ΑΔΑ
(Αδά) [συντετμημένη μορφή του Ελεαδά ή του Αδαΐας].
1. Η πρώτη από τις δύο συζύγους που είχε συγχρόνως ο Λάμεχ. Ήταν μητέρα του Ιαβάλ και του Ιουβάλ, του πρώτου νομάδα βοσκού και του πρώτου μουσικού αντίστοιχα.—Γε 4:19-23.
2. Χαναναία κόρη του Αιλών του Χετταίου και μία από τις συζύγους του Ησαύ, η οποία “έφερνε πίκρα στο πνεύμα του Ισαάκ και της Ρεβέκκας”. Ο γιος της ονομαζόταν Ελιφάς και ήταν πατέρας του Αμαλήκ. Ενδέχεται να είναι η Βασεμάθ του εδαφίου Γένεση 26:34.—Γε 26:35· 36:2, 4, 10, 12.