ΜΑΤΤΑΤΤΑ
(Ματταττά) [συντετμημένη μορφή του Ματτιθίας, που σημαίνει «Δώρο του Ιεχωβά»].
Ισραηλίτης «από τους γιους του Ασούμ» οι οποίοι παντρεύτηκαν αλλοεθνείς συζύγους αλλά τις απέπεμψαν στις ημέρες του Έσδρα.—Εσδ 10:25, 33, 44.
Δεν υπάρχει διαθέσιμο βίντεο για αυτή την επιλογή.
Λυπούμαστε, υπήρξε κάποιο σφάλμα στη φόρτωση του βίντεο.
(Ματταττά) [συντετμημένη μορφή του Ματτιθίας, που σημαίνει «Δώρο του Ιεχωβά»].
Ισραηλίτης «από τους γιους του Ασούμ» οι οποίοι παντρεύτηκαν αλλοεθνείς συζύγους αλλά τις απέπεμψαν στις ημέρες του Έσδρα.—Εσδ 10:25, 33, 44.