ΧΕΝΑ
[εβρ., κόφερ].
Θάμνος που φέρει στα άκρα των κλαδιών του ταξιανθίες αποτελούμενες από μικρά υπόλευκα άνθη με τέσσερα πέταλα και με δυνατό άρωμα το οποίο απολαμβάνουν ιδιαίτερα οι λαοί της Μέσης Ανατολής. Συχνά τοποθετούν ένα κλαράκι χένας στις ανθοδέσμες, ενώ οι γυναίκες βάζουν τέτοια κλαράκια στα μαλλιά τους και στον κόρφο τους. Από την αρχαιότητα, η χένα χρησιμοποιείται επίσης ως καλλυντικό.
Αυτός ο θάμνος (λαουσονία η άοπλος [Lawsonia inermis]), ο οποίος εξακολουθεί να είναι αυτοφυής στην Παλαιστίνη, φτάνει σε μέγιστο ύψος περίπου 4 μ. Αναφέρεται μόνο στο Άσμα Ασμάτων (1:14· 4:13· 7:11).
Η πάστα της χένας, που φτιάχνεται από τα κονιορτοποιημένα φύλλα του φυτού, χρησιμοποιείται ως καλλυντικό. Όταν η πάστα ξεπλένεται, μένει η μπογιά της, η οποία έχει συνήθως χρώμα πορτοκαλί ή κοκκινωπό. Η χένα έχει χρησιμοποιηθεί για να βάφονται τα νύχια των χεριών και των ποδιών, οι άκρες των δαχτύλων, οι παλάμες, τα πέλματα, οι γενειάδες, τα μαλλιά, ακόμη δε και η χαίτη και η ουρά των αλόγων, καθώς επίσης οι προβιές των ζώων και το κατεργασμένο δέρμα τους. Ο ορισμός της εβραϊκής ρίζας από την οποία πιστεύεται ότι παράγεται η λέξη κόφερ είναι «καλύπτω», πράγμα που κατά τα φαινόμενα υποδεικνύει τη χρήση της χένας ως βαφής.—Παράβαλε Γε 6:14.