ΜΑΑΛΙ
(Μααλί) [πιθανώς από μια ρίζα που σημαίνει «γίνομαι αδύναμος· αρρωσταίνω»].
1. Εγγονός του Λευί, γιος του Μεραρί και αδελφός του Μουσί. (Εξ 6:16, 19· 1Χρ 6:19, 29· 24:26) Ο Μααλί ήταν πατέρας του Ελεάζαρ και του Κεις, καθώς επίσης κεφαλή της οικογένειας των Μααλιτών. (Αρ 3:20, 33· 1Χρ 23:21· 24:28, 29) Ο απόγονός του ο Σερεβίας, ο οποίος χαρακτηρίζεται “άντρας φρόνησης από τους γιους του Μααλί”, επέστρεψε στην Ιερουσαλήμ μαζί με τον Έσδρα.—Εσδ 8:18.
2. Λευίτης, γιος του Μουσί, και επομένως ανιψιός του Μααλί που ήταν γιος του Μεραρί.—1Χρ 6:47· 23:23· 24:26, 30.