ΚΕΔΗΜΩΘ
(Κεδημώθ) [από μια ρίζα που σημαίνει «ανατολή»].
Όνομα μιας πόλης στα Α του Ιορδάνη και προφανώς και της ερήμου που την περιέβαλλε. Από την έρημο της Κεδημώθ, ο Μωυσής έστειλε αγγελιοφόρους στον Αμορραίο Βασιλιά Σηών, ζητώντας του την άδεια να περάσει μέσα από τη γη του. (Δευ 2:26, 27) Η Κεδημώθ, που αρχικά είχε δοθεί στους Ρουβηνίτες, αργότερα παραχωρήθηκε στους Μεραρίτες Λευίτες. (Ιη 13:15, 18· 21:34, 36, 37· 1Χρ 6:77-79) Οι λόγιοι γενικά υποστηρίζουν ότι η Κεδημώθ μπορεί να ταυτίζεται με έναν από τους γήλοφους κοντά στην αρχή της κοιλάδας του χειμάρρου Αρνών, όπως το Κασρ εζ-Ζάφαραν, το οποίο βρίσκεται περίπου 16 χλμ. ΒΑ του σημείου όπου πιστεύεται ότι βρισκόταν η αρχαία Διβών.