ΝΑΥΤΙΚΟΣ
Αυτός που καθορίζει τη γραμμή πλεύσης ενός πλοίου ή βοηθάει γενικότερα στη λειτουργία του· ναύτης ή θαλασσινός. (1Βα 9:26, 27· Ιεζ 27:8, 9· Απ 18:17-19) Η ζωή των αρχαίων ναυτικών ήταν γεμάτη κινδύνους. Όταν η θάλασσα είχε τρικυμία ήταν ουσιαστικά αβοήθητοι. Ο ψαλμωδός έγραψε: «Εξαιτίας της συμφοράς η ψυχή τους λιώνει. Τρεκλίζουν και παραπατούν σαν τον μεθυσμένο, και όλη τους η σοφία έχει πέσει σε σύγχυση. Και αρχίζουν να κραυγάζουν προς τον Ιεχωβά μέσα στη στενοχώρια τους».—Ψλ 107:26-28.
Τα εδάφια Πράξεις 27:15-19 περιγράφουν παραστατικά τα μέτρα που έλαβαν οι ναυτικοί στη διάρκεια μιας θύελλας. Ανέβασαν πάνω τη βάρκα, η οποία ήταν ρυμουλκούμενη και χρησίμευε προφανώς ως σωσίβια λέμβος όταν παρίστατο ανάγκη. Χρησιμοποίησαν βοηθήματα, ενδεχομένως σχοινιά ή αλυσίδες, για να ζώσουν από κάτω το πλοίο, δηλαδή πέρασαν τα βοηθήματα γύρω από το κύτος του πλοίου και τα έδεσαν γερά πάνω στο κατάστρωμα. Επίσης κατέβασαν τα άρμενα. Αυτό ίσως σημαίνει ότι χαμήλωσαν τη μαΐστρα. Τέλος πέταξαν στη θάλασσα διάφορα αντικείμενα για να ελαφρώσουν το σκάφος, προκειμένου να αυξήσουν την πλευστότητα του πλοίου.—Παράβαλε Ιων 1:5· Πρ 27:38· βλέπε ΠΛΟΙΟ.