ΙΕΧΩΖΑΒΑΔ
(Ιεχωζαβάδ) [πιθανότατα, Ο Ιεχωβά Έχει Προικίσει].
1. Ο δεύτερος από τους οχτώ γιους του Ωβήδ-εδώμ οι οποίοι συγκαταλέγονταν στους πυλωρούς του αγιαστηρίου.—1Χρ 26:1, 4, 5, 13, 15.
2. Βενιαμίτης αξιωματικός, ο οποίος είχε υπό την επίβλεψή του 180.000 άντρες στο στράτευμα του Βασιλιά Ιωσαφάτ.—2Χρ 17:17, 18.
3. Συνεργός στο φόνο του Βασιλιά Ιωάς του Ιούδα. Ο Ιεχωζαβάδ και ο Ιωζαχάρ, υπηρέτες του Ιωάς, σκότωσαν το βασιλιά επειδή αυτός είχε θανατώσει τον Ζαχαρία, το γιο του Ιωδαέ. Οι ίδιοι θανατώθηκαν από το γιο και διάδοχο του Ιωάς, τον Αμαζία. Ο Ιεχωζαβάδ ήταν γιος μιας Μωαβίτισσας ονόματι Σιμρίθ και του Σωμήρ.—2Βα 12:20, 21· 2Χρ 24:20-22, 25-27· 25:1, 3.