ΓΗΡΣΩΜ
(Γηρσώμ) [Πάροικος Εκεί].
1. Ο πρώτος κατονομαζόμενος γιος του Λευί, του γιου του Ιακώβ. Ήταν ο πατέρας του Λιβνί και του Σιμεΐ. (1Χρ 6:16, 17, 20, 43, 62, 71) Ονομάζεται και Γηρσών.—Γε 46:11· Εξ 6:16, 17· Αρ 3:17, 18· 1Χρ 6:1· 23:6.
2. Ο πρωτότοκος γιος του Μωυσή και της Σεπφώρας. Γεννήθηκε στη Μαδιάμ. (Εξ 2:21, 22· 1Χρ 23:14-16) Ο πεθερός του Μωυσή, ο Ιοθόρ, πήγε στον Μωυσή στην έρημο φέρνοντας μαζί του τη σύζυγο του Μωυσή, τη Σεπφώρα, και τους δύο γιους τους, τον Γηρσώμ και τον Ελιέζερ. (Εξ 18:2-4) Η ιερατική υπηρεσία που πρόσφερε υπέρ των Δανιτών ένας απόγονος του Γηρσώμ, ο Ιωνάθαν, ήταν παράνομη επειδή, αν και ήταν Λευίτης, δεν προερχόταν από την οικογένεια του Ααρών.—Κρ 18:30.
3. Κεφαλή του πατρικού οίκου του Φινεές, που συνόδευσε τον Έσδρα από τη Βαβυλώνα.—Εσδ 8:1, 2.