ΑΓΑΒ
(Αγάβ) [Ακρίδα].
Πρόγονος μιας οικογένειας Νεθινίμ, δηλαδή υπηρετών του ναού. «Οι γιοι του Αγάβ» αναφέρονται μεταξύ εκείνων που επέστρεψαν με τον Ζοροβάβελ το 537 Π.Κ.Χ. από την εξορία στη Βαβυλώνα. (Εσδ 2:1, 2, 43, 46) Το όνομα Αγάβ, ωστόσο, δεν εμφανίζεται στον παράλληλο κατάλογο, στο εδάφιο Νεεμίας 7:48.