκκλησίας, και όλες οι εκκλησίες αναγνώριζαν ότι εκείνος κατείχε αυτές τις θέσεις. (Πράξ. 2:34-36· Εφεσ. 1:22) Από τον ουρανό, ο Χριστός κατηύθυνε ενεργά τις υποθέσεις της εκκλησίας του στη γη. Πώς; Μέσω του αγίου πνεύματος και των αγγέλων που έθεσε στη διάθεσή του ο Ιεχωβά.—Πράξ. 2:33· παράβαλε Πράξεις 5:19, 20· 8:26· 1 Πέτρ. 3:22.
Ο Χριστός είχε και κάτι άλλο στη διάθεσή του για τη διατήρηση της ενότητας στη Χριστιανική εκκλησία—ένα ορατό κυβερνών σώμα. Στην αρχή, το κυβερνών σώμα αποτελούνταν από τους πιστούς αποστόλους του Ιησού. Αργότερα, περιελάμβανε και άλλους πρεσβυτέρους από την εκκλησία της Ιερουσαλήμ καθώς και τον απόστολο Παύλο, μολονότι εκείνος δεν κατοικούσε στην Ιερουσαλήμ. Κάθε εκκλησία αναγνώριζε την εξουσία αυτού του κεντρικού σώματος πρεσβυτέρων και απέβλεπε σε αυτό για κατεύθυνση όταν εγείρονταν οργανωτικά και δογματικά ζητήματα. (Πράξ. 2:42· 6:1-6· 8:14-17· 11:22· 15:1-31) Και ποιο ήταν το αποτέλεσμα; «Γι’ αυτό, πράγματι, οι εκκλησίες συνέχισαν να σταθεροποιούνται στην πίστη και να αυξάνουν σε αριθμό από ημέρα σε ημέρα».—Πράξ. 16:4, 5.
Το κυβερνών σώμα, υπό την κατεύθυνση του αγίου πνεύματος, επέβλεπε το διορισμό των επισκόπων και των βοηθών τους, των διακονικών υπηρετών, οι οποίοι θα φρόντιζαν την κάθε τοπική εκκλησία. Αυτοί ήταν άντρες που ανταποκρίνονταν σε πνευματικά προσόντα τα οποία ίσχυαν για όλες τις εκκλησίες, όχι απλώς σε τοπικούς κανόνες. (1 Τιμ. 3:1-13· Τίτο 1:5-9· 1 Πέτρ. 5:1-3) Οι επίσκοποι παροτρύνονταν να ακολουθούν τις Γραφές και να υποτάσσονται στην ηγεσία του αγίου πνεύματος. (Πράξ. 20:28· Τίτο 1:9) Όλοι στην εκκλησία ενθαρρύνονταν να ‘είναι υπάκουοι σε εκείνους που αναλαμβάνουν την ηγεσία’. (Εβρ. 13:17) Με αυτόν τον τρόπο η ενότητα διατηρούνταν, όχι μόνο μέσα στην κάθε εκκλησία, αλλά και μέσα στη Χριστιανική εκκλησία ως σύνολο.
Μολονότι μερικοί άντρες είχαν θέσεις ευθύνης, δεν υπήρχε διαχωρισμός σε κληρικούς και λαϊκούς μεταξύ των Χριστιανών μαρτύρων του Ιεχωβά του πρώτου αιώνα. Ήταν όλοι αδελφοί· δεν υπήρχε παρά μόνο ένας Ηγέτης, ο Χριστός.—Ματθ. 23:8, 10.
Αναγνωρίζονταν από την Άγια Διαγωγή και την Αγάπη
Η μαρτυρία των μαρτύρων του Ιεχωβά του πρώτου αιώνα δεν περιοριζόταν στον «καρπό των χειλιών». (Εβρ. 13:15) Το γεγονός ότι ο Χριστιανός μάρτυρας ήταν μαθητής διαμόρφωνε ολόκληρη τη ζωή του. Συνεπώς, όχι μόνο διακήρυτταν τα πιστεύω τους εκείνοι οι Χριστιανοί, αλλά τα πιστεύω τους μεταμόρφωναν τη ζωή τους. Αυτοί απέβαλλαν την παλιά προσωπικότητα με τις αμαρτωλές της συνήθειες και αγωνίζονταν να ντυθούν με τη νέα προσωπικότητα που ήταν δημιουργημένη σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. (Κολ. 3:5-10) Ήταν φιλαλήθεις και έντιμοι, καθώς επίσης εργατικοί και αξιόπιστοι. (Εφεσ. 4:25, 28) Ήταν ηθικά καθαροί—η σεξουαλική ανηθικότητα απαγορευόταν αυστηρά. Το ίδιο και η μέθη και η ειδωλολατρία. (Γαλ. 5:19-21) Δικαίως, λοιπόν, η Χριστιανοσύνη έγινε γνωστή ως ‘Η Οδός’, οδός ή τρόπος ζωής που είχε ως επίκεντρο την πίστη στον Ιησού και χαρακτηριζόταν από πιστή προσκόλληση στα ίχνη του.—Πράξ. 9:1, 2· 1 Πέτρ. 2:21, 22.
Ωστόσο, μια ιδιότητα υπερέχει όλων των άλλων—η αγάπη. Οι πρώτοι Χριστιανοί εκδήλωναν στοργικό ενδιαφέρον για τις ανάγκες των ομοπίστων τους. (Ρωμ. 15:26· Γαλ. 2:10) Αγαπούσαν ο ένας τον άλλον, όχι όσο τον εαυτό τους, αλλά περισσότερο από τον εαυτό τους. (Παράβαλε Φιλιππησίους 2:25-30). Ήταν πρόθυμοι ακόμα και να πεθάνουν ο ένας για τον άλλον. Αλλά αυτό δεν ήταν παράξενο. Μήπως ο Ιησούς δεν ήταν πρόθυμος να πεθάνει για αυτούς; (Ιωάν. 15:13· παράβαλε Λουκάς 6:40). Εκείνος ήταν σε θέση να πει στους μαθητές του: «Σας δίνω μια καινούρια εντολή, να αγαπάτε ο ένας τον άλλον· ακριβώς όπως εγώ σας αγάπησα, να αγαπάτε και εσείς ο ένας τον άλλον. Από αυτό θα γνωρίσουν όλοι ότι είστε μαθητές μου, αν έχετε αγάπη μεταξύ σας». (Ιωάν. 13:34, 35) Ο Χριστός παρήγγειλε στους ακολούθους του να δείχνουν τέτοια αυτοθυσιαστική αγάπη· και αυτό που τους παρήγγειλε το τήρησαν πιστά οι μαθητές του τού πρώτου αιώνα.—Ματθ. 28:20.
‘Δεν Ήταν Μέρος του Κόσμου’
Προκειμένου να φέρουν σε πέρας την ευθύνη τους να κάνουν μαθητές και να είναι μάρτυρες του Θεού και του Χριστού, οι Χριστιανοί του πρώτου αιώνα δεν μπορούσαν να επιτρέψουν να τους αποσπάσουν την προσοχή οι κοσμικές υποθέσεις· έπρεπε να μένουν προσηλωμένοι στην αποστολή τους. Αναμφισβήτητα ο Ιησούς είχε κάνει το ίδιο. Είπε στον Πιλάτο: «Η βασιλεία μου δεν είναι μέρος αυτού του κόσμου». (Ιωάν. 18:36) Και στους μαθητές του δήλωσε με σαφήνεια: «Δεν είστε μέρος του κόσμου». (Ιωάν. 15:19) Όπως ο Ιησούς, λοιπόν, έτσι και οι πρώτοι Χριστιανοί έμεναν χωρισμένοι από τον κόσμο· δεν αναμειγνύονταν ούτε στην πολιτική ούτε σε πολέμους. (Παράβαλε Ιωάννης 6:15). Ούτε παγιδεύονταν από τις οδούς του κόσμου—τη μανιώδη επιδίωξή του για υλικά πράγματα και την υπερβολική εντρύφησή του στις απολαύσεις.—Λουκ. 12:29-31· Ρωμ. 12:2· 1 Πέτρ. 4:3, 4.
Επειδή έμεναν χωρισμένοι από τον κόσμο, οι Χριστιανοί μάρτυρες του πρώτου αιώνα ήταν λαός που ξεχώριζε. Ο ιστορικός Ε. Γκ. Χάρντι σημειώνει στο βιβλίο του Η Χριστιανοσύνη και η Ρωμαϊκή Κυβέρνηση (Christianity and the Roman Government): «Οι Χριστιανοί ήταν ξένοι και παρεπίδημοι στον κόσμο που τους περιέβαλλε· το πολίτευμά τους ήταν στον ουρανό· η βασιλεία στην οποία απέβλεπαν δεν ήταν αυτού του κόσμου. Και επομένως η έλλειψη ενδιαφέροντος για τις δημόσιες υποθέσεις έγινε από την αρχή ένα αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό της Χριστιανοσύνης».
Διώκονταν Χάρη της Δικαιοσύνης
«Ο δούλος δεν είναι μεγαλύτερος από τον κύριό του», προειδοποίησε ο Ιησούς. «Αν έχουν επιφέρει διωγμό σε εμένα, και σε εσάς θα επιφέρουν διωγμό». (Ιωάν. 15:20) Προτού πεθάνει στο ξύλο του βασανισμού, ο Ιησούς υπέφερε έντονο διωγμό. (Ματθ. 26:67· 27:26-31, 38-44) Ακριβώς, λοιπόν, όπως τους είχε προειδοποιήσει, οι μαθητές του σύντομα υπέστησαν παρόμοια μεταχείριση. (Ματθ. 10:22, 23) Γιατί όμως;
Δεν χρειάστηκε να περάσει πολύς καιρός για να γίνουν οι πρώτοι Χριστιανοί αντικείμενο της προσοχής των άλλων. Ήταν άνθρωποι με υψηλές αρχές ηθικής και ακεραιότητας. Διεξήγαν ένα έργο μαθήτευσης με παρρησία και ζήλο· ως αποτέλεσμα, στην κυριολεξία χιλιάδες άτομα εγκατέλειπαν τα ψεύτικα θρησκευτικά συστήματα και γίνονταν Χριστιανοί. Αυτοί αρνούνταν να αναμειχτούν σε κοσμικές υποθέσεις. Δεν συμμετείχαν στη λατρεία προς τον αυτοκράτορα. Δεν είναι περίεργο, λοιπόν, το ότι γρήγορα έγιναν στόχος άγριου διωγμού, που τον υποκινούσαν οι ηγέτες της ψεύτικης θρησκείας και οι κακώς πληροφορημένοι πολιτικοί κυβερνήτες. (Πράξ. 12:1-5· 13:45, 50· 14:1-7· 16:19-24) Ωστόσο, αυτοί ήταν απλώς τα ανθρώπινα όργανα του πραγματικού διώκτη—‘του αρχικού φιδιού’, του Σατανά. (Αποκ. 12:9· παράβαλε Αποκάλυψη 12:12, 17). Ποιος ήταν ο αντικειμενικός του σκοπός; Η κατάπνιξη της Χριστιανοσύνης και της θαρραλέας μαρτυρίας που έδινε αυτή.
Αλλά κανένας διωγμός, όσο μεγάλος και αν ήταν, δεν θα μπορούσε να κλείσει το στόμα των Χριστιανών μαρτύρων του Ιεχωβά του πρώτου αιώνα! Αυτοί είχαν λάβει από τον Θεό μέσω του Χριστού την αποστολή να κηρύξουν και ήταν αποφασισμένοι να υπακούν στον Θεό μάλλον παρά στους ανθρώπους. (Πράξ. 4:19, 20, 29· 5:27-32) Βασίζονταν στη δύναμη του Ιεχωβά, πεπεισμένοι ότι εκείνος θα αντάμειβε τους όσιους μάρτυρές του για την υπομονή τους.—Ματθ. 5:10· Ρωμ. 8:35-39· 15:5.
Η ιστορία επιβεβαιώνει ότι ο διωγμός που εξαπέλυσαν οι αρχές της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας απέτυχε να εξαλείψει τους πρώτους Χριστιανούς μάρτυρες του Ιεχωβά. Ο Ιώσηπος, ένας Ιουδαίος ιστορικός του πρώτου αιώνα Κ.Χ., λέει τα εξής: «Και η ομάδα των Χριστιανών, οι οποίοι ονομάστηκαν έτσι επειδή πήραν το όνομα [του Ιησού], δεν έχει εξαφανιστεί μέχρι σήμερα [περίπου το 93 Κ.Χ.]».—Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, XVIII, 64 (iii, 3).
Συνεπώς, το υπόμνημα της μαρτυρίας των Χριστιανών μαρτύρων του Ιεχωβά του πρώτου αιώνα αποκαλύπτει αρκετά ευδιάκριτα χαρακτηριστικά: Με θάρρος και ζήλο αυτοί έφερναν σε πέρας την αποστολή τους, που ήταν να δώσουν μαρτυρία για τον Θεό και τον Χριστό και να κάνουν ένα έργο μαθήτευσης· είχαν μια οργανωτική διάρθρωση σύμφωνα με την οποία ήταν όλοι αδελφοί και δεν υπήρχε διαχωρισμός σε κληρικούς και λαϊκούς· τηρούσαν υψηλές αρχές ηθικής και αγαπούσαν ο ένας τον άλλον· έμεναν χωρισμένοι από τους κοσμικούς τρόπους ζωής και τις κοσμικές υποθέσεις· και διώκονταν χάρη της δικαιοσύνης.
Ωστόσο, στο τέλος του πρώτου αιώνα η μία ενωμένη Χριστιανική εκκλησία απειλήθηκε από ένα σοβαρό και ύπουλο κίνδυνο.
[Υποσημείωση]
a Στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές η λέξη εκκλησία χρησιμοποιείται μερικές φορές με συλλογική έννοια, αναφερόμενη στη Χριστιανική εκκλησία γενικά (1 Κορ. 12:28)· επίσης μπορεί να σημαίνει μια τοπική ομάδα σε κάποια πόλη ή στο σπίτι κάποιου.—Πράξ. 8:1· Ρωμ. 16:5.
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 26]
Οι καινούριοι μαθητές θα ήταν, όχι απλοί παθητικοί πιστοί, αλλά υπάκουοι ακόλουθοι
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 27]
Το να γίνει κανείς μάρτυρας του Ιεχωβά δεν ήταν πλέον θέμα γέννησης αλλά θέμα εκλογής
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 28]
Μέχρι το τέλος του πρώτου αιώνα, οι Χριστιανοί μάρτυρες του Ιεχωβά είχαν κάνει μαθητές στην Ασία, στην Ευρώπη και στην Αφρική!
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 29]
Δεν υπήρχε διαχωρισμός σε κληρικούς και λαϊκούς μεταξύ των Χριστιανών του πρώτου αιώνα
[Πλαίσιο στη σελίδα 27]
Η Χριστιανοσύνη Διαδόθηκε με το Γεμάτο Ζήλο Κήρυγμα
Υποκινούμενοι από ένα ζήλο που δεν μπορούσε να κατασταλεί, οι πρώτοι Χριστιανοί μάρτυρες του Ιεχωβά εκδήλωσαν μέγιστη ενεργητικότητα για να διακηρύξουν τα καλά νέα στην ευρύτερη δυνατή κλίμακα. Ο Έντουαρντ Γκίμπον, στο βιβλίο του «Η Παρακμή και η Πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας» (The Decline and Fall of the Roman Empire), σημειώνει ότι ο «ζήλος των Χριστιανών . . . τους σκόρπισε σε κάθε επαρχία και σχεδόν σε κάθε πόλη της [Ρωμαϊκής] αυτοκρατορίας». Ο καθηγητής Τζ. Γ. Τόμσον, στο έργο «Ιστορία του Μεσαίωνα» (History of the Middle Ages), λέει: «Η Χριστιανοσύνη είχε εξαπλωθεί με αξιοσημείωτη ταχύτητα στο ρωμαϊκό κόσμο. Το έτος 100, φαίνεται ότι κάθε επαρχία που ήταν γύρω στη Μεσόγειο είχε τη Χριστιανική της κοινότητα».
[Πλαίσιο στη σελίδα 30]
‘Οι Θρίαμβοι της Χριστιανοσύνης’
Διάφορες εξωβιβλικές πηγές επιβεβαιώνουν τη θαυμάσια διαγωγή και την αγάπη που χαρακτήριζαν τους πρώτους Χριστιανούς. Ο ιστορικός Τζον Λορντ δήλωσε: «Οι αληθινοί θρίαμβοι της Χριστιανοσύνης γίνονταν φανεροί από το ότι εκείνοι που ομολογούσαν πως πίστευαν στις δοξασίες της μεταβάλλονταν σε καλούς ανθρώπους. . . . Έχουμε μαρτυρία η οποία δείχνει την άμεμπτη ζωή τους, τα άψογα ήθη τους, την καλή στάση που είχαν ως πολίτες και τις Χριστιανικές τους αρετές».—«Ο Παλιός Ρωμαϊκός Κόσμος» (The Old Roman World).
[Εικόνα στη σελίδα 31]
Ένα κεντρικό κυβερνών σώμα βοηθούσε στην παροχή κατεύθυνσης για τις εκκλησίες, αλλά όλες τους απέβλεπαν στον Χριστό ως τον έναν Ηγέτη τους
[Εικόνα στη σελίδα 32]
Οι πρώτοι Χριστιανοί αποτελούσαν στόχο άγριου διωγμού