ΕΛΙΦΕΛΕΟΥ
(Ελιφελεού) [πιθανώς, Είθε ο Θεός να τον Κάνει να Ξεχωρίσει].
Λευίτης μουσικός από τη δεύτερη υποδιαίρεση ο οποίος υπηρέτησε ως ένας από τους διευθύνοντες παίζοντας άρπα όταν η ιερή Κιβωτός μεταφέρθηκε από το σπίτι του Ωβήδ-εδώμ στην Ιερουσαλήμ.—1Χρ 15:17, 18, 21.