ΚΑΣΣΙΑ
[εβρ., κιντάχ· κετσι‛άχ].
Μολονότι στην Αγία Γραφή χρησιμοποιούνται δύο εβραϊκές λέξεις για αυτό το φυτό, οι συριακές μεταφράσεις και τα Ταργκούμ υποδηλώνουν ότι πρόκειται για το ίδιο δέντρο ή κάποιο προϊόν του. Η κασσία (κιννάμωμο η κασσία [Cinnamomum cassia]) φύεται τώρα στην ανατολική Ασία και ανήκει στην ίδια οικογένεια με το κανελόδεντρο. Μπορεί να φτάσει σε ύψος τα 12 μ. και έχει γυαλιστερά, δύσκαμπτα φύλλα. Όταν κόβεται ο εσωτερικός φλοιός των κλαδιών (που ονομάζεται σινικό κιννάμωμο), ξεραίνεται και ξεφλουδίζει, σχηματίζοντας κυλίνδρους οι οποίοι κατόπιν στέλνονται στην αγορά. Ο φλοιός της κασσίας είναι πιο τραχύς και έχει πιο δυνατή μυρωδιά από το φλοιό του κανελόδεντρου. Τα μπουμπούκια χρησιμοποιούνται ως καρύκευμα στην παρασκευή φαγητών, ενώ τα αποξηραμένα ώριμα άνθη χρησιμοποιούνται ως αρωματικά.
Όταν παρασκευάστηκε το λάδι του αγίου χρίσματος, τον καιρό που κατασκευάστηκε η σκηνή της μαρτυρίας, η κασσία περιλήφθηκε στα συστατικά του ως ένα από «τα εκλεκτότερα αρώματα». (Εξ 30:23-25) Η κασσία ήταν ένα από τα κυριότερα προϊόντα στις συναλλαγές των εμπόρων της Τύρου. (Ιεζ 27:19) Στο εδάφιο Ψαλμός 45:8 η λέξη κετσι‛άχ περιγράφει τα ενδύματα του βασιλιά που αναδίδουν ένα ευχάριστο άρωμα την ώρα του γάμου του. Η λέξη αυτή εμφανίζεται μία ακόμη φορά, ως το όνομα της δεύτερης κόρης του Ιώβ, της Κεσιά, η οποία γεννήθηκε μετά την ανάρρωσή του από την αρρώστια.—Ιωβ 42:14.